1. Koelreuteria paniculata & Κοelreuteria apiculata. Μικρού έως μεσαίου μεγέθους δέντρο που απαντάται σε αρκετά μέρη του κόσμου. Λόγω της oμοιότητάς του όταν ανθοφορεί με εκείνη της χρυσής βροχής πήρε την ονομασία «golden rain tree».

  2. Από την αγγλική «golden rain» ή εναλλακτικά «χρυσό ντουζ»(golden shower) από το χρυσαφί χρώμα προφανώς που έχουν τα ούρα. Πρόκειται για παραφιλία. Στην ψυχολογία και σεξολογία, παραφιλία είναι η σεξουαλική διέγερση που προκαλείται από ενέργειες ή καταστάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τον συνηθισμένο τρόπο σεξουαλικής συνεύρεσης. Κατά την Wikipedia υπάρχουν κλινικά 8 μεγάλες μορφές παραφιλικής συμπεριφοράς: Ι. Επιδειξιομανία ΙΙ. Φετιχισμός ΙΙΙ. Εφαψιμανία ΙV. Παιδοφιλία/Παιδεραστία V. Σαδισμός VI. Μαζοχισμός VII. Παρενδυσία VIII. Ηδονοβλεψία.

Έχουν καταγραφεί επίσης περισσότερες από 100 περιπτώσεις που δεν προσδιορίζονται αλλού, μεταξύ αυτών και η Ουρολαγνεία αγγλιστί «pissing» στην οποία ανήκει η «χρυσή βροχή» (golden rain) η διέγερση δηλαδή με τη θέα, οσμή ή κατάποση ούρων. Ιδιαίτερη μνεία στην ουρολαγνεία γίνεται σε γράμματα και βιβλία του Μαρκησίου ντε Σαντ.

Στις 4 Οκτωβρίου του 1779 γράφει χαρακτηριστικά προς τον υπηρέτη του Martin Quiros(La Jeunesse):

« [...] It is true that I act like a bulldog, and when I see all that pack of curs and bitches yelping around me, I just lift a leg and I piss on their noses... »

Στο βιβλίο του «120 ημέρες στα Σόδομα» γράφει:

« [...] by God yes, you'll piss in my presence and, what's worse, you'll piss upon me [...] off you go my little one piss cried he, flood my prick with that enchanting liquid whose hot outpouring exerts such a sway over my senses. Piss, my heart, care not but to piss [...] »

  1. - Κοίτα κάτι πορνίδια που κάθονται απέναντι μας. Τατουάζ απ' το μπούτι μέχρι την πλάτη και βαμμένες κάργα. Να τις γαμάς και να τις χύνεις ασταμάτητα. - Να τις γαμάς, να τις χύνεις και να τους κάνεις και golden rain στη μάπα! Τέτοια καριολοπούτανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή στο ακόμα πιο ακραίο και επαρχιώτικο «Μπαλλαντίνες». Μιλάμε για το Σκωτσέζικο ουϊσκι Ballantine's. Λέξη με άρωμα 80's-90's που άνθισε στην Μεταπολιτευτική Μαδαγασκάρη (Ελλάδα) με την ανατολή του Πράσινου Ήλιου και την έλευση των μεγάλων σούπερ μάρκετ. Όταν ο διορισμένος στο δημόσιο Ελληνάρας των 90's ήθελε να πουλήσει μούρη για την ψαγμενιά του, τις γνώσεις του στα spirits και κύρος στον επίσης διορισμένο στο δημόσιο (αλλά κατώτερο σε ψαγμενιά και κύρος κατ'εκείνον) φίλο του.

Χρησιμοποιήθηκε όμως και σε μεγάλο βαθμό και από τους Αλβανούς μετανάστες κατά το άνοιγμα των συνόρων πάλι στα early 90's σε ελληνικά καφενεία, κωλόμπαρα κτλ.

Το Ballantine's τότε και σήμερα, ήταν και είναι από τα διασημότερα, αλλά και πιο εμπορικά ουϊσκι στον κόσμο. Αυτό αποτελεί από μόνο του μειονέκτημα για κάποιον πραγματικά ψαγμένο στον κόσμο των spirits και των bourbons/whiskeys. Αν και η γκάμα σήμερα της Ballantine's εμπλουτίστηκε με περισσότερα από 20 μπουκάλια / ετικέττες, πίσω στα 80's και 90's τα εισαγόμενα στα Ελληνικά σούπερ μάρκετ και την μέση κάβα μπουκάλια ήταν 1-3 (τo Finest, το Limited και το 12άρι), τα πολύ απλά κι εμπορικά δηλάδη χαμηλότερης ποιότητας της εταιρείας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Wikipedia:

«The world's second highest selling Scotch, it has historically been strong in Southern Europe, where it was among the first Scotches to gain a foothold in the market. It is not commonly found in the United Kingdom.»

Γεγονός που ενισχύει ότι στην Νότια Ευρώπη και Ελλάδα οι εν λόγω φιγουρατζήδες Ελληναράδες έπιναν από τότε κάτι που ήταν μαζικής παραγωγής και φτηνιάρικο σχετικά σαν ουϊσκι, θεωρώντας λόγω της ημιμάθειάς τους και του ενθουσιασμού τους πάνω στον τότε νεοπλουτισμό ή νεοδιορισμό τους, ότι έπιναν κάτι εξαιρετικό κι ότι όταν έλεγαν στον καφενέ της γειτονιάς «ένα Μπαλαντάϊνζ» οι υπόλοιποι τους θεωρούσαν γιάπηδες / επιτυχημένους / καπεταναίους / κοσμογυρισμένους / εμπειριάκηδες κτλ.

Σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν σαν έκφραση στις μεγαλουπόλεις μιας και περισσότεροι μιλούν και γράφουν Αγγλικά. Απαντάται όμως ακόμα σε καφενέδες και κωλόμπαρα Γ' & Δ' Εθνικής σε σκληροπυρηνικά ακριτικά χωριά της Ελληνικής επαρχίας.

- Τί θα πιειτε;
- Κάτι αντρικό. Ένα Μπαλαντάινζ.
- Με πάγο ή χωρίς;
- Χωρίς πάγο, οι γνώστες του ουϊσκι δεν βάζουν ποτέ πάγο!

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επικρατεί μια πολυφωνία απόψεων για τις ρίζες της λέξης. Ίσως κατά μια εκδοχή είναι σύνθετη λέξη από τις αγγλικές fuck(γαμάω) & lane(σοκάκι). Μας την άφησαν παρακαταθήκη μετά την κατοχή τα Αγγλικά στρατεύματα. Η καλντεριμιτζού. Κατά μία άλλη άποψη η λέξη φακλάνα υπήρχε στην Ελληνική γλώσσα μιας και η λέξη αναφέρεται και πριν το 1900 και χαρακτηριστικά σε ποίημα του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή, το «Τραμπουκολόγιον»:

« [...]μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια![...] »

Λέγεται δε ότι η λέξη είναι τόσο παλιά που μάλιστα προϋπήρχε στην Ελληνική γλώσσα από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

  1. Η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις μέρες μας (η οποία διαφέρει κατά πολύ). Κατέληξε να σημαίνει την χοντροκώλα, την έχουσα πληθωρικό κώλον γυναίκα και έντονες καμπύλες. Το νταρντανοchubby ή/και BBW. Ενίοτε και το μπάζο.

  2. Με την κατάληξη -ς,(Φακλάνας, ο), αρσενικό. Για άντρες χοντρούς και ίσως και θηλυπρεπείς (χοντροί λούγκρες, τσάτσοι σε μπουρδέλα βαρέων βαρών κ.α.).

1 & 2. - Ωραίο πρόσωπο το Λιζάκι έτσι; - Ωραίο πολύ αλλά και το Λιζάκι πολύ φακλάνα ρε παιδί μου.

  1. - Τί μας είπε ρε; Να φύγουμε και να ξαναγυρίσουμε σε κανά μισάωρο ο τσάτσος γιατί η ταναπού δεν είναι έτοιμη; - Ρε γάμησέ τον τον φακλάνα. Πάμε απέναντι.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φιδιάζω, εξασκώ την τεχνική του φιδιάσματος/φίδινγκ, κοινώς λουφάρω. Συναντάται σε κληρωτούς που υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό (σε όλα τα σώματα / όπλα και ανεξαρτήτως παλαιότητας). Είναι φυσικά απαραίτητη η δημιουργία μιας ζεστής ή άνετης το καλοκαίρι φωλίτσας (sleeping bag, μικροανεμιστήρες, σκεπασμένα πλαϊνά του κρεββατιού με χιτώνια για κάλυψη / απόκρυψη του φιδιάζοντος στρατιώτη κτλ.). Το ωσάν του φιδιού κουλούριασμα επέρχεται κυρίως μετά το μεσημεριανό ή βραδυνό συσσίτιο.

  2. Μεταφορικά: «τρώω το κουλούρι» μου, κοινώς το «0», το «Χ» που τσίμπησε ένα λήμμα μου και είχε σαν αποτέλεσμα να «κουλουριαστώ», όντας ανήμπορος να αντιδράσω και, χωρίς πολλά πολλά, να αράξω μετά το τσίμπημα / κέρασμα του κουλουριού από μπαγαποντοδότη / κατωποντοδότη κτλ. στην φωλίτσα μου.

  1. - Πωπω βαρεμάρα σήμερα, έχουν κατέβει οι περισσότεροι για σκηνάκια κι εμείς εδώ πάνω αγγαρεία μαγειρεία. - Φίλε, πλένε γρήγορα γιατί θέλω να πάω να κουλουριαστώ στη φωλίτσα μου.

  2. (Τί παράδειγμα να δώσει κάποιος; Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες...).

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν γίνει ο ακριβής ορισμός της λέξης «λιγδοτάγαρο» σκόπιμο κρίνεται να αναλυθεί η κάθε χρήση κυριολεκτική ή μεταφορική της λέξης «ταγάρι».

  1. Σύνθετη λέξη από τις λέξεις λίγδα & ταγάρι. Το ταγάριον (ο τορβάς) εκ της Τουρκικής torba είναι σακίδιο υφασμάτινο, συνήθως παρδαλό (αλλά και διακριτικό μονόχρωμο μαύρο για πιο goth και underground γούστα) φοριέται στον ώμο εναλλακτικά σαν τσάντα αλλά συνήθως από γυναίκες hippie και κνίτικης κουλτούρας (βλ. [ταγάρω], [ταγάρι] κατά ironick για λεπτομερέστερη περιγραφή των εξωτερικών της χαρακτηριστικών).

  2. Ταΐστρα που χρησιμοποιούσαν παλιοί και σκληροπυρηνικοί ερασιτέχνες κτηνοτρόφοι που επέμεναν στον παλιό καλό παραδοσιακό (και φτηνιάρικο) τρόπο ταΐσματος των πτηνών τους συνήθως κτλ. Ουσιαστικά συνηθίζονταν πολλές φορές να λένε «ταγάρι» τον πάνινο σάκο/τσουβάλι της τροφής που κρέμαγαν σε μια αλυσίδα στα κοτέτσια για να τρώνε οι κότες από μια οπή ή μια πλαστική/inox ταΐστρα που προσαρμόζονταν στην άκρη του ταγαριού (σάκου/τσουβαλιού). Έχει εκλείψει στις μέρες μας και έχει αντικατασταθεί από σύγχρονες ξύλινες, πλαστικές και inox ταΐστρες.

  3. Λόγω του ιδιαίτερου χρωματικού τόνου της λέξης αποδίδεται πολλές φορές από έναν επαρχιώτη (αλλά όχι απαραίτητα) προς έναν άλλον επαρχιώτη για να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του άξεστου, του αγενή, ή του αργόστροφου κτλ.

Λιγδοτάγαρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η πιο βρώμικη εκδοχή των περιπτώσεων 2 & 3. Αλλά περισσότερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην περίπτωση 1. Όμως επειδή θα μπορούσε να αποδοθεί και στο υποκείμενο αλλά και στο αντικείμενο θα χωριστεί η ανάλυση σε δύο σκέλη.

α) Αυτή του ταγαριού της κνίτισας/χίπισσας γκόμενας δηλαδή. Συνήθως οι καθημερινότητα αυτής της τύπισσας αλλά και το νοικοκυριό της είναι ανύπαρκτο(ακόμη κι αν βρίσκεται σε μιλφόνιο ή ματσούριο στάδιο μιας και το έχει αναλάβει η μητέρα της). Το ταγάρι που φέρει στον ώμο της για την μεταφορά των απαραίτητων(τσιγάρα, χασίς, προφυλακτικά, make up κτλ.) αν είχε φωνή θα ζητούσε να μπει στο πλυντήριο μιας και η τύπισσα αυτή βαριέται ακόμα κι από τον ώμο της να το βγάλει και να το δώσει με τα υπόλοιπα βουνά απλύτων που έχουν μαζευτεί στο δωμάτιό της για να το πλύνει η μητέρα της(μιλάμε για άχρηστη μέχρι το τελευταίο κύτταρο). Το αποτέλεσμα είναι να έχει γίνει από την λίγδα και την μάκα αδιάβροχο και τελικώς λιγδοτάγαρο.

β) Αυτή της παρομοίωσης του λιγδοτάγαρου με την χίπισσα/κνίτισα γκόμενα μιας και τα underground στέκια και παρέες με τις οποίες συχνάζει είναι πέρα για πέρα άγνωστα με τους κανόνες υγιεινής. Συνήθως για κολλητούς ή γαμιάδες επιλέγει αναρχοάπλυτους που έχουν να κάνουν μπάνιο και να ξυριστούν από την εποχή του Νώε, πάσχοντες από οξεία μασχαλίτιδα και με κοινά ενδιαφέροντα τα πολιτικά ή/και την κατανάλωση χασίς. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της τύπισσας σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη καθαριότητας πάνω της, στον χώρο της ή στα άτομα που συναναστρέφεται της χαρίζουν bonus μάκας/λίγδας και την πιο hardcore εκδοχή του ταγαριού, εκείνη του λιγδοτάγαρου.

- Πωπω ρε φίλε αυτές οι γκόμενες στα Εξάρχεια με τα ταγάρια και τα πολύ μεγάλα περίεργα τσιγάρα είναι το χειρότερό μου. Τι ταγάρι ήταν αυτό που μας κοίταζε με την παρέα του ρε...
- Τι ταγάρι ρε, λιγδοτάγαρο να πούμε.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. 'Η αλλιώς κιτρικό οξύ. Είναι μια φυσική χημική ουσία που περιέχεται σε υψηλή ποσότητα στα λεμόνια και άλλα εσπεριδοειδή και σε μικρότερη περιεκτικότητα σε άλλα φρούτα (φράουλες, ανανά κ.α). Χρησιμεύει σαν φυσικό συντηρητικό/πηκτικό και σαν ρυθμιστής οξύτητας σε κονσέρβες, μαρμελάδες κ.α. Χρησιμοποιείται σε μικρή ποσότητα αντί του λεμονιού.

  2. Στον μαγικό μικρόκοσμο των πρεζάκηδων χρησιμοποιείται για το τελετουργικό του «βαρέματος», το λεγόμενο «βράσιμο» ή προπαρασκευή, την διαδικασία δηλαδή που μετατρέπεται το «βραχάκι» (η πρέζα, η ηρωϊνη) σε υγρό για να γίνει ενέσιμη. Γίνεται σε κουταλάκι με νερό και λίγο ξινό πάνω από καμινέτο ή/και αναπτήρα αν πρόκειται για hardcore πρεζάκι που βιάζεται τόσο να τρυπηθεί και το καμινέτο φαντάζει εκείνη την στιγμή περιττή πολυτέλεια.

  3. Σαν μέρος της έκφρασης «Μου/σου/του/της αρέσουν τα ξινά», αναφέρεται κυρίως σε ερωτικές καταστάσεις που «τσούζουν» σαν το ξινό, αλλά ταυτόχρονα αρέσουν συνάμα (σεξ από γκώλον, μικροοργιάκια, kinky καταστάσεις κ.α.). Μπορεί να ειπωθεί για όλους, γυναίκες, γκέι, κωλομπαράδες κτλ.

  1. - Βάζε στην μαρμελάδα πάντα μετά το βράσιμό της λεμόνι ή ξινό για να μην κρυσταλλώνει.

  2. - Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Ξέχασες το ξινό; Πώς θα βαρέσουμε ρε τώρα; Πάμε στο μανάβη να πάρουμε κανά λεμόνι έτσι όπως τα'κανες!

  3. - Ωραίο μωρό η Γιώτα έτσι; Δεν λέει πολλά από φάτσα αλλά έχω μάθει από γνωστό μου που την πήρε ότι είναι πολύ χαλαρή κατάσταση και της αρέσουν τα ξινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.

Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).

Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.

- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!

(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της platinum πλέον έκφρασης «σκίσε με ν'αλλάξω ράφτη» των 80's/late 90's. Όπως πολύ σωστά είχει επισημανθεί στον κλασσικό ορισμό(κατά τον acg) η απέλπιδα προσπάθεια εξήγησης της ανεξήγητης διαστροφής αυτού του λαού κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το μέγεθος του σκισίματος παρομοιάζονταν αστοχία υφάσματος ή κακοτεχνία του ράψαντος με αποτέλεσμα την ανάγκη αλλαγής ράφτη από τον ατυχή ιδιοκτήτη του ρούχου. Ο/η εκφέρων/εκφέρουσα έδειχνε να χαίρεται και να αποζητά μάλλον το σκίσιμο κτλ. κτλ. κτλ.

Μερικές δεκαετίες μετά, η διαστροφή αυτού του λαού δεν έχει αλλάξει αλλά έχουν αλλάξει οι ρυθμοί ζωής και το lifestyle(προς το ακόμα πιο ανεξήγητο και διεστραμμένο) και ο διαθέσιμος χρόνος του σύγχρονου Ευρωπαίου πλέον Νεοέλληνα. Εν πάσει περιπτώση ειρήσθω εν παρόδω, σήμερα οι ράφτες έχουν χάσει επαγγελματικά την παλιά τους λάμψη και έχουν απωλέσει τις παλίες ένδοξες 80's μέρες τους. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα μεγάλα πολυκαταστήματα με ετοιματζίδικα ρούχα αλλά και το δυσβάσταχτο πλέον για τον μέσο Ευρωπαίο Νεοέλληνα κόστος ραφής ενός κουστουμιού/φορέματος κτλ.

Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής του Ευρωπαίου Νεοέλληνα, τα εξαντλητικά και πολλές φορές βάρβαρα ωράρια εργασίας που χτυπάει για τον άρτον τον επιούσιον, τα λούσα της συζύγου/γκόμενας κτλ. τον έχουν αναγκάσει αυτόν τον λίγο ελεύθερο χρόνο που διαθέτει(και εκεί έγκειται ο ουσιώδης λόγος ακριβώς, στο ότι είναι περιορισμένος ο ελεύθερος του χρόνος) να θέλει να τον διαθέτει σε πολύ πιο ενδιαφέρουσες ή/και extreme δραστηριότητες.

Το rafting(ράφτινγκ) είναι μία από εκείνες που παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό στην χώρα μας μεγάλη άνθιση και απήχηση στο Νεοελληνικό κοινό. Το Ράφτινγκ είναι ομαδικό σπορ κατάβασης ποταμού με φουσκωτή βάρκα. Εν έτει 2014 ο/η εκφέρων/εκφέρουσα δεν έχει καμμία διάθεση να του/της χαλάσει κάποιο ένδυμα πάνω στο σκίσιμο(στο δυνατό γαμήσι δηλαδή) και να πάει στον ράφτη. Άλλη εποχή, άλλες οι απαιτήσεις και τα ενδιαφέροντα του κόσμου. Αντ'αυτού θα προτιμήσει να φάει το σκίσιμο(το γαμήσι του/της δηλαδή) και να πάει για ράφτινγκ στον Βοϊδομάτη να πάρει και τον καθαρό αέρα του/της μακρυά από το άγχος της πόλης και να διατηρήσει και σε φόρμα το κορμί.
Κλείνοντας να τονισθεί ιδιαιτέρως ότι καμμία αλλαγή δεν επήλθε μετά από μερικές δεκαετίες στην αποζήτηση του σκισίματος(του δυνατού γαμησιού) σε αυτόν τον γαμημένα ανεξήγητο και ανεξήγητα γαμημένο λαό...

- Κοίτα μωρή τί άντρας περνάει, να σε σκίσει αυτός να πας για ράφτινγκ στον Λάδωνα!

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κόπανος για την σύνθλιψη, κονιοποίηση, πολτοποίηση και ανακάτεμα στερεών και λιπαρών ουσιών/συστατικών στου γουδί. Μπορεί να είναι ξύλινο, ορειχάλκινο, inox, πλαστικό, μαρμάρινο ή απο ηφαιστειακή πέτρα. Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις «Ίγδιον»(γουδί) & «χείρ»(χέρι). Χρησιμοποιείται ακόμα μιας και υπάρχουν παρασκευές που απαιτούν λεπτότερους χειρισμούς από εκείνους ενός αυτόματου πολυκόπτη/multi(σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα, γουακαμόλε, σύνθλιψη υλικών για κοκτέιλ τύπου Mojito, Caipirinha κτλ.).

  2. Παρομοίωση για το μεγάλο, χοντρό και σκληρό σαν το γουδοχέρι πέος. Το ουσιαστικό «γουδοχέρι» ακολουθεί συχνά επιφώνημα θαυμασμού (ωωω, α, πωωω κ.α.) καθώς και την αντωνυμία «τί»(γουδοχέρι είναι αυτό;). Ειπώθηκε σαν ατάκα και στην Cult ερωτική ταινία του Νικ Τζάκσον «Ποιός θα πηδήξει την γοργόνα;»(1984). Παρατίθεται και σχετικό οπτικοακουστικό υλικό της εν λόγω σκηνής.

  1. - Με το multi το έφτιαξες αυτό το τέλειο γουακαμόλε; - Ποιό multi ρε μεγάλε, με το γουδοχέρι του Jamie Oliver, lάλλη φάση!

  2. - Πωπωπω μια ψωλάρα, τί'ν αυτό; Σαν γουδοχέρι είναι! (η ατάκα από την ταινία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified