Ένας ακόμη νεολογισμός γιά το facebook, λογοπαικτικός και μάλλον απαξιωτικού χαρακτήρος, όπως υπαινίσσεται το δεύτερο συνθετικό του.

Μ' έχει φάει η κόρη μου να μπώ στο φατσιμπούκι. Εγώ όμως βράχος. Προτιμώ να συναγελάζομαι διαδικτυακώς με ανθρώπους «της ημετέρας Κ.Α.Β.Λ.Α.ς μετέχοντας», ήγουν με λεξίκαυλους. Όχι να βγάζω τα σώψυχά μου στον πάσα ένα, έτσι τουρλού και ως έτυχε.

O tempora o mores (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων σφοδράν ερωτικήν επιθυμίαν (κοινώς Κέντρο Άμεσης Βοήθειας Λεκανοπεδίου Αττικής K.A.B.L.A.) δια τας λέξεις και συνεκδοχικώς δια τον λόγον, γραπτόν τε και προφορικόν, ως οι πλείστοι των συμμετεχόντων εν τη ιστοσελίδι ταύτη.

Αμήν.

Μαζευτήκαμε εδώ όλοι οι λεξίκαυλοι και κάνουμε διανοητικές αλλαξοκωλιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πάει με το αυτοκίνητο, ακόμα και για... κατούρημα, ο αυτοκινητοκένταυρος.
Εμπνευσμένο από το τραγούδι «των Κολοκοτρωναίων», όπου: «...καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε...».

Θεωρείται σκόπιμο να προστεθούν μερικές μεταφράσεις του ονόματος, όπως:
πρωκτόλιθος (καθαρεύουσα)
λάπυγος (αρχαία) εκ του λάας (βράχος) και πυγή. Εδώ μπορεί να αναφερθεί και ο όρος «εγχειρίδιον λαπυγικόν» ήτοι σουγιάς κολοκοτρωναίικος
πωποκοτρώνης ( επί το μικροαστικώς σεμνότερον)
rock-ass (αγγλικά) ή εξελληνισμένο ροκάς
rock bottom (αγγλικά)

Γέμισε η παραλία κολοκοτρωναίους. Τσαλαπατήσανε τα κρινάκια της αμμουδιάς με τις ρόδες τους, για να βάλουν τα ρημάδια τους κάτω απ' τ'αρμυρίκια. (Πραγματική εικόνα σε παραλίες προσβάσιμες σε αυτοκίνητα).

Παραθέτω την πλήρη μετάφραση τουτραγουδιού «Να 'τανε το εικοσιένα» που είχα κάνει το 1970, μαθητής της 6ης γυμνασίου. Ήταν η νεανική αντίδραση στον εξαναγκασμό της χούντας να γίνονται όλα τα μαθήματα στην καθαρεύουσα.

Το εικοσιέν

Μοι επανέρχονται εν προς εν έτη δόξης λαμπρά
ας επανήρχετο το εικοσιέν, έστω στιγμιαίως.
Να διατρέχω έφιππος την πλατείαν άλω,
μετά δε του Πρωκτολίθου να έπινον οίνον.

Να μάχομαι καθ' εκάστην εις τας επάλξεις
και το ξίφος μου να ερυθροπυρούται,
κατα τας αστεροέσσας δε νύκτας
να εναγγαλίζομαι οθωμανίδα νεαράν.

Πρώτος όλων να ορχούμαι εις τας ατραπούς του Μωρέως
όπισθέν μου δε οι Μανιάται και οι Ψαριανοί
και ότε τρωθείς γείρω εις τους οπωρώνας
να με ραίνουσιν ία, χείρες και ουρανοί.

Επωδός (Να μάχομαι...κλπ.) [βλ. και σχετικό σχόλιο στο λήμμα μουνγουόκινγκ]

rock bottom prices (μετάφραση : τιμές κολοκοτροναίικες)

Σύγχρονοι γκλετσαναστάτες κολοκοτρωναίοι ξηγιούνται γκλέτσικα στην πρόσφατη παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015 στη Λαμία. Τουκανιστικό φετίχ η επιγραφή "Επανάσταση" στον τοίχο παρακείμενης οικίας. (από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενος τίτλος πρωινής μουσικής εκπομπής της «νέας» ΕΡΤ οψέποτε αύτη ήθελε λειτουργήσει.
Εις τον παιγνιοκατάλογον (βαρβαριστί playlist) να περιλαμβάνονται άσματα εγερτήρια του τύπου: «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους», «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ»,«Ντιμπι-ντιμπι- ντιμπιντάι», «Μεγιεμελέ-μεγιεμελέ» και τα τοιαύτα.
Την παρουσίασιν δε της εκπομπής να αναλάβουν εκ περιτροπής:
- Η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου.
- Η κυρία Ρενα Δούρου.
- Η κυρία Ελένη Αυλωνίτου. Εις περίπτωσιν καθ' ην αδυνατούν αι ως άνω, λόγω ανειλημένων υποχρώσεων, να μεταδίδονται ηχογραφημένα αποσπάσματα τηλεοπτικών διαξιφισμών των, με πολιτικούς αντιπάλους των.
Πιστεύω ότι η εκπομπή θα επιτύχει υψηλότατα ποσοστά ακροαματικότητος, ενώ παραλλήλως θα λύσει και το πρόβλημα της εγκαίρου πρωινής προσελεύσεως εις τους τόπους εργασίας και τα σχολεία. Ταυτοχρόνως, θα επιλύσει και το σοβαρότατον πρόβλημα πολλών γονέων, συζύγων κλπ. διά την πρωινήν έγερσιν των τέκνων, συζύγων και λοιπών «μαχμουρλήδων». Υπάρχει και άλλη εκδοχή, θαλασσινή αυτή τη φορά, που περιγράφεται στο δεύτερο παράδειγμα.

(Απόσπασμα τηλεφωνικής επικοινωνίας του μέλλοντός μας):
- Τι να σου πώ Σούλα μου! Ούτε στα πιό τρελά μου όνειρα! Σώθηκα με τα Μουσικώματα! Τώρα σηκώνονται τα χρυσά μου αμέσως, με την πρώτη τσιρίδα της Ζωής!
- Κι εγώ Νίτσα μου, είχα πάθει φαρυγγίτιδα με το Γιάννη. Τώρα με το που ακούει τη Ρένα, πετάγεται σαν ελατήριο! Αλλά και η Ελένη δεν πάει πίσω. Τι τίμπρο, τι μέταλλο!

Καλοκαίρι, γλυκοχάραμα, μπουνατσα, χαρά θεού. Ψαρεύουμε τσαπαρί στ'ανοιχτά και στη διπλανή βάρκα ο φίλος μου ο Γιώργος με το ράδιο στη διαπασών.
- Χαμήλωσέ το ρε Γιώργη, θα φύγουνε τα ψάρια!
- Τι λες ρε Μήτσο, αυτά μουσικώνονται! Δεν βλέπεις που τα πιάνουμε τώρα πιό ρηχά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλογική ονομασία αναφερομένη στο γνωστό αθλητικογραφικό δίδυμο Καρπετόπουλος-Πανούτσος.

Έχει σαφή πλεονεκτήματα έναντι άλλων, επίσης συλλογικών ονομασιών του ιδίου αθλητικοδημοσιογραφικού ζεύγους, του τύπου Καρπετοπανούτσοι, Πανουτσοκαρπετόπουλοι και τα συναφή, διότι:
- είναι συντομώτερον
- είναι καρποφόρον και (ανα)παραγωγικόν
και τέλος
- είναι πλέον διεισδυτικόν

Διότι ως γνωστόν «τα εις -ουτσος ουσιαστικά είναι ανδρείας σημαντικά π.χ. Ανδρούτσος, Πανούτσος πλην των Γιούτσος και Πούτσος, άτινα σημαίνουν: "έμπαινε!"»
[εκ της γραμματικής Τζαρτζάνου].

- Θυμάσαι πού έπαιζε ο Βουνοτρυπίδης;
- Νομίζω στα Τρίκαλα. Πάρε καλού-κακού το Καρπούτσο να το σιγουρέψεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο σχετικό με το «άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών». Υπαινίσσεται την πνευματική ένδεια του λεγόμενου «καλού κόσμου».

- Θα πας στη δεξίωση της κυρίας Φιλοπούτση; Όπως λέει η πρόσκληση θα παρευρεθούν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.
- Α πα πα! Δεν την ξαναπατάω! Πήγα πέρυσι και βρέθηκα μεταξύ αγραμμάτων και τεκνών! Ήτανε όλες οι «φίλες» της (νεόπλουτες ή λούγκρες) με τα τεκνά τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».

-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):

ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.

Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified