- Είσαι;
- Είμαι.

Από τις πιο σύντομες στιχομυθίες που απαντά κανείς στον προφορικό λόγο. Είναι συντόμευση της ερωταπάντησης - είσαι μέσα; - είμαι μέσα, δηλαδή μετέχω σε μια δραστηριότητα, συμφωνώ και γουστάρω να περιληφθώ κι εγώ.

Μαγκίτικη, κούλικη, αεράτη και ακομπλεξάριστη, ενίοτε επιτακτική στον καιρό της, γιατί τώρα και έχει εκπέσει και έχει χάσει αυτόν τον αέρα άνεσης που είχε κάποτε και είναι συναισθηματικά αποφορτισμένη από τη σημασιολογική ανορθοδοξία της, όπως κάτι αντίστοιχο έχει πάθει η λέξη μαλάκας, που πια είναι νίλα του προφορικού λόγου και υπάρχει εκεί για να γεμίζει τα κενά της έκφρασης όταν δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε και έχουμε στερέψει από προσφωνήσεις ή περιγραφές καταστάσεων (τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πας καλά, είσαι με τα σωστά σου;», τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πώς πας, είσαι καλά;», έμεινα μαλάκας = «έμεινα άγαλμα, παγωτό, μού 'ρθε πλάγιο, έμεινα ενεός»). Έτσι και το είσαι; είμαι αντικαθιστά το ρήμα της προηγούμενης πρότασης του ομιλητή. Πλέον η έκφραση που το έχει αντικαταστήσει σχεδόν είναι η ψήνεσαι;.

- Πάει ο αδερφός μου στο γήπεδο για εισιτήρια του αγώνα την Κυριακή. Θα του πω να πάρει και για μας. Είσαι;
- Είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή προστασίας που ακουγόταν κυρίως από γυναίκες της οικογένειας (μάνα, γιαγιάδες, θείες) προς τα όμορφα βλαστάρια της, για να αποφεύγουν τα κοπέλλια το κακό μάτι. Σημαίνει 'να είσαι αλώβητος από το κακό μάτι'- ενν. το μάτι το αχόρταγο και το άπληστο, αυτό που ματιάζει. Συνώνυμη έκφραση με την 'φτου(σου) ! να μη σε ματιάσω'της κοινής νεοελληνικής. Η κυριολεκτική φτυσιά του ανθρώπου πάνω στο πρόσωπό του είναι γελοία, τον ασχημαίνει και κάνει την ενέργεια της βασκανίας να μην πιάνει εκεί, αφού πια δεν έχει στόχο να λαβώσει.

Η φράση είναι ελλειπτική, καθώς ο πληθυντικός 'αλάβωτα' αναφέρεται σε ό, τι δικό του έχει, κυρίως από το σαρκίο του και ιδίως προίκα καλλονής, δηλαδή σε οτιδήποτε όμορφο χαρακτηριστικό έχει που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους άρα και να είναι ζηλευτός, με αποτέλεσμα το ζηλόφθονο, το φθονερό ή απλώς το αχόρταγο μάτι του αντίστοιχου ανθρώπου, να ανιχνεύει αυτήν την καλοφτιαγμένη ιδιαιτερότητα και να εκπέμπει προς εκείνη την κατεύθυνση την ενέργεια της έλλειψης αυτής της ομορφιάς που απουσιάζει ως ποιότητα από την πλευρά του πομπού της αρνητικής ενέργειας (του κακού ματιού). Αλάβωτά σου, αλάβωτα όλα τα όμορφα και τα ξεχωριστά σου.


- Είδες τηνε την Ελενιώ μια γ-κοπελλιά απού γίνηκε... Λεβέντισσα!
- Ναι, λεβέντισσα, αλάβωτά τζη...
- Θειες, είντα γίνεστε, καλά' στε;
- Καλά' μαστε, χαρώ σε κοπελλιά μας, αλάβωτά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published

1.Pas question! Ούτε συζήτηση! Ούτε (να τολμήσεις) να το διανοηθείς. Αποθάρρυνση που λειτουργεί αποτρεπτικά για τον αποδέκτη και ο,τι πρότεινε ή είπε με έντονα επιπληκτική διάθεση. Χρησιμοποιείται αντί της προστακτικής ενεστώτα "ξέχνα το", μετριάζοντας την επιθετικότητά της, αλλά αναβαθμίζοντας το δασκαλίστικο ύφος της. Ο φρονιμότερος (ίσως και μεγαλύτερος σε ηλικία) βάζει μυαλό και θέτει όρια στον υπό την επίβλεψή του συνομιλητή που συνήθως των χαρακτηρίζει μια τάση ελαφρότητας παραπάνω. Τα πράγματα εδώ για τον επιπλήττοντα είναι αδιαπραγμάτευτα και δε χαρίζει κάστανα.


- Και είπαμε με τα κορίτσια να πάμε στη συναυλία των motörhead. Να, εδώ δώσαμε ραντεβού αύριο τ' απόγευμα...
- Αυτοί οι παλιοροκάδες σας κάψανε! Με τα μαλλιά μέχρι το πάτωμα και τα μυαλά στα κάγκελα! Να πας και να μου πάρεις και τίποτα ναρκωτικά;
- Έλα ρε μάνα, μη γίνεσαι σπαστικιά... Εγώ φταίω που έρχομαι και σ'τα λέω και τα καρφώνω... Ήθελα να'ξερα πιο παιδί άλλο κάνει τέτοιες βλακείες, να του τη σπάνε και να τ'ακούει κι από πάνω... Ένα συγκρότημα είναι, πώς κάνεις έτσι!...
- Δεν το'ξερα πως έπρεπε να συμφωνήσω και να συνεργαστώ! Άκου να σου πω, επειδή έχεις σηκώσει μπαϊράκι αλλά αυτά δεν τα σηκώνω εγώ, είμαι η μάνα σου και πρέπει να μ'ακούς. Τα παράπονά σου στις φίλες σου! Δε θα πας, πάει και τελείωσε. Βγάλ'το απ'το μυαλό σου. Ξέχασέ το.

2.Δεν υπάρχει, είναι απίστευτο, είναι άφθαστο, τέλειο και για άνθρωπο: είναι τσακάλι και δεν πιάνεται, είναι ικανότατος στα όρια της ιδιοφυίας και του θαυμασμού που προξενείται από έντονο δέος, συστολή και ταπεινότητα προς αποδοχήν του ανωτέρου που αναγνωρίζεται η αξία του χωρίς περιθώριο για μικροπρέπειες και μικροψυχίες. Αυτός που επιβάλλεται ως ο καλύτερος και το κερδίζει με τα τσαρούχια. Απαλάξου λοιπόν από την έγνοια του μπελά σου, γιατί ο Μεσσίας ο ανυπέρβλητος θα σε σώσει και θα καθαρίσει για σένα. Απλώς ξέχασέ το κι ασ' τον εκείνον να κάνει τη δουλειά. Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει από τον "ξέχασέ το", ΤΗΝ αυθεντία... Δε χωρεί αμφιβολίας περί τούτου μη με λες Ασημίνα, Λαμέ, Λαμέ να με λες.


- Πω ρε φίλε... Ασ'τα γιατί είμαι να με κλαιν οι ρέγγες. Δεν ξέρω τί σκατά έπαθε το τάμπλετ μου... Τρία χρόνια απ'τη ζωή μου έχω κει μέσα, εργασίες, αρχεία, χώρια τις φωτογραφίες και δεγκζερωγωτί... Μού'ρχεται να πάω να πεθάνω... Απ'όπου και να με πιάσεις, θα σκάσω! Γαμώ την τύχη μου...
- Πώς κάνεις έτσι! Θα πω του Αντωνάκη και να δεις θα τη βγάλει την άκρη... Είναι διάολος σ'αυτά. Έννοια σου...
- Αλήθεια; Είναι τόσο καλός;
- Ξέχασέ το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Όταν η έκβαση ενός γεγονότος δεν πηγαίνει κατά πως θέλουμε και ο πράττοντας που ανέλαβε ως πληρεξούσιος ή έμπιστος να την διεκπεραιώσει δεν έφερε το αναμενόμενο κατόπιν σχεδίασης αποτέλεσμα. Ναι μεν, τα έκανε θάλασσα, αλλά από την άλλη να μην κρατάμε και κακία ο ένας στον άλλο, ούτε παρεξήγηση να γίνεται.


- Τί είναι τούτο 'δω, ρε μαλάκα; Τί σού'πα να μου φέρεις και τί μου έφερες;! Ρε ηλίθιε, τελευταία στιγμή, εδώ ο κώλος μας καίγεται κι εσύ μας κάνεις παιχνιδάκια; Σ' έπιασε η μαλακία σου πάλι; Έχω αύριο να παραδώσω εργασία, για τον ηλίθιο νταλκά σου και την πουτάνα την πρώην γκόμενά σου την ανέβαλλα και την προχειροέγραφα, για να σου ανεβάσω το ηθικό, ένα μήνα τώρα ρε, τελευταία στιγμή που μπορώ κι εγώ να κάτσω σαν άνθρωπος να τη φτιάξω... Σε εμπιστεύτηκα ρε κι εσύ τον παίζεις; Είσαι σοβαρός; Καταλαβαίνεις τί έκανες;
- Εγώ... Εγώωωω....
- Άντε χέσε μας μωρέ! Μ' άλλα λόγια: "ν' αγαπιώμαστε" είσαι! Θα με κρεμάσει αύριο ο καθηγητής, πόσο να με καλύψει πια που τόσο καιρό του το κάνω γαργάρα; Εγώ στα δύσκολα, εκεί: για όλους!Και για μένανε κανείς... Αχ!...

2.Όταν ένα άτομο μας φερθεί με εντελώς ασυνήθιστο και σκληρό τρόπο, ή ακόμα όταν το έχει αυτό συνήθειο, παρόλα αυτά έχει την απαίτηση να μην παρεξηγούνται οι βαθύτερες αγαθές προθέσεις του, που δεν ξέρει όμως να τις εξωτερικεύει με αντίστοιχες πράξεις, με αποτέλεσμα να σε κάνει (με τρόπο που να το απαιτεί) να πρέπει να μυρίσεις τα νύχια σου κάθε φορά για να τις καταλάβεις. Αυτό είναι πάγια τακτική μεταξύ συναισθηματικών εκβιαστών στο αιώνιο παιχνιδάκι του ποντικού και της φάκας, που πάντα το ποντίκι είναι ο παθολογικός ευχαριστίας (pathological pleaser vs pathological teaser in a bad way).


- Το'χεις σκεφτεί ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να αγαπούν αλλά δεν έχουν τον τρόπο να το δείξουν;
- Όχι. Γιατί αν αγαπούσαν πραγματικά, οι εγωισμοί μπαίνουν στην μπάντα. Το μόνο που θες είναι να βρεις μια λύση, μια διέξοδο αυτού του συναισθήματος και δε λυπάσαι τα λάθη μέχρι να τον βρεις αυτόν τον τρόπο, ούτε τα φοβάσαι. Ο στόχος σου είναι αυτός. Άρα, όποιος δεν το κάνει, κατά βάθος δεν τον ενδιαφέρει, άσχετα με το τί θα ήθελε η μελό - ρομαντική ψυχούλα σου προσωπικά. Το ηθικό σου δεν μπορεί να γίνεται βορά κανενός. Αλλιώς καλά τηνε παθαίνεις.
- Ωραία. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Τί να τους κάνουμε; Να τους σκοτώσουμε; - Να μην τους δίνουμε σημασία. Αλλιώς παίρνουν το μήνυμα ότι πάντα ο μαλάκας θα είναι εκεί, θα ανέχεται, θα υποφέρει κι αυτοί.δε θα ζορίζονται να βάζουν μυαλό. Απλώς τους εγκαταλείπεις. Στο περιθώριο, τον πρώτο καιρό από εγωισμό θα παριστάνουν ότι δεν τους είναι επώδυνο που τους εγκατέλειψαν όλοι, αλλά μετά όταν η μοναξιά αρχίσει να τους τσακίζει θα πονέσουνε, αλλά θα γίνουν άνθρωποι. Αλλιώς μ'άλλα λόγια:"ν'αγαπιώμαστε", άμα είναι να τους ανέχεσαι, γιατί έτσι δεν τους αφήνεις να μεγαλώσουν, να ωριμάσουν να κάνουν τον φυσικό κύκλο όλων των όντων σ'αυτή τη γη, να μάθουν.

Σχόλιο: Προτιμώ το λήμμα με αυτήν τη γραφή και όχι χωρίς τα σημεία στίξης, διότι έτσι αναδεικνύεται η έκφραση "ν' αγαπιώμαστε" ως παρατιθέμενη που είναι ο στόχος της έκφρασης ενώ το "μ'άλλα λόγια" είναι η επεξηγηματική εισαγωγή, ανεξαρτήτως δυνατότητας εύρεσής της στη μηχανή, ή αιτήματος για ισοπεδωμένη γραφή λόγω νιλοποίησης (=εκμηδενισμού των αρχικών συστατικών που την αποτελούν που την οδήγησαν στην τυποποίηση: αυτή η συγκεκριμένη, ακόμη αναλύεται).
Προτίμησα τη γραφή με ωμέγα στο "αγαπιώμαστε" αναγνωρίζοντας την προέλευση από το "αγαπώμεθα" κι όχι το "αγαπιέμαι" που ετεροιώνεται σε "αγαπιόμαστε".(εναλλαγή -ιε, -ιο κατά την κλίση στην οριστική του ενεστώτα της μεσοπαθητικής της ν.ε.)
Τέλος η έκφραση εμφανίζεται και στο γούγλη συνηθέστερα ως "άλλα λόγια ν'αγαπιόμαστε", αλλά κττμγ, αλλοιώνεται το νόημά της που είναι να πούμε άλλα λόγια να πούμε και ξανά ν'αγαπηθούμε έτσι, αντί να ληφθεί εκ των προτέρων ότι αγαπιώμαστε, αλλά κάποια περιστατικά που επιδιώκουν να κλονίσουν αυτή τη σχέση, πρέπει να λαμβάνεται a priori ότι αυτό ισχύει, ώστε να μην υπάρχει κάκ(ι)ωση μετά.
Το "και μαζί να δουλευόμαστε" είναι για να συνεχισθεί το παιχνίδι ποντικιού - τυριού - φάκας στο διηνεκές, γιατί χωρίς αλάτι ή ζωή με φαύλες καταστάσεις για τους ενοχικούς μαζόχες, δεν τρώγεται.

Got a better definition? Add it!

Published

1.Τα προγούλια, ιδιαίτερα στα πλαϊνά χάριν ευφημισμού. Είναι αφράτα, με τάση ζάρωσης, μαλακό δέρμα έως χαλαρωμένο. Όσο περισσότερο λίπος έχουν, τόσο το καλύτερο στο δάγκωμα και στην ευρύτερη ερωτοσεξουαλική ατμόσφαιρα. Τα μεσήλικα είναι τρυφερότερα και αφήνουν αίσθηση - υφή πάστας σοκολατίνας στον δάκνοντα, εξ ού και η περιγραφή τους. Παραπέμπουν στα γλυκάδια των νεαρών ζώων που αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του ορισμού που μοιάζουν με παχάκια - ξυγκάκια, απ' όπου και επεκτείνεται η χρήση του όρου και στους ανθρώπους.


- Για πες... Η γκόμενα καλή, καλή;
- Και γαμώ τα μανουλομάνουλα!!
- Τί λες μωρέ μλκ, μανουλομάνουλο η 40+;
- Κι όμως... Εκτός από το "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες" είχε και κάτι γλυκάδια μωρ' αδερφάκι μου, όνειρο! Άσ' τα, πού να σ' τα λέω. Καλοβαλμένη.
- Ά, ρε Παπακαλιάτη με τα βίτσια σου...

2.Εκκρίνονται μπροστά απ' την τραχεία απ' τον θυμοειδή αδένα στα νεαρά ζώα, τα λεγόμενα "του γάλακτος" όπως τα αρνάκια και τα κατσικάκια για παράδειγμα και τα οποία αν μαγειρευτούν από τέτοιο σφαχτάρι θεωρούνται εξαιρετικές λιχουδιές απ' τους γκουρμέδες. Ο απογαλακτισμός επηρεάζει την παραγωγή τους και εκκλίπουν εντελώς από τα ενήλικα ζώα.


Για δες για γλυκάδια στο τηγάνι με τυροκαφτερή εδώ (καλή όρεξη!)
Για μια "ανορθόδοξη" χρήση της λέξης εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τη σακουλεύτηκα

Την άρπαξα, την ψώνισα. Όχι απλώς την έχω καταλάβει τη δουλειά, αλλά έχω πιάσει το νόημα, το κόλπο, της κατάστασης, του νοήματος, της ζωής και εκεί που αμέριμνος κοιμόμουν, ξύπνησα, πονήρεψα. Και καθώς η επαφή με το χρήμα πονηρεύει διότι ο δαίμων Μαμωνάς ευρίσκεται εις όλων τας ακαθάρτους ψυχάς ημών, το μέσον αφύπνισης καθίσταται το πουγκί πλήρες λεπτών που δύναται να ευρίσκεται ως σακούλιον τηι μορφήι εξ ου και το "σακούλεμα".


- "'Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι'". Κι εγώ έχω τώρα σκοπό να γεμίσω πολλά σακούλια. Γιατί τη σακουλεύτηκα". Από εδώ βλ. στο 11.45.

Got a better definition? Add it!

Published

1.Υπερπροσπαθώ για αβέβαιο αποτέλεσμα. Το αδύνατον της έκβασης σχεδόν προκρίνεται, ειδικά όταν αυτός που καταβάλλει την προσπάθεια βρίσκεται ακόμα υπό το ακαφελόγιστο και η παραζάλη μεταξύ ξύπνιου και ύπνιου αν και στέκεσαι στα δύο σε κάνει να φέρνεις πιο πολύ σε ζόμπι παρά σε άνθρωπο. Ο διάολος εδώ δηλώνει το ζόρικο του πράγματος, της δύσκολης αυτοσυγκέντρωσης, αυτού που διαβάλλει τον ειρμό, τη σκέψη. Όνομα και πράμα, κάνει ότι λέει ο ίδιος, μόνο που εδώ ο διαβολέας είναι ο ίδιος ο δράστης της ίδιας του της ενέργειας, αυτός και ο φραγμός με γκάφα - υπερβολή που προκάλεσε την αχρηστία του, πριν βρεθεί σε κατάσταση νεκροζώντανου. Τα πράγματα για να λυθούν είναι απλά. Ένας καφές, περισσότερη συναίσθηση, πεποίθηση ή συνειδητοποίηση κι έτσι έρχεται πιο κοντά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνώνυμα: σκουντουφλώ, παραπαίω.


1.- Ξύπνησα το πρωί με ένα κεφάλι νά!
- Ξύδια;
- Πολλά... Άσε, όλο το πρωί βαρούσα σαν το διάολο να διαβάσω για μεθαύριο, αλλά τίποτα... Πάλι τα ίδια θα γίνουν απόψε... Με τέτοια μυαλά αν αυτή τη φορά περάσουμε μάθημα, εμένα να με χέσεις...

2.Καταβάλλω υπερπροσπάθεια για αποτέλεσμα που δεν εξαρτάται από μένα το τελικό του σκέλος, παρά ένα μεγάλο του μέρος από την επίδοσή μου, το φιλότιμό μου, την ευσυνειδησία μου. Βιοπαλεύω για την κοινωνική και ηθική πραγματικότητα με πρόθεση αγγέλου και δύναμη διαβόλου.


- Κάθε μέρα, μωρέ αντίχριστε, να ξυπνάω αχάραγα, ν'ανοίξω το μαγαζί, να βαρώ σα διάολος, να τα βάζω με θεούς και δαίμονες, να ανέχομαι το μακρύ και το κοντό του καθενός τρελού, κι όλα αυτά.για να βάλω κάνα φράγκο στην άκρη μωρέ, να σε κάμω άνθρωπο, να γίνεις κάτι, να μην πνιγείς εδωμέσα... Μα εσύ... Εσύ δεν έχεις ψυχή!
- Εσύ φταις! Εσύ μ' έκανες αυτό που είμαι. Εσύ με βόλεψες για να ξεβολεύεσαι, να βασανίζεσαι παραπάνω, να μη μ'αφήνεις να υποφέρω κι εγώ, να νιώθω ο,τι κάνεις όμως μετά να το'χεις αυτό απαίτηση! Φάε με τώρα στα μούτρα, χωρίς παράπονο!Κι εγώ βαρώ σα διάολος από την αχρηστία που μ'έκλεισες, ακόμα και στο να πετύχω το πιο απλό από την ανασφάλεια που μια ζωή μου φέρεσαι σα μπέμπης!

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνδρομο του ξερωγού. Χρησιμοποιείται κατά την ανάκυψη εγκεφαλικών βραχυκυκλωμάτων σε μία αφήγηση. Δε φέρει πλέον σημασία και λειτουργεί ως στολίδι του προφορικού λόγου για να μη λήγει ξερά κι αδιάφορα το εκφώνημα. Αντικαθιστά το πάλαι ποτέ ημι-λόγιο "φερ'ειπείν" (=μιας που το'φερε η κουβέντα) ή το παλαιομαγκίτικο "να'ούμ'".Αν και αυτά είχανε πιο πολύ κυριολεκτικά την έννοια του "παρεπιπτώντος" και οριστικοποιούσαν τα λεγόμενα, το "ξέρω 'γω" αν και θα μπορούσε να δηλώνει "με βάση αυτά που ξέρω εγώ" με την αναστροφή Υ - Ρ για έμφαση, παραπέμπει παρόλα αυτά σε αμηχανία, ασχετίλα, ενδεχόμενη και πολύ πιθανή ανατροπή των λεγομένων μου, έλλειψη αυτοπεποίθησης που προ(σ)καλεί για ανατροπή έστω κι αν είναι έγκυρα - έτσι για να ψαρώνουμε - και μορφολογικό clopyright από την εμφατική ερώτηση "ξέρω 'γω;". Καθίσταται μοναδική έκφραση νίλα που κινείται έντονα και κοντά στα εξωγλωσσικά δεδομένα (όπως πού - χού η αντίδραση με "Εεεεεε" όταν στακάρει το μυαλό και χάνει τον ειρμό του) και έχει μορφή (ψευδο)ερώτησης. Οι εμφατικές συντάξεις λόγω ύφους δύσκολα νιλοποιούνται, άρα η μορφή αυτή ως ερώτηση - κολιτσίδα ξεκίνησε ως χαριτωμενιά. Είναι αδελφή έκφραση της δεγκζερωγωτί με τη μορφή "και δεγκζερωγωτί" στο τέλος. Επίσης μπορεί να αντικαταστήσει την έκφραση "και τα λοιπά" του γραπτού λόγου που υπονοεί πως υπάρχουνε περισσότερα απ'όσα ξέρουμε, απλά εμείς αυτά εκθέτουμε χωρίς να αποκλείουμε τα άλλα έστω κι αν δεν τα αναφέρουμε. Πάντως, όσο πιο αγχωτική είναι η κατάσταση - επικοινωνιακή περίσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμηχανία (πούχού μιλάω κι έχω όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου κι ανθρώπους να κρέμονται απ'τα χείλη μου) , το βραχυκύκλωμα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί αυτή η πορδή της αλουπούς.


Σκηνικό - Σχολική τάξη.
Ι:[...] Ε, και τώρα με τους μετανάστες υπάρχουνε προβλήματα, ξέρω 'γω... Να, σήμερα το πρωί που ερχόμουνα σχολείο με σταμάτησε μια κοπελιά με μωρό στην αγκαλιά και μου ζήτησε να της πάρω κάτι να φάει το παιδί, ξέρω 'γω. Κι εντάξει... Θα της δώσεις, ξέρω 'γω κι αυτηνής να πάρει κάτι, αλλά έχουμε άλλους τόσους δικούς μας έξω που δεν έχουνε να φάνε ένα πιάτο φαΐ... Δεν το καταλαβαίνω αυτό με την ξενολαγνεία. Μόνο για τους πρόσφυγες και δεγκζερωγωτί άλλο πρέπει να πονάμε, να λυπόμαστε και να βοηθάμε, ξέρω 'γω;
Ν + Κ: (ψιθυριστά) έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα.
Κ: Πόσα μέτρησες;
Ν: Δεκατέσσερα όσα κι εσύ, αφού μαζί μετράγαμε.
Κ: Βάλε και δύο στην αρχή που δεν πρόλαβες στο "Κατά τη γνώση μου οι καιροί είναι δύσκολοι, κι όλοι πρέπει να βοηθάμε, ξέρω 'γω, αλλά πρέπει αυτό να μη μας εμποδίζει να σκεφτόμαστε καθαρά και να προσπαθούμε να οργανωθούμε καλύτερα σα κοινωνία, ξέρω 'γω", κάπως έτσι που έλεγε αυτή, δεκάξι.
Ν: Πω, ρε μας κούφανε πάλι, χιχι! Μα καλά, επίτηδες το κάνει; Έχει κολλήσει η βελόνα! Την επόμενη φορά, πάμε στοίχημα ότι θα μετρήσω περισσότερα;
Κ: Ναι, άμα το θυμηθείς... Αφού πάντα σε προλαβαίνω! Καθηγήτρια: Τί λέτε εσείς εκεί! Για σταματήστε αμέσως! Μόνο εσείς ακούγεστε! Μπλα, μπλα, μπλα...(συνέχιση ομιλίας μετά την παρατήρηση)
Ν + Κ:(ψιθυριστά) Ναι, σίγουρα, ξέρω 'γω...χαχαχα!
Ν: Πρόσεχε ρε μαλάκα μην κολλήσουμε κι εμείς... Είναι κολλητικό!
Κ: Ναι, ναι! Κι αυτό που το κοροϊδεύουμε, το λουστούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εκμηδενισμός. Όταν κάτι έχει καταστεί νίλα, εκ του λατινικού "nihil" που προφερόταν σαν νίιλ και σήμαινε "τίποτα". Ειδικότερα, όταν ένας γλωσσικός τύπος εμφανίζεται στη γλώσσα, χωρίς να φέρει σημασιολογικά στοιχεία, αλλά να είναι περισσότερο ενα μελωδικό στοιχείο με συγκεκριμένη στάση - συναισθηματική φόρτιση ανεξαρτήτως του πρωτοτύπου νοήματος που έφερε η λέξη, ή οι λέξεις που το αποτελούν αν πρόκειται για φράση.


Οι κλειστές τάξεις των λέξεων απανταχού των γλωσσών (π.χ. άρθρα, σύνδεσμοι, παγιωμένες φράσεις κενού περιεχομένου, βλ. "ξέρω 'γω")ακόμη και μορφηματικών κατηγοριών όπως κλιτικά επιθήματα -ος, -α, -η, -ων κ.λπ. (ονοματικά) -άω, -ουμε, -ετε κ.λπ. (ρηματικά) που έχουν λεξικοποιηθεί για τη συντακτική τους χρήση σε φράσεις ή σε ρίζες φτιάχνοντας λέξεις που είναι οργανικά εργαλεία, χαρίζοντας μορφή σε μία γλώσσα, αλλά δε φέρουν σημασία παρά μόνο γραμματικοσυντακτική λειτουργία, καθώς το νόημα και ο τρόπος που προέκυψαν έχει χαθεί στα βάθη των αιώνων.

Got a better definition? Add it!

Published