Ο εντελώς τελείως πανύβλακας, ο πιο-μπετόβλακας-πεθαίνεις.

Παραλλαγή του στόκος (σλανγκοπειραγμένου με το γαμοσλανγκοτέτοιο -αδι).

1.
Μπερδευεις γλυκο μου στοκαδι τον Χαιζενμπεργκ με τον Χαιντενμπεργκ (ο 2ος δεν πηρε νομπελ απλα ηταν ναζι).

2.
Ο τύπος είναι στοκαδι από τα λίγα! Δεν καταλαβαίνει τι καταστροφή κάνει! Όπως προείπε ένας φίλος ποιο πάνω άμα πάει να εξηγήσει σε αυτή τη κουράδ@ θα του απαντήσει «αν δεν τα έπιανα εγώ θα τα έπιανε κάποιος άλλος» Κλασική απάντηση.....

3.
Ti stokadi eisai re hellraiser.. Exei kai alla paidia i mana sou; Dwse ti 8esi sou se kanena allo na dokimasei mpas kai exei kaliteri tixi!!!

  1. Ινσέψιο: στοκάδι με στοχάδι στο μαύρο σκοτάδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως από βάζελους και χανούμια ως κακεντρεχές παρατσούκλι του πάλαι ποτέ ιδιοκτήτη τση γαυροΠΑΕ και εθνικού μας προμηθευτή Σωκράτη Κόκκαλη.

Λολοπαίγνιο επί των πισωκρότης του Σωκράτους του σοφού.

Παραγγελιά: Kilerakias, Khan.

- Όπως είναι ο Πισωκράτης,να πάρει φόρα και να έρθει....όπως είναι!!!

- Αν έχουν τα άντερα αυτοί που κάνουν ρεπορτάζ Θρήνου,ας βγουν κι ας γράψουν για τις οικονομικές εκκρεμότητες του Πισωκράτη

3. είναι καιρός να αποκτήσει και το χανουμάκι μια σοβαρή διοίκηση (βλέπε μελισσανίδη), ωστε το μέτωπο να γίνει διπλό εναντίον του καθεστώτος του πισωκράτη.

4.
δεν έχεις καταλάβει οτι οι ρίζες της παράγκας του πισωκράτη επεκτείνονται πολύ πιο βαθειά απο τα αμιγώς ποδοσφαιρικά.

Πισωκρατική μέθοδος (από σφυρίζων, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα δόκιμα, μολυβήθρα αποκαλείται το μολύβδινο βαρίδι που δένεται στα δίχτυα ή στην πετονιά για να παραμένουν στον πάτο, η καντηλήθρα (rhymes with κωλήθρα), και το μολύβδινο έλασμα των παλαιών οπισθογεμών όπλων.

Όπως είπε κι ο Πετρόπουλος στο “Μπουρδέλο”, η αργκό των θαλασσινών και του υποκόσμου είναι συγκοινωνούντα δοχεία, εξ ου και η κουτσαβάκικη σλανγκοποίηση της μολυβήθρας για την χιλιοτραγουδισμένη σούφρα. Ο Πετρόπουλος γράφει ότι υιοθετήθηκε τοιουτοτρόπως περί τα έτη '45-'46.

Το λήμμαν συνήθως συνοδεύεται με άκρως μπουτς ρήματα τ. θα σου ξεσκίσω, θα σου σπάσω, θα σου τρυπήσω, και πάει λέγοντας.

Βλ. και μολυβοθήκη.

Ασίστ: HODJAS, εδώ.

1.
γλίστρησε κι έπεσε, σα *μολυβήθρα *στον ***πάτο***.
(Ν. Καββαδίας)

  1. Τὸ δὲ παράδειγμα εἶναι μᾶλλον ἀτυχές, διότι σιγὰ μὴν περίμενε ἡ γεροντόπουστα νὰ τὸν σπάσουν τ΄ ἀγοράκια. Ἡ μολυβήθρα της θὰ εἶχε προφανῶς ἀκράτεια ἀπὸ χρόνια.
    aias.ath, εδώ

3.
Πίσω λαμόγια! Πίσσα και πούπουλα! Καμμένε σκίστους τη μολυβήθρα!!!!!

4.
Στα αρχαία και λόγια συνώνυμα του πρωκτού συμπεριλαμβάνονται τα: αφεδρών / έδρα / πυγή / οπίσθια κτλ. Στα σύγχρονα συνώνυμα προέχουν τα: κώλος / πισινός / πάτος / καπούλια / το νόθο μετόπισθεν και άλλα. Στην αργκό του υποκόσμου βρίσκουμε τα συνώνυμα: χαλκάς / δεκάρα / μολυβήθρα / πάτος / σούφρα / κλανιάς / κεφτές / διαφορικό κτλ.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

Got a better definition? Add it!

Published

Λολαδερή εκδοχή του αντιπροσώπου, εκφέρεται συνήθως με χλευαστική ή σκωπτική δίαθεση. Εκτός φυσικά από την μαρτυριάρικην μεγαλόνησον, όπου αποτελεί δόκιμη εκδοχή τση λέξης.

Εκ των αντί- και μουτσούνα.

Σε καλόν μας, ευτυμήσαμεν πάλιν.

1.
μου `στειλε τον αντιμούτσουνό του για να μου φέρει τα μαντάτα

2.
Γιατί τζιαι που λαλείτε, άμαν τζιαι πάτησεν το πόϊν του στην Αμερικήν, ελάμνισεν ολόϊσια για τον ΟΗΕ. Ητουν τζειμέσα τζι εσυνεδριάζαν οι αντιμούτσουνοι ούλων των χωρών του κόσμου για τον αφοπλισμόν.

3.
@Αππωμένη
χμμμμ 5% α; Τώρα να δούμεν πόσα εννα ζητήσει η Πρασινάδα για να γινεί αντιμούτσουνος εις τες Γιου Ες οφ Έϊ τζαι μιλούμεν :Ρ

4.
Παρεμπιπτόντως, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου συνομιλούσε με τον Αντρέα Πογιατζή στην έκτακτη αθλητική εκπομπή του ΡΙΚ μιλούσε συνέχεια για τις ελληνικές ομάδες. Παρά την υπόμνηση του Αντρίκου για ελλαδικές ομάδες, ο αντιμούτσουνος του Χριστόφια επέμενε στην αναφορά του για ελληνικές. Ε, όταν το λες τρεις συνεχείς φορές, μάλλον δεν πρόκειται περί γλωσσικού ολισθήματος, αλλά περί συνειδητής αναφοράς.

Got a better definition? Add it!

Published

Λολοπαίγνιο στο νυφοπάζαρο και το μπάζο: τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και κακάσχημες γυναίκες, με σκοπό τον γάμο. Γνωστό σκέτα κι ως μπαζάρ.

Κλόπυ ράιτ: Λεξιλόγια, εδώ.

- Διάβασα στο Φραπέ ότι παίζει τρελό νυφοπάζαρο στο Καβούρι. Πήγα, αλλά τι να δω; Την Αφροξυλάνθη το κλανόμπαζο, την Ευθανασία το λιγδοτάγαρο κι ένα τσούρμο buffalo gurlz. Ξάφνου μου την έπεσε μια βολική αρκούδα με pretty bra. Φώναξα πίσω γορίλα, ούτε με ξένο πούτσο!

- Ίου, συναγωνιστή, κανονικό νυφομπάζαρο!

- Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπάσιμο όρχεων του αντιπάλου στο ποδόσφαιρο με σωματική επαφή, κυρίως στενό μαρκάρισμα με τον ώμο. Η σλανγκιά αυτονομήθηκε από τα γήπεδα και χρησιμοποιείται και σε άλλες αρένες, κυρίως πολιτικές.

Εκ του αγγλικάνικου ρήματος to charge (εφορμώ).

1.
Σωστά καταλόγισες την παράβαση. Τζαρτζάρισμα νοείται ώμος με ώμο. Από την στιγμή που ο ώμος βρίσκει την μέση του επιθετικού και τον παρενοχλεί, υπάρχει πρόβλημα.

2.
Εχω βαρεθει να βγαινω πρωτος ,τι θα γινει θα κανει επιτελους καποιος κατι γιαυτο; Επρεπε να σε τζαρτζαρω αγρια,με εφαγε ο πολιτισμος...

3.
Στην ερώτηση δε των δημοσιογράφων για τον Πέτρο Τατσόπουλο και στο πόσες κάρτες έχει συμπληρώσει ή αν του ήρθε η ώρα της κόκκινης, ο γραμματέας του κόμματος Νίκος Βούτσης έριξε την πάσα του. «Εμείς δεν δείχνουμε ούτε κίτρινες ούτε κόκκινες κάρτες. Αυτό που κάνουμε είναι τζαρτζαρίσματα εντός του γηπέδου». Τρώνε το χόρτο σου λέω στον ΣΥΡΙΖΑ.

4.
Το «καπέλωμα» έφερε «τζαρτζάρισμα»: Δενν ήταν και τόσο ευχάριστο το πρωινό για τον υπουργό Ανάπτυξης Μιχάλη Χρυσοχοϊδη στην Τρίπολη όπου επιχείρησε να «καπελώσει» την εκδήλωση που διοργάνωσε η Περιφέρεια Πελοποννήσου με τη συμμετοχή Οικονομικών και Εμπορικών Ακολούθων 38 χωρών με αποτέλεσμα να «τ” ακούσει» για τα καλά από τον Πέτρο Τατούλη.

5.
Τζαρτζάρισμα Καραμανλή σε Οικονομίδη! Στα χέρια ήρθαν οι δύο άνδρες λίγο πριν από την έναρξη της Γ.Σ. του ΕΣΑΚΕ, καθώς ο Οικονομίδης δεν δέχτηκε να συμμετάσχει στη Συνέλευση ο Καραμανλής!

Got a better definition? Add it!

Published

Ζανρ κινηματογραφικής, τηλεοπτικής ή άλλης τρασιάς με πολύ έντονα στοιχεία καφρίλας, αλλά όχι με την καλή έννοια (π.χ. μια κακιά σπλατεριά). Εναλλακτικά, κάθε είδους καφριλίκι.

Εκ του κάφρος και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά.

1.
Pε οσο τη σκέφτομαι μου αρέσει περισσοτερο!!! ολες οι σκηνές ειναι μια και μια με αποκορύφωμα το φιναλε (πιο πολυ παροδιοχαβαλετζιδικια, καφρικια ταινία παρα horror) οσοι εχετε δει πχ Firefly καταλαβαίνετε τι εννοω...

2.
Πειτε μου τωρα οτι δε θα ξαναδειτε τηλεοραση γιατι ειναι πολυ καφρικια :D::D:D:D:D

3.
se poies tainies stis romantikes i stis kafrikes gt se kapoia kafrikia ekei pou epilexei na se sikosei pao stoixima tha exei fotistiko apo pano sou

4.
Η λυση της web camera που ειπες την σκεφτηκα αλλα θα ειναι λιγο «καφρικια» η ποιοτητα του stream

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια επιχείρηση είναι στο μαύρο ή, στα μαύρα, όταν τα οικονομικά της αποτελέσματα γυρίζουν στην κερδοφορία, αποτυπώνονται δηλαδής με μαύρο και ουχί κόκκινο μελάνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε, το αντίθετο του στο κόκκινο.

Εκ του αγγλικάνικου in the black.

- ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ Ο ΟΣΕ (ΒΑΣΤΑ ΜΕΡΚΕΛ): για πρώτη φορά ο ΟΣΕ εμφανίζει θετικό πρόσημο στα λειτουργικά του αποτελέσματα», τα οποία έφτασαν τα 25,1 εκατ. ευρώ, αντί ζημιών -121 εκατ. ευρώ το 2010 και -282 εκατ. ευρώ το 2009
(εδώ)

(από σφυρίζων, 03/04/14)(από σφυρίζων, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός του αμερικλάνικου nerd δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας: πρόκειται για χλωρίδα της συνομοταξίας phytus spasiclus, άκα γκίκουλας, φρίκουλας και φύτουκλας.

Ο νέρντουλας διαπρέπει ως επιστήμων κι ως μπλιμπλίκουλας αλλά in real life στερείται κάθε στοιχειώδες ψήγμα κοινωνικότητας, ειδικά προς μη νέρντουλες. Πρόκειται για κινησιολογικά άγαρμπο και γιομάτο καυλόσπυρα καψίδι που πωρώνεται νυχθημερόν με ιδεοψυχαναγκαστικές καμενιές (πιχί κρυπτοζωολογία, μάνγκα, σάει-φάει, κλπ).

Οι κουλές ενδυματολογικές επιλογές του νέρντουλα (à la Sheldon στο «Big Bang Theory») τον καθιστά αντιήρωα στα μάτια κάθε αενάως ψαχνόμενου ποζερά και γουαναμπή χιπστερικού, εξ ουστ και το nerd chic λουκ (βλ. αγόρια και κορίτσια).

Παραγγελιά από το δουπού: Χαν.

1.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη είσαι τόσο νέρντουλας που θα μιλάς Ντοθράκι

2.
νερντουλας; οχι....ιντελεκτουελ...εχει διαφορα....geeky ισως με μεγαλη φαντασια να τον ελεγες αλλα οχι νερντουλας...ωραιο τυπακι ειναι γενικα...

3.
Καλιφορνέζος «νέρντουλας» κατασκεύασε ρομποτικό ομοίωμα του Wall E

4.
Οχι γιαγιά δεν τα φτιάχνω με φοιτητή ιατρικής:
1) Πουλανε μουρη στις παρεες μεχρι να πεσουν σε συναδελφο τους. Μετα κανουν την παπια και γκρινιαζουν για την αναμονη στην ειδικοτητα.
[...]
9) Οταν χουφτωνουν ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑ, με τροπο ομως μην τους παρει χαμπαρι η γκομενα.
10) Ειναι νερντουλες, και οσοι δεν ειναι απλα δεν γινονται καλοι γαμπροι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified