Έτσι ονομάζεται υποβρύχιος ογκόλιθος, που βρίσκεται μόνος του, στο βυθό της θάλασσας. Αν υπάρχει συστάδα ογκολίθων αποκαλούνται κατρακύλια ή βολάδες. Δεν πρέπει να συγχέεται με τις συμπαγείς εξάρσεις του βυθού, υφάλους ή κουφόξερες, αν είναι κάτω από την επιφάνεια και σκοπέλους ή ξέρες αν "ξενερίζουν".

Τα μονόπετρα αποτελούν σημαντικό στοιχείο του θαλάσσιου οικοσυστήματος, γιατί, στις φυσικές κρυψώνες που σχηματίζουν, κρύβονται πολλά θαλάσσια είδη, άλλα για να προφυλαχτούν από τους θηρευτές και άλλα για να αιφνιδιάσουν το υποψήφιο θήραμά τους. Στη φύση, όμως, οι ρόλοι εναλλάσσονται τάχιστα και αυτός που περιμένει να "σερβιριστεί", γίνεται "μεζές".

Η αξία τους είναι πολύ μεγάλη και για τους ψαράδες (όπως κάποια άλλα μονόπετρα για τις γυναίκες), όπου (ιδιαίτερα τις παλιότερες εποχές) έπιαναν μεγάλα ψάρια (ροφούς, στήρες, συναγρίδες).

"Τράβα ανοιχτά από τον κάβο του πουνέντη, ίσα να βλέπεις την άμμο άκρη-άκρη. Άμα δεις τον άι-Νικόλα στην άλλη μεριά, πίσω απ' το κάβο του μαΐστρου, είσαι απάνω στο μονόπετρο. Άμα ρίξεις πετονιά μέτρησέ το και θάναι εικοσιεφτά οργιές. Ψάρεψε με τη ζόγκα σούρουπο και θα με θυμηθείς!"

Βέβαια υπάρχει και το πιο γνωστό στο ευρύ κοινό μονόπετρο ή "μουνόπετρο", ήτοι δαχτυλίδι με μία (αλλά μεγάλη) πολύτιμη πέτρα, που μας προέκυψε, μαζί με τις υπόλοιπες αμερικλανιές (δεξίωση στο κτήμα "Σέκλανα", τούρτα, σαμπάνια, "γαμήσιο" εμβατήριο και του κιτς η μάνα κάθονταν) στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας.

"Τι να σου πώ Μαίρη μου! Ακόμα πληρώνουνε το "γαμοδάνειο"! Ένα σκασμό λεφτά για τα ρούχα, γιά το στολισμό της εκκλησίας, για το κτήμα! Και στους έξι μήνες χώρισαν! Πάλι καλά που τους γύρισε το μονόπετρο η νύφη!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δουλεύω, ασχολούμαι, τραβιέμαι

Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου με "δυτική" προέλευση αυτή τη φορά. Πιθανή προέλευση από το γαλλικό "travailler". Ψάχνοντας εδώ βρήκα και τα εξής : το παλαιό γαλλικό traveillier (“υποφέρω”), το "κοινό" (vulgar) λατινικό tripaliare, από το tripalium. Επίσης το ομόρριζα: καταλανικό treballar, πορτογαλικό trabalhar και ισπανικό trabajar.

Οι δυτικές επιρροές στη ντοπιολαλιά της Κύθνου είναι κυρίως ιταλικές (βενετσιάνικες), πράγμα που φαίνεται να μην ισχύει για τη συγκεκριμένη λέξη, τουλάχιστον από τη μικρή έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο. Αν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες (λέγε με Χαν) ευπρόσδεκτες όπως πάντα.

-Τι έγινες ρε βλάμη* και σε χάσαμε τόσες μέρες; Πού τραβαγιάρεις; -Άστα, χτίζω κάτι βουλιάχτρες** στη Κατωμεριά κι έχω μπλέξει άσκημα. Δε ξεμπερδεύω ούτε σε δέκα μέρες!

*βλάμης: φίλος, λέξη με αρβανίτικη προέλευση.

Οι λέξεις με αρβανίτικη προέλευση είναι σχετικά περιορισμένες, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, όπου, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε μαζική εγκατάσταση "αρβανίτικων" πληθυσμών. Στη νησιωτική χώρα, εκτός των νησιών του Αργοσαρωνικού και την Εύβοια, αρβανίτες υπάρχουν στην Άνδρο, όπου διεκπεραιώθηκαν από τα απέναντι Καβοντορίτικα χωριά. Φυσικά, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία είναι ευπρόσδεκτη.

**βουλιάχτρα: γκρεμισμένος τοίχος από ξερολιθιά, εξ αιτίας κάποιας δυνατής νεροποντής.

Όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου η καλλιέργειες, γινόταν σε αναβαθμίδες ("σκάλες" στην Κύθνο, "τράφους" στη Νάξο, "πεζούλες" σε διάφορα άλλα μέρη), δηλαδή ατέλειωτα χιλιόμετρα τοίχων από ξερολιαθιά, στις πλαγιές των λόφων, που συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα. Η συντήρηση αυτών των τοίχων ήταν απαραίτητη προκειμένου να "υπάρχουν" τα χωράφια. Διαφορετικά το χώμα έφευγε και έμεναν σκέτα βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό του ρήματος ρεφάρω. Συναντάται με δύο έννοιες:

  1. Η επενάκτηση των χαμένων (π.χ. σε τυχερά παιχνίδια).

    Είμαι στην ψιλορέφα. Δέν παίζω άλλο, να μη χάσω και τα σώβρακα.

  2. Οικονομικά ανταλλάγματα, μίζα, λάδωμα.

    Από το τραγούδι κάτω στα λεμονάδικα του Βαγγέλη Παπάζογλου.
    "Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί κι εσύ το ξέρεις
    πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεις."

Επίσης υπάρχει και στα "Παιδιά της Πιάτσας" του Τσιφόρου η έκφραση

"θά'χετε ρέφες"

με την προαναφερόμενη έννοια. (Δυστυχώς έχω δώσει το βιβλίο "δανεικό κι αγύριστο" και δεν μπορώ να δώσω άλλες λεπτομέρειες. Αν τό'χει κάποιος, ας βοηθήσει).

Με βάση την δεύτερη έννοια μπορούμε να κατευθυνθούμε και σε άλλη ετυμολογία, από το τουρκικό refah που σημαίνει ευημερία, αφθονία, ευκολία εδώ. (Το θεωρώ πιθανότερο η "ρέφα" του πρόσφυγα Βαγγέλη Παπάζογλου να προέρχεται από το τουρκικό refah, που είναι και εννοιολογικά εγγύτερο στο συγγεκριμένο στίχο, από το ιταλικό rifare).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φαντασιώνομαι, αναπολώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αναφέρεται σε φαντασιώσεις ερωτικού περιεχομένου, αλλά και σε αναπολήσεις, όχι κατ' ανάγκην ερωτικές.

Δεν έχει καμιά σχέση με τα ομόρριζα ιστορίζω που σημαίνει εικονογραφώ εδώ και εξιστορώ / ανιστορώ. που σημαίνει αφηγούμαι εδώ.

Περιγραφή ξαδέλφου μου, που "έπαιρνε μάτι", πίσω από τις γρίλιες, την απέναντι γειτονοπούλα, που "διάβαζε" με ανοιχτό παράθυρο. Κάπου στα τέλη τις δεκαετίας του '60.

"Εκεί που διάβαζε, που λες, τήνε βλέπω που βάνει το χέρι μπροστά, κάτω από το τραπέζι και αρχίζει να κουνιέται σιγά-σιγά. Ποιος ξέρεις τι ψωλές ιστορίζεται; σκέφτηκα κι εγώ κι έγινα ... άσ' τα."

Κι ένα παράδειγμα με την έννοια του "αναπολώ"

Είναι κι όλας τόσα χρόνια πεθαμένος; Τον ιστορίζομαι, σα νά'τανε χτές, που καθουμάστε παρέα στη πεζούλα και πίναμε ούζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση των εφημερίδων μέχρι τη δεκαετία του '60 για να περιγράψουν πράξεις (ομαδικής κυρίως) βίας, όπως σφαγές, βιασμούς, ξυλοδαρμούς κλπ. (συνήθως από στρατιωτικές ή παραστρατιωτικές δυνάμεις).

Η λέξη ωμότητες είχε επιλεγεί, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου ν'αποδοθεί ο εμφανιζόμενος στις διεθνείς ανταποκρίσεις όρος "atrocities", που σήμερα αποδίδεται με τον όρο "θηριωδίες". Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος προβαίνω, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε παλιότερες εποχές σε εκφράσεις όπως "προέβησαν εις συλλήψεις", "προέβησαν εις πράξεις αντεκδικήσεως" κλπ.

"Αι στρατιωτικαί δυνάμεις των αντιμαχομένων παρατάξεων προέβησαν εις ωμότητας, κατά του αμάχου πληθυσμού. Αρκετοί εξ αυτών συνελήφθησαν, εδάρησαν ανηλεώς και ορισμένοι εσφαγιάσθησαν, ενώ ανεφέρθησαν και βιασμοί γυναικών εις εκτεταμένην κλίμακα."

Κάπως έτσι τα περιέγραφαν οι εφημερίδες την εποχή εκείνη! Τώρα τα βλέπουμε στην τηλεόραση και το YouTube με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια.

Χαρακτηριστικό,για τη χρήση του "προβαίνω" και το παρακάτω περιστατικό, του οποίου υπήρξα αυτόπτης μάρτυς, πριν από αρκετά χρόνια. Σε μπλόκο για υπερβολική ταχύτητα στην εθνική οδό, περιμένουμε τη σειρά μας για τη "λυπητερή", οπότε σκάει μύτη "όργανο" με "υπερβάλλοντα ζήλον" και ρωτάει τον αξιωματικό, με χαρακτηριστική προφορά:

"Κύριε προϊστάμενε, να προυβώ εις αφαίρεσιν πινακίδων;"

Από τη δεκαετία του '60 είναι ο αμίμητος διάλογος του Ζήκου με το αφεντικό του, τον κυρ-Παντελή, στην ταινία Της κακομοίρας:

ΠΑΝΤΕΛΗΣ: Ζήκο σταμάτα, γιατί θα προβώ σε ωμότητες.

ΖΗΚΟΣ: Μπα, και γω σε τι θα προβώ; Σε ψημενότητες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συνεικάζω / σοπορτάρω / νταγιαντώ

Αυτές οι τρεις λέξεις, πέρα από την εννοιολογική εγγύτητα των δύο τελευταίων, φαίνονται να μη σχετίζονται μεταξύ τους. Για μένα όμως, εκτός του ότι ανήκουν στη ντοπιολαλιά της Κύθνου και τις άκουγα από τη γιαγιά μου από μικρό παιδί, απεικονίζουν ανάγλυφα την ιστορία των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, κατά την τελευταία χιλιετία.

Το συνεικάζω σημαίνει σχηματίζω, συνθέτω στο μυαλό μου την εικόνα κάποιου προσώπου, αντικειμένου, γεγονότος κλπ.

Η ετυμολογία προφανής: συν+εικάζω (με την έννοια του εικονίζω και όχι του πιθανολογώ).

«Κάτι μου λέει τ' όνομα, γιοκαράκι μου, μα δεν τονε συνεικάζω». Έτσι μού 'λεγε η γιαγιά, όταν (σπανίως, γιατί μέχρι το τέλος είχε πλήρη διαύγεια) δεν θυμόταν κάποιον.

Το σοπορτάρω σημαίνει αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

Η ετυμολογία από το ιταλικό sopportare , με την ίδια έννοια.

«Το βλέπω έτσι, το βλέπω κι αλλιώς, μα και πάλι δε μπορώ να το σοπορτάρω

Οι τρεις αιώνες (13ος-16ος) «δυτικής» (ενετοί, γενουάτες, καταλανοί κ.ά.) κυριαρχίας στο Αιγαίο άφησαν τα σημάδια τους, μεταξύ άλλων, και στη γλώσσα. Βέβαια στα μικρότερα νησιά, όπως η Κύθνος, υπήρξε σχετικά γρήγορη αφομοίωση του «δυτικού» στοιχείου. Έτσι γύρω στο 1700, όταν o Tournefort επισκέφθηκε το νησί δεν υπήρχε κανένας καθολικός.

Το νταγιαντώ ή νταγιαντίζω έχει την ίδια έννοια με το σοπορτάρω δηλ. αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

H ετυμολογία από το τουρκικό dayanmak, με την ίδια έννοια.

To νταγιαντώ ή νταγιαντίζω είναι ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τραγούδια, παραδοσιακά

«Δε νταγιαντώ δυό πράματα φτώχεια και γεροντάματα»

ή μη

«...Παναγιώτα μου νταγιάντα κι έχει ο Θεός!» από εδώ.

Οι επόμενοι τρεις αιώνες (16ος-19ος) της οθωμανικής κυριαρχίας, άφησαν κι αυτοί τα σημάδια τους στη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι η Κύθνος (όπως τα περισσότερα μικρά νησιά δεν εποικίστηκαν από τους Οθωμανούς, επειδή θεωρήθηκαν ανασφαλή γι' αυτούς, λόγω της πειρατείας. Έτσι στο διάστημα αυτό υπήρξε μια ιδιόμορφη «συγκυριαρχία» των νησιών αυτών: Από τα μέσα της Άνοιξης (όταν έβγαινε ο οθωμανικός στόλος από τα Δαρδανέλια) μέχρι της αρχές του φθινοπώρου (που επέστρεφε) ολόκληρο το Αιγαίο ήταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Τον υπόλοιπο μισό χρόνο αλώνιζαν διάφοροι, δυτικοί κυρίως, κουρσάροι. Μερικοί μάλιστα, ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους, σε διάφορα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (ερειπωμένο σήμερα) τμήμα τις χώρας της Κιμώλου, με τα οικόσημα στις προσόψεις των σπιτιών.

Με βάση τα προηγηθέντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα στα νησιά αυτά ήταν έμμεσες και οφείλονταν στην επικοινωνία που είχαν με άλλες περιοχές της, τότε, αυτοκρατορίας, όπου η παρουσία της τουρκικής ήταν πιο έντονη. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1922, υπήρχε διαρκής επαφή και επικοινωνία των, υπό ελληνική κυριαρχία, νησιών, με αυτά, που παρέμεναν υπό τουρκική και με τα μικρασιατικά παράλια.

Παρ' όλα αυτά όμως, η ελληνική γλώσσα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη, διατηρώντας «λόγιες» μορφές, όπως το «συνεικάζω», ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς γραμματικές γνώσεις (η γιαγιά μου πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σέ όλους "κατά Τσοβόλαν" καλαμάκι. Ετυμολογία (για τυχόν αγνοούντες): "Αυτό που ρ'φαν", ήτοι "αυτό με το οποίο ρουφάν". Προτείνεται η καθιέρωση του όρου πανελλαδικώς, διότι ούτω πέως θα επιλυθεί η μεγίστη διχογνωμία Βορρά-Νότου, σχετικώς με το "καλαμάκι" και επί πλέον θα αποφευχθούν παρεξηγήσεις βήτα ή γάμα τύπου.

Έτσι αν τυχόν βρεθείτε σ' εκείνα τα μέρη και ακούσετε:

"Πιάσ'ένα Γιάννη που ροβουλάει μ' εφτά σκουμάρες και πουρφάν!"

θα ξέρετε ότι πρόκειται για "ένα Johnnie Walker με seven up και καλαμάκι".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι μαζί. Στην κυριολεξία σημαίνει μαζί με τα κούρβουλα, όπου κούρβουλα, οι κορμοί από τα κλήματα, κατ' επέκταση τα κούτσουρα.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ελλ. μεσν. λ. κούρβουλα (λατ. λ. curvus = στραβός).

Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου (συνιστώ ανεπιφύλακτα την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, εδώ, απ' όπου το παράδειγμα),

...τρεχετε να μπειτε στις βαρκες,ανθρωποι, βαλιτσες,κοτες ψαρια περασμενα σε βουρλα που τα κρεμουσανε στα ρελια του καραβιου,αρνια ουλοι μαζι συγκουρβουλοι...

των Φούρνων Ικαρίας εδώ, αλλά και της Χώρας Μεσσηνίας εδώ, όπου το παράδειγμα είναι πιό κοντά στην κυριολεκτική έννοια (όλοι, μαζί με τα κούτσουρα):

Τσίγλα το κούτσουρο με τη μασά αλλά τα μάτια σου τέσσερα μη πεταχτούνε σκατζουλήθρες και καούμε συγκούρβουλοι δω μέσα

Επίσης χρησιμοποιείται και ο όρος ξεκουρβουλώνω, που σημαίνει βγάζω από τη ρίζα, καταστρέφω εκ θεμελίων, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μετά το χαμό του παιδιού δεν είδανε άσπρη μέρα. Τσ'έφαε ο καημός του. Κανένας δε 'πόμεινε. Ξεκουρβουλωθήκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως απαντάται στην έκφραση "μασαρεύω τα πράματα": τακτοποιώ, περιποιούμαι (δηλαδή ποτίζω, αρμέγω, βάζω τροφή όταν χρειάζεται) τα πρόβατα και τα λοιπά ζώα (βούδια, γαδάρους, ζά κλπ). Ετυμολογία από το ιταλικό masseria: αγρόκτημα. Από το masseria προέρχεται και το τοπωνύμιο Μεσσαριά, που συναντάται σε διάφορα μέρη της νησιωτικής χώρας. Από μιά ματιά στο γούγλη βρήκα στη Θήρα, στην Κω, στην Κύθνο και τη Μεσσαρά της Κρήτης. Η εναλλακτική ετυμολογία, "εν μέσω των ορέων" => "μεσαορία" => "μεσαριά", μάλλον αποτελεί πορτοκαλισμό. Τουλάχιστον, όσον αφορά στην Μεσσαριά της Κύθνου, η προτεινόμενη ετυμολογία δίνεται από τον εγκυρότατο μελετητή του νησιού Αντώνιο Βάλληνδα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η εναλλακτική δεν "στέκει" τοπογραφικά: Η Μεσσαριά ή Χώρα της Κύθνου είναι χτισμένη σε χαμηλό οροπέδιο, χωρίς να περιβάλλεται από βουνά.

- Νικολό μωρέ! Τα μασάρεψες τα πράματα;
- Τα μασάρεψα πατέρα. Θες άλλο τίοτα, γιά να παένω;
- Όχι γιέ μου, πάενε στο καλό!

Πέρα όμως από την καθαρά αγροτική χρήση, η λέξη έχει επεκταθεί και στην οικιακή/καθημερινή ζωή με την έννοια του "τακτοποιώ", "καταφέρνω", "βολεύω", κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μωρή Φρόσω, έλα να με βοηθήσεις να μασαρέψουμε το σπίτι. Θά'ρχουνε μουσαφιραίοι*.

μουσαφίρης: φιλοξενούμενος, από το τουρκικό misafir.

- Ηντά'παθε το χέρι σου και τό'χεις δεμένο;
- Μού΄φυε το σφυρί, 'κειδά που κάρφωνα μια πρόκα, και το μασάρεψα!

Επίσης το παρακάτω δίστιχο από παροδοσιακό τραγούδι της τάβλας, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.

"Στην πόρτα σου ξενύχτησα με δυό σπαθιά ζωσμένος
και πήα να μασαρευτώ και σφάηκα ο καημένος"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ιδού μερικά αποφθέγματα σχετιζόμενα με το μήνα Μάιο. Τυχόν συνεισφορές, σχόλια, ή διορθώσεις, ευπρόσδεκτα.

"Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα". Λέγεται για κάτι που γίνεται καθηστερημένα και πολλές φορές κανει κακό, αντί να καλυτερέψει τα πράγματα, όπως οι βροχές του Μάη κάνουν κακό σε καλλιεργειες, όπως τα σιτηρά.

Τι να μου κάνει το σπίτι της γιαγιάς τώρα που το κληρονόμησα ; Δεν πουλιέται, δεν νοικιάζεται και πρέπει να πληρώσω και το φόρο κληρονομιάς. Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα!

"Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει". Παραπλήσιο με το προηγούμενο, υποδηλώνει κακοτυχίες που πέφτουν μαζεμένες.

Δε φτάνει πού'χαμε τα χάλια μας οικονομικά, ήρθε κι η αρρώστια του Τάκη και τα συμπλήρωσε. Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει!

Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε. Ναυτική έκφραση, που υποδηλώνει την αστάθεια του καιρού το Μάη, με τα ξαφνικά μπουρίνια που "πετάει".

Το νου σου! Μην ξεθαρεύεις, πού φτιαξ' ο καιρός και μην ξανοίγεσαι με το καρυδότσουφλο. Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε!

Αφού σας "έφτιαξε" η διάθεση ας περάσουμε σε πιό ευχάριστα:

Νά'μουν το Μάη γάδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και γάτης το Γενάρη. Ο ακόρεστος πόθος των σερνικών "παλαιάς κοπής", που ποτέ δεν "το" χόρταιναν και ήταν πάντα "επί σκοπόν" και όχι με το "όπλο παρά πόδα", όπως είμαστε σήμερα.


Κλείνω με μερικά στιχάκια από το "Μάη", που αποτελεί ένα είδος "εθνικού ύμνου" για τους Θερμιώτες, όπως αποκαλούμαστε, όλοι όσοι έτυχε να γεννηθούμε σ' αυτόν τον αιγαιοπελαγίτικο βράχο (από τα "Θερμιά", μεσαιωνική ονομασία του νησιου, λόγω των θερμών, ιαματικών πηγών του).

Στα στιχάκια αυτά περιγράφεται η σκληρή αγροτική ζωή κατά το θερισμό (μέχρι τη δεκαετία του '60, έσπερναν κριθάρι σε ολόκληρο σχεδόν το νησί, στις αναβαθμίδες ή "σκάλες" στη ντοπιολαλιά, φτιαγμένες με ξερολιθιά για να συγκρατούν το λιγοστό και άγονο χώμα),αλλά και η εποχιακή μετανάστευση των νέων για να δουλέψουν στα "καμίνια", τα κεραμοποιεία της Αθήνας, που τότε λειτουργούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Το ερωτικό στοιχείο όμως είναι διάχυτο.

Ο ΜΑΗΣ

Ήρχεν ο Μάης μάτια μου, ήρχε το καλοκαίρι
ήρχε ο καιρός πουλάκι μου για να γινούμε ταίρι.
Μάη μου με τα λουλούδια και με τα γλυκά τραγούδια.
Άλλο δεν εβαρέθηκα μόν' το βαρύ δρεπάνι
μέσα στη σκάλα τη φαρδιά με το κοντό κριθάρι.
Κρίθινο ψωμί και λίγο κι όλη μέρα μεσ' στον ήλιο.
Ανοίξαν τα σπαρθόπουλα*, φεύγουν τα θερμιωτόπουλα.

* σπαρθόπουλα: τα σπάρτα με τα χαρακτηριστικά κίτρινα λουλούδια που ανθίζουν το Μάη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified