Η έντονη επιθυμία για αφόδευση ( < πολύσημο χυδ. ελλην. ρημ. χέζω ). Προσοχή όμως, δεν μιλάμε για τη γνωστή κυριλέ, άνετη φάση στο σπιτάκι μας, στην προσφιλή μας χέστρα με τα περιοδικά, το αρωματισμένο κωλόχαρτο και τον πάλλευκο τι-έχουν-δει-τα-μάτια-του μπιντέ. Όχι αγαπητοί, το χεζουριό είναι ανελέητη τρέχα-πατριώτη-τη-χάνουμε-τη-δίκη κωλοπηλάλα, συνδεόμενη συνήθως με ισχυρό τρόμο ή και άλλες αιτίες, όπως μας λέει το γ' παράδειγμα.

Ο φίλτατος σύσσλανγκος dryhammer εδώ μας πληροφορεί ότι έχει υπ' όψιν του τη λέξη με την έννοια της τουαλέτας. Όθεν, παρακαλείται / προσκαλείται (αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος), εφόσον έχει στοιχεία να τα καταθέσει στα σχόλια ώστε το λήμμα να γίνει τελείως κώλος. Τη σκαταθέσεως περατωθείσης ο απαραίτητος υγειονομικός χάρτης θα είναι ευγενής προσφορά του καταστήματος.

  1. φιλε μου πεσμου οτι εχεις καμια ταινια με μεταφυσικα με φαντασματα και τετοια αλλα να ειναι χεζουριο,να τα κανεις πανω σου ομως ;P καθήστε

  2. Η ειδικη με την Αθανασια εχει κοπει μερες τωρα, λογω ακαταλληλοτητας και υψηλης μεσης ωριαιας, μπαλκονιων και γενικως οπως λεει και ο πατηρ σου θα μαζευε πολυ χεζουριο αν γινοταν, ευκοιλια δηλαδη, ειδικα στις κατηφορες. χαλαρώστε

  3. Η Ντενίζ είχε χωθεί στον καμπινέ κι έχεζε με τις ώρες. Άμα αργούσε να πάρει την πρέζα του τον έπιανε χεζουριό! Η Λουτσία είχε χωθεί στην αιώρα, είχε κουλουριαστεί, έσφιγγε το στομάχι του και μούγκριζε.

Θόδωρος Σαραντόπουλος "300 τρόποι θανάτου" (εκδ. Υάκινθος, 1983).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκοτοδίνη, η λιγοθυμιά, το έρεβος που παθαίνουμε όταν ας πούμε μας έρχονται τα μπιλιετάκια της εφορίας. Ξέρω τη λέξη από τα ογδόνταζ, αλλά ο γούγλης δίνει μόνο ένα χτύπημα. Μωρ' δε μας χέζει κι αυτός ο μαλάκας, όταν εγώ περπατούσα στον κόσμο αυτός δεν ήταν ούτε μπάιτ στον κομπγιούτορα του πατέρα του.

Δεν νιωθω πολυ καλα.....νιωθω μια σβημαρα.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωροφύλακας. Ληστρική σλανγκιά της δεκαετίας του 1920 (νταξ, συν πλην), αγνώστου στον γράφοντα ετύμου. Λόγω όμως που ο τελευταίος αρέσκεται στη μαθηματική σκέψη, προτιμά να το σκέφτεται κάπως έτσι, αφού 5Χ5=25.

Πέραν των μαλακιών όμως, όποιος ξέρει τίποτις ετυμολογικώς σοβαρόν ας καταθέσει τον οβολόν του στα σχόλια εδώ από κάτου.

Οι ληστές κατεξευτέλιζαν τους νόμους, τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι αυτό και οι "εικοσιπενταράδες", ή "σακαράκες" ή "καραβανάδες" ή "σταυρωτήδες" ή "σπαθάδες" όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες [...] βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους [...]

Οι χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να πυροβολούν μέχρι που οι σφαίρες τους τελείωσαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι ληστές να διαφύγουν [...] Ύστερα από λίγο [...] οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος άκουσαν κάποιον να τους φωνάζει: "Μπορεί, ωρέ εικοσιπενταράδες, να πάρετε τις κάπες και τα τσαρούχια μας αλλά τα κεφάλια μας δεν θα τα πάρετε ποτέ!"

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο 2015.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πάλαι ποτέ χαρτονόμισμα των δέκα χιλιάδων δραχμών που έγινε κωλοσφούγγι όταν έκαναν κατά δώθε γιούργια τα γιούργια.

Παρά την τότε αγοραστική του δύναμη, δεδομένων των μορφών που κοσμούσαν τις δύο όψεις του (Γεώργιος Παπανικολάου και Ασκληπιός), ο λημματογράφος είχε σε σχόλιό του εδώ χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο τραπεζογραμμάτιο χαρτί υγείας. Ε μα...

Τύχαινε και σε μένα [...] να βρίσκω τίποτα ξεχασμένα δεκαχίλιαρα [...] στα θυλάκια των μπουφάν ή στις κωλότσεπες των παντελονιών. Αναφέρομαι στα εκμαυλιστικά και άκρως θεραπευτικά χαρτονομίσματα, επονομαζόμενα και "γιατρούς", από την προσωπογραφία του Γεωργίου Παπανικολάου στη μια όψη και το ολόγλυφο άγαλμα του Ασκληπιού στην άλλη.

Γ. Νανούρης (Μετέωρος), Εφημερίδα των Συντακτών 15/10/2015

Εγώ έχω έναν Κολοκοτρώνη στο πορτοφόλι μου μόνιμα, έτσι για γούρι. Δυστυχώς δεν μου ξέμεινε κανένας γιατρός :( εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός απευθυνόμενος βασικά σε γυναίκες (σπανιότερα σε άντρες) και συντασσόμενος κατά κύριο λόγο με μωρή. Η απροσδιορίστων χαρισμάτων και ιδιοτήτων μπορδόχα είναι πιθανόν να συγγενεύει με άλλες εξ ίσου γοητευτικές κυρίες όπως η φακλάνα, η σακαφιόρα, η τσουράπω και η μπαζόλα.

Ετυμολογικώς η εν λόγω δεσποσύνη κινείται σε αδιαφανείς περιοχές, αν όχι σε μαύρο σκοτάδι. Εν τούτοις, εκείνο το -πορδο- που εμπεριέχεται στην αγνώστου προελεύσεως λέξη μας αφήνει περιθώρια για ελεύθερους ηχομιμητικούς συνειρμούς.

Επειδή μεγάλωσα με 2 ντόμπερμαν, το κατούρημα άμα μείνει και είναι επαναλαμβανόμενο ναι δημιουργεί πρόβλημα. Ο μπορδόχας ο δικός μου κατούραγε σε ενα σημείο για χρόνια που δεν το είχα πάρει χαμπάρι, έξω στην αυλή, είχε ραγίσει το τσιμέντο φαντάσου.

Τι ντιεμ να στειλεις μωρη μπορδοχα που ουτε για ανταλλακτικα δε σε επαιρνα

Τι λες μωρη μαλακω που θα βαλω τοσο σιροπι στα μελομακαρονα. Αι στο διαολο μωρη μπορδοχα σκασε θα μου πεις εμενα

Να αφήσεις το μωρο ήσυχο μωρη μπορδοχα!

μαζεψου μωρη μπουρδοχα

Salta ke gamisou mwri mpordoxa!

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά (δλδ στην εκκλησιαστική αργκό) το ψυχοχάρτι είναι το χαρτί στο οποίο γράφονται τα ονόματα των προς μνημόνευση σε λειτουργία, ζωντανών ή συχωρεμένων. Δεν είχα ιδέα. Νταξ, θα πάω στο δγιάλο.

Πριν πάω όμως, να σας πω ότι ο Φώτης Γιαγκούλας ονόμαζε έτσι το χαρτί που -εν είδει προκήρυξης- άφηνε στα πτώματα των θυμάτων του εξηγώντας τους λόγους του φονικού.

Ο συγγραφέας του β' παραδείγματος μεταχειρίζεται σε συνέντευξή του εδώ πληθυντικό αριθμό, καθώς τεκμηριώνει επαρκώς τη μάλλον γενικευμένη χρήση τέτοιων σημειωμάτων από διάφορους λήσταρχους. Όσον αφορά όμως τη λέξη αυτή καθαυτή, δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη χρήση της και από άλλους επαγγελματίες του είδους. Δεν μπορεί λοιπόν με βεβαιότητα να θεωρηθεί ληστρική αργκό και όχι απλώς προσωπική, Γιαγκούλεια ειρωνεία. Την καταγράφω όμως για τον μακάβριο σαρκασμό του πράγματος και γιατί φαντάζομαι ότι κάπως έτσι ξεκινάει την όποια διαδρομή της μια αργκοτική έκφραση.

Ο γούγλης αποκαλύπτει και πιο σύγχρονες έννοιες της λέξης, όπως τρελόχαρτο και κάτι άλλες που περιγράφονται μόνο περιφραστικά αλλά έλεος ρε πστ, μου βγήκε η ψυχή για να το γράψω το ρημάδι.

Να με μνημονεύσετε στην επόμενη προσευχή σας.

Τι είναι το "ψυχοχάρτι"? Μέ τήν λαϊκή αὐτή ὀνοµασία, ὀνοµάζεται συνήθως ὁ πίνακας τῶν ὀνοµάτων, ζώντων καί τεθνεώτων, τόν ὁποῖο συντάσσουν οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί πρός µνηµόνευσιν, κατά τήν τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας. Σέ ἕνα ἁπλό φύλλο χαρτιοῦ, στό ἀριστερό µέρος γράφονται τά ὀνόµατα τῶν ζ ώ ν τ ω ν, καί στό δεξιό µέρος, τά ὀνόµατα τῶν κ ε κ ο ι µ η µ έ ν ω ν (γι’ αὐτό καί οἱ πίνακες αὐτοί ὀνοµάζονται «Δίπτυχα»).

Εξηγήσεις από τους πλέον αρμόδιους εδώ. Με την ονομασία ονομάζεται ο πίνακας των ονομάτων. Των ονομάτων των ζωντανών και των ονομάτων των πεθαμένων. Γάμησέ τα.

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας και οι σύντροφοί του άφηναν πάνω στο θύμα τους ένα επεξηγηματικό της πράξης τους κείμενο, γραμμένο και σφραγισμένο από τους ίδιους, που το έλεγαν ψυχοχάρτι.

Στη συνέχεια πήρε ένα χαρτί κι έγραψε: "Έτσι πληρώνονται οι προδότες. Καπετάν Γκαντάρας".
[...] "Παλουκώστε το, ορέ! Παλουκώστε το κεφάλι του σ' εκείνο το δίχαλο και κρεμάστε και τούτο το χαρτί μαζί του!".

[...] ο Μπλαντέμης έβαλε μπροστά και το σχέδιο εκδίκησης [...] τον [...] έσφαξε αφήνοντας στο πτώμα του το εξής σημείωμα: "Τόσον αξίζουν οι προδόται μου. Όποιος τολμά ας πάρη τη σφαίρα να έρθη να με συναντήση! Κωνσταντίν Μπλαντέν".

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο.

“Με έστειλε μια φορά στο Τρανόβαλτο για να σκοτώσω δύο, που θεωρούσε ότι τον είχαν προσβάλλει..Πήγα με το βουλωμένο ψυχοχάρτι, τους βρήκα, τους είπα γιατί με έστελνε ο Γιαγκούλας και τους είπα να φύγουν από το χωριό και να κρυφτούν για μήνες…Το έκαναν, τρομοκρατημένοι, εγώ γύρισα πίσω και του είπα, ότι τους σκότωσα.

εδώ

Γιαγκούλας και Τσαμίτας πηδούν μέσα στο σπίτι του Θύμιου. Αφού βάζουν φωτιά, το Θύμιο τον αφήνει ο Γιαγκούλας γιατί κλαίει. Ο Τσαμίτας τον κάνει κομμάτια και γράφει απάνω του:
"Όποιος πειράξει τον Γιαγκούλα αυτά παθαίνει".
Και ενώ φιλεί μάνα και Μαρία αναχωρεί.
Ο Καραγκιόζης καληνυχτεί.

Φινάλε παράστασης του Σωτήρη Σπαθάρη στις 15-7-1926. Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων, εκδ. Νεφέλη 1979.

«Πατέρα μου αντίχριστε και οβριέ πρόεδρε, σου γάμησα το μούναρο από τη θυγατέρα σου. Γαμώ τα εφτά σου κέρατα, εμείς είμασθε είκοσι άντρες ζωντανοί και εσείς καρτερείτε να γίνετε, και όπου να σας κυνηγώ τότε θέλω να είστε, αν δεν χαίρομαι να ζείτε την ημέρα του Χριστού, βαστάτε πουτσαράδες την γενναιότητά σας, σφίξετε τα στουρνάρια σας, τα ντουφέκια σας καλά, να μην ντροπιαστείτε και καρτερείτε μας...Τώρα στον πάτο της γραφής θέλομε να μας φιάσητε τρείς χιλιάδες τάλαρα... και αυτά θέλομεν ημείς, ειμή όπως θέλετε, πολλά γράμματα σφουγγίσετάτε από τον κώλον σας, σφουγγάτε και τούτο, ημείς αυτά θέλομεν, τας τρεις χιλιάδες τάλαρα».

Ψυχοβγαλτική επιστολή του λήσταρχου Καραμανώλη, 1868. Κ. Σιμόπουλος Βασανιστήρια και Εξουσία.

απαλάχθηκε από το στρατό και δεν υπηρέτησε, πέρνοντας ψυχοχάρτι (Ι5).

trelokomio!! psixoxarti.

με την «ταυτότητα», υπογραμμένη και σφραγισμένη από αυτά τα αφεντικά, με το «ψυχοχάρτι» «Πιστοποιητικό παραμονής και εργασίας», όπως προαναφέραμε.

3 febrouariou stal8ike to parousiologio stin deuterobatmia kai xreiastike na perasoun (!!!!) 23 meres mexri na stiloun to rimadi to ψυχοχαρτι ston oaed...!!!!

όσοι δεν υπέγραψαν τα ψυχοχάρτια, κόπηκαν.

Από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάλια ήταν η τρύπα που είχαν στο πίσω μέρος τα παλιά εμπροσθογεμή όπλα και κανόνια, μέσω της οποίας πυροδοτούνταν η γόμωση με κάποιο φιτίλι, αναμμένο καρβουνάκι, δαυλί ή τελοσπάντων ό,τι διάολο βάσταγε ο πυροβολητής.

Στο δεύτερο παράδειγμα η φάλια φαίνεται να σημαίνει το λεπτοτριμμένο μπαρούτι που γέμιζε την τρύπα, λειτουργώντας σαν φιτίλι / καψούλι που προκαλούσε την ανάφλεξη της κύριας γόμωσης. Tα λέει εδώ χαρτί και καλαμάρι για το falya barutu.

Σε αυτό εδώ το κυπριακό σάιτ οι φάλιες (πληθ.) σημαίνουν προβλήματα / μπερδέματα, αλλά και τις τρύπες που ανοίγουν οι νταμαρτζήδες στον βράχο για να χώσουνε το -βάρδαααα!!!!- φουρνέλο.

Ετυμολογικώς βουτήξαμε τη falya απ' τους Τούρκους, που είχαν κατσικώσει απ' τους Ιταλούς τη falla (=ρήγμα σε πλοίο / διαρροή / τρύπα), πάνω στον κακό χαμό σκάσανε κάτι Προβηγκιανοί με τη falha τους και κάτι Παλαιογάλλοι με μιά faille και πήραν φωτιά τα τόπια. Τεσπα, στο τέλος πλακώσανε όλοι μαζί τους Ρωμαίους που με το ρήμα fallere (μεταξύ άλλων παναπεί ξεγλυστράω / κυλάω / διαφεύγω) προκάλεσαν το όλον νταβαντούρι. Πιό πίσω απ' τα λατινικά έχει κάτι ινδοευρωπαϊκά περίεργα, όμως αυτοί οι ινδοτέτοιοι έτσι κι αλλιώς είναι όλοι τους από καιρό εντελώς πεθαμένοι, αλλά και τότε που ζούσανε δεν είχανε κανόνια, οπότε ποιός τους γαμεί κι αυτούς...

Πάω τώρα γιατί αυτά δεν είναι σλανγκ, ντροπής πράματα.

Ήτανε μαζεμένοι καμιά δεκαριά συντρόφοι μέσα στ' αμπρί μου και λέγανε παραμύθια σαν έπεσαν οι πρώτες ασφυξιογόνες με τον ξεχωριστό κούφιον κρότο τους. Στην αρχή τις πήραμε για κοινές οβίδες που βουτούσανε στο βρεγμένο χώμα δίχως να σκάνουν. Μερικοί κιόλας φωνάζανε τη συνηθισμένη κοροϊδία: Ίσκααα! Κατέβασε φάλια μωρέε! Και συνέχιζαν το παραμύθι τους ανέμελοι.

Στρ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω.

Κείνος πάει και ξεκρεμάει ένα παλιοτούφεκο σκουριασμένο, γεμάτο απ' τα ορτυκοπεράσματα, βάζει φάλια κι ένα καψούλι, ανοίγει το παραθύρι και ρίχνει μιά στον αγέρα.

Επίσης μυτιληνιό, του Στρ. Αναστασέλλη, Κερατοζωή.

Ευχήθηκαν καλή αντάμωση στον άλλονε κόσμο και τράβηξαν στα πόστα. Σε κάθε κανόνι τάχθηκαν τρεις ως τέσσερις κανονιέρηδες μ' έναν αρχικανονιέρη. Βάλανε τις μίκες στις φάλιες, ανάψανε το λυχνάρι με το λάδι κ' είχαν έτοιμες τις μακριές μίτζες για να πάρουνε φωτιά απ' αυτό.

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Αυτό είναι για τον πολυάσχολο εφημέριο του σάιτ. Και για την Άϊρον. Τα βαφτίσια τα έκανε ο Κύριος ημών).

Για την κουβέντα που κάναμε στο ΔΠ περί του σχήματος αποσιώπησης του ουσιαστικού και χρήσης μόνο του επιθέτου, δηλαδή για εκφράσεις όπως αδέσποτη σφαίρα, περιποιημένο ουζάκι, καϊμακλής καφές (του Λουντέμη αυτό), αεροπλανικό κόλπο κλπ, δυό πραγματάκια έχω να πω μόνο. Το πρώτο είναι πως βαριέμαι να λινκάρω σε όλες αυτές τις πασίγνωστες εκφράσεις. Το πεντηκοστό όγδοο είναι πως κομματάκι πασπαρτού μου φαίνεται το εργαλείο. Εξηγούμαι:

Στην περίπτωση της επαράτου νόσου ή Δεξιάς, διαλιέχτε, το αρχαιοπρεπές του επιθέτου δίνει έναν σαφώς λόγιο τόνο, είτε πρόκειται για καρκίνο είτε για πολιτική παράταξη, διαλιέχτε.

Από την άλλη, αυτό της παλιομοδίτικης καθομιλουμένης πιάσε δυό καθαρά ποτήρια μάστορα, στις μέρες μας μπορεί να σας βγει ξινό, εφόσον είναι πιθανόν ένας ζοχαδιακός μουστακαλής κάπελας να τα πάρει στο κρανίο με τον τρόπο που διαλέξατε για να του πείτε πως το ρημάδι του, ε, ψιλοζέχνει μωρέ αλλά νταξ. Εκεί ακριβώς αυξάνονται εκθετικά οι πιθανότητες αντί για έξι κουβέρ, τέσσερα τζατζίκια, έξι πατάτες, δύο γεμιστά μπιφτέκια, δύο χόρτα, τέσσερις χωριάτικες, τρεις φέτες, τρία σαγανάκια, δυό κεφτέδες με σάλτσα, δυό κιλά παϊδάκια, μιά μελιτζάνα με φέτα, τρεις φάβες, τέσσερα λουκάνικα (πω ρε πστ, αυτά με το πράσο), έξι γιαούρτι-μέλι-καρύδι, τρία κιλά ροζέ (δικό μας, κύριε), εικοσιέξι πράσινες και μιά κόκα διαίτης να σας έρθει καμιά ξανάστροφη.

Τέλος, για να τεκμηριώσουμε τη σύνδεση του σχήματος με την αργκό, αρκεί να σκεφτούμε πως αν μας συμβεί το σοβαρό, με μιά παχιά ανακτούμε την αυτοδυναμία μας.

Για τον ανένδοτο τα 'χουμε ξαναπεί.

Πάτσμαν δεν πειράζει που έκανες το δουπού χασαποταβέρνα και μου τσίκνισες τα χειμωνιάτικα. Σου τη χαρίζω (αυτή τη φορά). Και μπορείς να με λες χτήνος. Είναι το καλλιτεχνικό μου.

Όποιον πει ότι δεν του αρέσει το λήμμα ή / και ο ορισμός θα τον αρχίσω στις γρήγορες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της αφρόκρεμας του στρατεύματος. Κατά βάσιν ένας λεπτολόγος χειρώναξ με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία.

Περί την ετυμολογία μη με ζορίζετε για θα πέσετε να παίρνετε μέχρι να δείτε τον Χριστό φαντάρο.

Την ώρα που για την πλειονότητα των στρατιωτών η θητεία δεν είναι παρά απίστευτες ώρες μοναξιάς και ανίας, υπάρχουν και σώματα που δεν σε αφήνουν να βαρεθείς ούτε λεπτό.

Ούτε και να ξεκουραστείς φυσικά, καθώς μιλάμε για την ελίτ των ειδικοδυναμιτών της οικουμένης!

δώθε

Στο πλαίσιο του εορτασμού της διάθεσης του League of Legends στη Βραζιλία, ο Ειδικοδυναμίτης Γκάνγκπλανκ κατευθύνει την επίθεση μέσα στην άγρια ζούγκλα, εξοπλισμένος με ένα μοντέρνο πιστόλι, μια ζόρικη χατζάρα και ένα μουράτο μπερέ μάχης.

κείθε

στρατιώτης αντέδρασε όταν ένας ειδικοδυναμίτης τον αποκάλεσε ζώο.

σαπέρα

[...]το κοιμητήριο του ναού[...]τα χρώματα της ελληνικής σημαίας[...]αμέτρητες πορσελάνινες φωτογραφίες με συγκινητικά στιχάκια και κοντά τους τα διακριτικά ενός νεαρού ειδικοδυναμίτη[...]

ολούθε

Got a better definition? Add it!

Published