Φαγανιάρης είναι αυτός που τρώει πολύ.

Μερικές φορές και ο λαίμαργος.

  1. Τι φαγανιάρης είναι αυτός, έφαγε 2 πιάτα μακαρόνια σερί!

  2. Πωπω τι φαγανιάρης, πάρε και καμιά ανάσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούρτσα = νωρίς το πρωί.

  1. Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.

  2. Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλντάω - καλντίζω = κουράζομαι

Μεταφορικά: παραιτούμαι από κάτι, ψόφιος στην κούραση.

Αόριστος: εκάλντησα.

  1. Ρε τι δουλειά πάτησα, στο τέλος όμως εκάλντησα.

  2. Μη καλντίζουτε ρεεεε, δε μας πήρε η νύχτα ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρούνα στα αρβανίτικα.

Μεταφορικά, η χοντρή γυναίκα.

  1. Κοίτα τη γριά ντόσα, δε μπορεί να κουνηθεί από το βάρος.

  2. Φάγαμε ψητή γουρνοπούλα, μια ντόσα 300 κιλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσοι με βλέπουν νιώθουν φρίκη και αποτροπιασμό.

Από ρήμα φρίττω.

Μεταφορικά, ντροπιάζομαι μπροστά σε όσους είναι παρόντες.

  1. Εχθές μαλώσαμε στον δρόμο και γίναμε έφριγο στο κόσμο.

  2. Άμα δε σταματήσεις να φωνάζεις θα γίνουμε έφριγο στο χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρέξιμο. Πηλαλάω το ρήμα.

  1. - Τους είδε κανείς;
    - Όχι, κάτι παιδιά ήταν που πηλαλάγανε στο δρόμο.

  2. Πηλάλα γρήγορα να τους προλάβεις.

  3. Πηλάλησα για να τον πιάσω αλλά μου γλίστρησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.

Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.

  1. Για κοίτα ενα νταή.

  2. Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω ντρίτσα - κάτσα = δεν ακολουθώ τις οδηγίες, δεν κάθομαι ήσυχα, δεν συμφωνώ ή δεν έχω τη διάθεση να συμφωνήσω σε κάτι.

  1. Αυτός μου κάνει ντρίτσα-κάτσα, πού θα μου πάει, θα τον καταφέρω να συμφωνήσει.

  2. Αυτός δεν κάθεται στα αυγά του, μου κάνει ντριτσα-κάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει λούβα (λέπρα).

Μεταφορικά ο άρρωστος, αυτός που αρρωσταίνει εύκολα. Επίσης για τα ζώα.

  1. Προσέχτε, μη τον φιλάτε γιατί είναι λουβιάρης.

  2. Πάλι άρρωστος είσαι ρε λουβιάρη;

  3. Αυτή η γίδα είναι λουβιάρα, θα την πουλήσω να ησυχάσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι κομμάτια.

  1. Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!

  2. Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!

  3. Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified