Υποτιμητική έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των γυναικών που υποτίθεται ότι είναι κατώτερου επιπέδου από άλλες που ανήκουν (τάχα) στην υψηλή κοινωνία. Η χρήση της λέξης γίνεται συνήθως από ανθρώπους με βαθύ μικροαστισμό, που έχουν αυταπάτες αρχοντικής καταγωγής, για να μειώσουν άλλους με χαμηλότερο γι'αυτούς κοινωνικό στάτους. Ο πραγματικός αστός άλλωστε δεν ασχολείται ποτέ μαζί τους, γιατί πολύ απλά δεν τις γνωρίζει,αφού δεν υπάρχουν στην καθημερινότητά του.

Κυριολεκτικά, η λέξη αναφέρεται στα ρούχα που φοράνε αυτές οι γυναίκες, τα λεγόμενα τσόλια, που είναι ένα στάδιο πάνω από τα κουρέλια. Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μανάδες (ή και γιαγιάδες ενίοτε) που ορέγονται ένα λαμπρό μέλλον για το γιόκα τους και νύφη με παράδες και αυτός νταραβερίζεται συνέχεια με κορίτσια χαλαρότερης ηθικής και κιτσάτης εμφάνισης που μπορεί κανείς να συναντήσει αβίαστα πλειάδα τους στην πλατεία Μπουρναζίου ή ακόμα χειρότερα στην πλατεία Δέγλερη! Οι γυναίκες αυτής της συνομοταξίας διακατέχονται συνήθως από ενός είδος καλώς εννοούμενου τσαμπουκά και μιας έντονης προσωπικότητας γενικότερα και σίγουρα δεν είναι δήθεν.

- Πού θα πας σήμερα αγόρι μου;
- Μπουρνάζι.
- Πάλι με την τσολαρία θα συναναστραφείς;
- Άσε μας ρε μάνα.

(από allivegp, 23/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το κρέας (κόκκινο αυστηρά, ποτέ ψάρι ή κοτόπουλο) που είναι συνήθως ψημένο στα κάρβουνα μόνο με το λίπος του. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το «κρέας» που πρέπει να προσθέσει στο σώμα του ένας ελλιποβαρής άνθρωπος για να φτάσει σε κανονικά επίπεδα.

  1. Φέρε λίγο τσιτσί να φάμε ρε μάστορα.

  2. Μάνα στο γιο της:
    -Βάλε λιγο τσιτσί πάνω σου ρε αγοράκι μου. Μισός έχεις μείνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι όρος του πόκερ και υποδηλώνει την ψυχολογική κατάσταση στην οποία έχει εισαχθεί ένας παίκτης εξ' αιτίας προηγούμενου χαμένου πονταρίσματος. Η κατάσταση υποδηλώνει την προσωρινή μανία του παίκτη να ανακτήσει το χαμένο έδαφος άμεσα. Για όσο διάστημα διαρκεί το τιλτάρισμα (ή τιλτ) ο παίκτης δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά την αξία των φύλλων του, αλλά και των αντιπάλων του, επομένως και όλα τα πονταρίσματα που θα κάνει όσο διαρκεί το τιλτάρισμα. Συνήθως το τιλτάρισμα προέρχεται από ένα σωστό και δουλεμένο ποντάρισμα το οποίο πέταξε έξω τον παίκτη σε κάποια προηγούμενη παρτίδα (πχ ο αντίπαλος κυνηγούσε ένα φύλλο στο τελευταίο άνοιγμα και του ήρθε με αποτέλεσμα να εκμηδενιστούν οι πολλές πιθανότητες του παίκτη που χάνει και τιλτάρεται - η λέξη γίνεται ρήμα, μετοχή, απ' όλα γενικά).

Το τιλτάρισμα είναι ο κύριος λόγος για να χάσει ένας επιθετικός παίκτης ή ένας ερασιτέχνης την κάβα του. Όσο πιο έμπειρος είναι ένας παίκτης παίκτης τόσο πιο δύσκολα τιλτάρεται και τόσο πιο εύκολα τιλτάρει τους αντιπάλους του. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται μόνο στο πόκερ, αλλά και σε κανονικές καθημερινές καταστάσεις όπου υπάρχει ένα προσωρινό χάσιμο σε ομάδες ανθρώπων.

" Ο αντίπαλος κυνηγούσε την κέντα στον άσσο με Κ και J, ενώ είχαν ανοίξει κάτω 10 και Q. O παίκτης μας είχε δύο δεκάρια στο χέρι κι ένιωθε άχαστος. Ο άσσος όμως στο τέλος τον έκανε να χάσει ένα καλό ποντάρισμα με αποτέλεσμα να τιλταριστει και να χάσει όλη του την κάβα.

Η Ίντερ με νίκη επί της Μίλαν την προσπερνούσε στη μάχη για την έξοδο στην Ευρώπη. Ενώ το σκορ είναι 2-0 στο 85, η Μίλαν με δύο γκολ (το δεύτερο στο 90+8), καταφέρνει και κλέβει το βαθμό της ισοπαλίας και διατηρεί τη θέση της. Η Ίντερ είναι τιλταρισμένη και κινδυνεύει να τιλταριστεί στους προσεχείς αγώνες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ερώτηση που γίνεται συνέχεια σε αντροπαρέες με παρατεταμένη αγαμία. Όσο πιο πολύς είναι ο καιρός που έχει κάποιος να συνευρεθεί με γυναίκα, τόσο πιο συχνή είναι και η ερώτηση. Αυτό συμβαίνει νομοτελειακά, αφού συνέχεια ρίχνει τα στάνταρ του που τείνουν να φτάσουν στον πάτο. Όσο αυξάνεται η περίοδος της αγαμίας, διαπιστώνει κανείς ότι η ερώτηση μπορεί να αφορά γυναίκες αρκετά μεγάλης ηλικίας.

Από την άλλη, η ερώτηση μπορεί πολύ εύκολα να γίνει και για μία αρκετά γαμήσιμη γυναίκα από κάποιον τέως «άγαμο», που μόλις έσπασε πανηγυρικά τα δεσμά της αγαμίας του. Στην περίπτωση αυτή, η ερώτηση γίνεται για να προκαλέσει την έκπληξη του συνομιλητή του (που μέχρι πρότινος είχε συνηθίσει την ερώτηση για αρκετά ασχημότερες γυναίκες), αλλά και για να υποδηλώσει ταυτόχρονα ότι έγινε απότομο limit-up στα standards του.

Στην πρώτη περίπτωση η ερώτηση μπορεί να λάβει χώρα σε οποιοδήποτε μέρος, όμως εμφανίζει μεγαλύτερη συχνότητα σε παρακμιακά καφενεία, μπιλιαρδάδικα και γενικά σε μέρη που συγκεντρώνονται κυρίως άνδρες και στο περιβάλλον υπάρχουν λίγες (ή και μόνο μία καμιά φορά) γυναίκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση η ερώτηση γίνεται κατά κύριο λόγο σε πολυσύχναστα μέρη που υπάρχουν πολλές γυναίκες.

  1. Πενηντάρα χαμηλοκώλα σε προκλημακτηριακή περίοδο φέρνει τον καφέ σε παρακμιακό καφενείο που δείχνει Α Εθνική. Αφού τον αφήνει και φεύγει ακολουθεί ο εξής διάλογος:
    - Ρε συ, την πήδαγες αυτή;
    - Όχι, αλλά σε κάνα δίμηνο θα αρχίσω να το σκέφτομαι...

  2. Το ίδιο δίδυμο με το προηγούμενο παράδειγμα περιμένει το μετρό, όταν εμφανίζεται δίπλα τους μια δροσερή πιτσιρίκα. Τότε ο ένας εκ των δύο λέει:
    - Την πήδαγες αυτή;
    Με τον άλλον να απαντάει:
    - Γιατί εσύ δεν την πήδαγες; Άσε τώρα τα πούστικα σε μένα. Γάμησες, έτσι δεν είναι;

Δες και πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο συνήθης ίσως αναγραμματισμός λέξης που θα συναντήσει κανείς. Είναι αναγραμματισμός (αδόκιμα ανασυλλαβισμός) της λέξης κότα και έχει μεταφορική έννοια. Αφορά δηλαδή ανθρώπους που μασάνε να πάρουν μια απόφαση ή να να προβούν σε μια ενέργεια.

- [Την έπεσες/w στην [w=gkomena_4119]γκόμενα;
- Όχι ρε φίλε. Έκανα την τακό.
- Σα δε ντρέπεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια στους δρόμους -εξού και το σοκάκι- και παρατάει στο σπίτι τα παιδιά και τον άντρα της.

Αυτό είναι το πάθος της και το κάνει χωρίς να το θέλει, όσο κι αν της βάζει χέρι ο σύζυγος. Δεν παραπέμπει σε ερωτοδουλειές, γιατί συνήθως χρησιμοποιείται με χαριτωμένη διάθεση.

- Που ήσουνα ρε γυναίκα; - Γυρνούσα στα μαγαζιά μαναράκι μου.
- Α ρε γυναίκα, εντελώς σοκακιάρα έχεις γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εργαλείο που χρησιμοποιείται από νταλικέρηδες όταν πάθουν λάστιχο. Ο σχεδιασμός του είναι μοναδικός, η ταχύτητα με την οποία μπορεί κανείς να αλλάξει λάστιχο ασύλληπτη, η ροπή του τερατώδης. Οι νταλικέρηδες το έχουν ερωτευθεί και κατακλύζουν το φουμπού με ερωτικά ποστ και τρυφερότητα για το ρώσο που τους έσωσε για να λάβουν απεριόριστα λάικς και λάβς.
Λέγεται 'ρώσος' γιατί η πατέντα είναι ρώσικη, ενώ συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά της ρώσικης φυλής: κτηνώδη δύναμη ογκώδη άγνοια, τραγικότητα σε συνδυασμό με περιφάνεια, απλότητα, διάρκεια ενώ θυμίζει σε όλους το πως δενότανε τ' ατσάλι...

- Πωωωωω ρε φίλε. Το σαραντατρίο έπαθε λάστιχο κι έμεινα στην εθνική...
- Κάνε στην άκρη, έρχομαι με το ρώσο να σε σώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμέτης λέξης παράταση, που είναι αθλητικός όρος και σημαίνει τη συνέχεια ενός αγώνα που έχει λήξει ισόπαλος και πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να κερδίσει.

Αντίθετα με τη σημασία του ρήματος «παρατώ», στην παράτα οι ομάδες πρέπει να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.

- Ερυθρός Αστέρας 74- ΠΑΟ 74.
- Παράτα! Πάμε γερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (ξεφτίλα + πούστης) που χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο που κάνει κρα λόγω της κραυγαλέας θυληπρεπούς του εμφάνισης που συνδυάζεται με γυναικεία φωνή και γενικότερα γυναικωτούς τρόπους.

Ρε τον ξεφτιλόπουστα! Βαμμένο μάτι και φτερά στην πλάτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φοιτητής σχολής Πολιτικών Μηχανικών.

...φλώροι, φλώροι, ΔΑΠίτες πρωτοπόροι, εδώ είναι μπετατζήδες, δεν είναι Fame Story...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified