Το παινεμένο ισπανικό στην ιδιόλεκτο σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (κι αλλάχου).

  1. Καλέ της γαμάτε τά βυζιά! .. . Τήν καβαλλικεύετε μέ τήν ψωλή άνάμεσα στούς βύζους της (άχ, Θεέ μου, τί όμορφα βυζιά πού έχει!) και τήν γαμάτε εκεί μέ δύναμη, ένώ ή Μπέττυ σηκώνει τό κεφάλι της καΐ κοιτάζει τήν πούτσα σας τήν θεόρατη νά πηγαινοέρχεται σάν έμβολο άτμομηχανής, άνάμεσα στούς άφράτους γλόμπους της πού —άααχ! . . . ώωωχ!— εκείνη τούς πιέζει τόν έναν μέ τόν άλλον, για νά είναι πιό πλήρες, πιό σφιχτό, πιό αληθινό γαμήσι τό βυζογαμήσι. . . Τά μάτια της Μπέττυ είναι πεταγμένα σχεδόν έξω από τις κόγχες των καθώς κοίτα καΐ ή νόστιμη κοπέλλα, £χι μόνο κοιτά, μα δέχεται στδ πρόσωπο τις χοντρές άσπρες ρουκέττες πού έκτοξεύονται άπό τό στοματάκι της ψωλής σας παντού, στά χείλη της, στά μάτια της, στά μάγουλα...
    (Μέγας Ανατολικός, Μέρος 4ο Κεφ. 90 σ. 41-44)

[2.](www.bourdela.com › bourdela.com › Sex › Sex γενικά)
Αυτες που εχω πετσωσει και εχω φχαριστηθει βυζογαμησι ειναι η 24χρονη που ανεφερα και προηγουμενως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τα (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) κοριτσάκια που πρωταγωνιστούν στον «Μέγα Ανατολικό».

Βλ. επίσης: μουνίτσα, μουμούνα, μουνάγγελος, ψωλάγγελος, καυλάγγελος, αγγελοπούτα et al.

  1. Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω.
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος Ι, σ. 108).

  2. Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τις (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) μικρές φραπεδιάρες ψωλοτρομπάρισσες.

Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κατανυκτικής γενετησίας μακαριότητας.

Λυρικότατη λεξιπλασία του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι (...) Ναι, ήταν μια θαυμάσια σκηνή και ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκα εκεί, για να την παρακολουθήσω, ή, μάλλον, για να την απολαύσω, σαν αλληλέγγυος με τους δυο γαμοπαρμένους μπρος μου, φλεγόμενος οπταστής.
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 65-66).

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως φλεγόμενος οπταστής τε και φωτογραφίζων. (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.

Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.

  1. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωμοπούτανο ...» έλεγε μέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εμέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόμενον εις τό στόμα τής Έθελ παχύ σπέρμα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυμού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ημπορούσε, με ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ...

2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...

3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μηχανικής μεθόδου επαυνάνισις της πούτσης ή του μουνέττου, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος πλημμυρίς ερωτικού γλεύκους (βλ. ψωλόχυμα, μουνόχυμα).

Χαρακτηριστικό φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που εξακολουθεί να πάλλεται, να σφύζει και να δονείται.

1.
Ομιλούμε κύριοι η Ματμαζελίτσα είναι δια μέγιστη ΣΠΕΡΜΑΝΤΛΗΣΗ! @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo

2.
Σάλιο για γκόμενα δεν υπάρχει... μόνο η χήρα με τα πέντε ορφανά για τη σπερμάντληση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι, τελειώνω, αγαπητοί μου φίλοι και φίλες, χύνω!

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Άααα!... Άααα!... Κύριε φύλακα!... Το νου σας!... Προσέξτε!.... Θα κάνω! Τώρα.... τώρα αμέσως... ΑΑΑΑΑ!... ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!... ΚΑΝΩ! ΧΥΝΩ!... ΧΥΝΩ!... ΧΥΥΥΥΥΝΩ!... (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σφόδρα καυλοπυρέσσων, ο σπαρασσόμενος από την την κραταιάν του στύσιν.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Τέλος, ενώ της έγλειφε πάντοτε εν τη πραματικότητι ο φύλαξ, η Φλώσσυ εφαντάσθη ότι ο πεόμορφος κρουνός μετετοπίσθη και ότι, έχων γεμίσει τον λουτήρα έως τον λαιμόν της, εστάθη παλλόμενος προ του ανοικτού της στόματος, και ότι έχυνε εντός αυτού αύθονον παχύ σπέρμα ως αληθινή ψωλή, ψωλή μεγάλη ως πέος ίππου ή όνου, ενώ εκείνη, καυλοσφαδάζουσα και ηδονιζομένη σφόδρα εις την φαντασίωσίν της, όπως και εις την πραγματικότητα, εδέχετο το ψωλόχυμα εν τη φαντασιώσει της, όπως μια διψαλέα γη δέχεται εν καιρώ θέρους και κατά την διάρκειαν φοβερού καύσωνος, μίαν καταρρακτώδη βροχήν, πίνουσα και καταπίνουσα το ανεξάντλητον σπέρμα, όπως η πυρωμένη γη τον χειμαρρώδη όμβρον.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified