Further tags

Στη λαϊκή ρήση είναι το θύμα της δηλητηρίασης (φαρμάκι = δηλητήριο), αλλά στην μπιλντεροσλάνγκ πρόκειται περί αυτού ο οποίος παίρνει, εκτός από συμπληρώματα διατροφής, αναβολικά, αυξητική ορμόνη βοοειδών και ό,τι άλλο του κάτσει από αμφισβητούμενες πηγές προέλευσης.

Κλασσικο παραδειγμα φαρμακωμενου bb που παιζει με αστεια κιλα. Αυτος τωρα μπορει να ειναι παραδειγμα; Προσωπικα οσους ξερω να παιζουν με κιλα εχουν πολυ καλα σωματα, απο εκει και περα ειναι λιγο γεννετικο το θεμα και ποσο εχουν ''οριμασει'' οι μυς. 2 ανθρωποι που κανουν τα ιδια κιλα στις βασικες δεν σημαινει πως θα εχουν και τον ιδιο ογκο. από εδώ

φαρμακωμένη (από perkins, 27/09/10)φαρμακωμένη (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιλντέρια που όχι μόνο είναι φέτες αλλά έχουν και κάτι υποπτοπερίεργα στρογγυλέματα στο γραμμωμένο τους κορμί.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτά δεν γίνονται αντιληπτά από το μάτι του κοινού θνητού που γυμνάζεται για να μικρύνει απλώς το νούμερο της σαμπρέλαςτου, αλλά μόνο από άλλους μπονταίους που είναι τούμπανο σε ότι φάρμακο έχει την κατάληξη -μπολ ή -ολ αλλά μέχρις εκεί. Οι μεταλλαγμένοι χτυπάνε και αυξητική ορμόνη και αναβολικά σε κύκλους και για τους πρώτους, οι δεύτεροι θεωρούνται ανήθικα και έξτρα φαρμακωμένοι.

Εν κατακλείδι υποθέτω ότι οι απλοί φαρμακωμένοι κατηγορούν τους μεταλλαγμένους από τη ζήλια τους γιατί αφενός για να πάρεις αυξητική που είναι πολύ βλαβερή γενικά, χρειάζεται ή να έχεις το ακαταλόγιστο ή να έχεις κορασόν. Έτσι αυτά τα χελωνονιντζάκια καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερα και πιο πεταχτά ποντίκια από τους αναβολιασμένους της διπλανής πόρτας.

- Κοίτα κάτι μπαλκόνια που έκανε ρε συ ο Γιάννης ο Γύφτος σε έξι μήνες κι εμείς έχουμε λιώσει ενάμιση χρόνο, χώρια οι κρεατίνες και το (ψιθυριστά) Ντιαναμπόλ.
- Καλά στραβός είσαι ρε; Είναι μεταλλαγμένος ρε αυτός, πάει ξέχασέ τονε. Δεν την βλέπεις την αυξητική των βοδιώνε; Μπαμ κάνει από τις στρογγυλάδες!
- Αμάαααν, αυτός ρε δε θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Γυναικομαστία, αντικούκου, και αν κάνει και κάνα παιδί με τη Μαιρούλα, θέ μου σχώρα με, ποιος ξέρει τι θα βγάλει...
- Ενώ εμείς ε;
- ......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.

(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)

1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι μόνο ο οικοδόμος που χτίζει κτήρια με τούβλα, αλλά και ο μπασκετμπολίστας που ρίχνει καθ' έξιν τούβλα. Αν είναι μετεγγραφή από την Πρώην Γιουγκοσλαβία λέγεται τούβλοβιτς.

Πάσα: Mr Cadmus.

Τουβλατζής Καλάθης contradictio in adjecto;:

πάντως ο Καλάθης και πολύ χρόνο και ευκαιρίες πήρε και αξιοπρεπέστατο ποσοστό στα 3ποντα είχε. Γύρω στο 40% αν δε κάνω λάθος. Να υποθέσω ότι όσοι τον αποκαλείτε τουβλατζή τον είδατε μόνο με την εθνική το καλοκαίρι και στα playoff; Καλό θα ήταν να είστε λίγο πιο επιεικής με ένα ρούκι 20 χρονών που πρέπει να προσαρμοστεί και στο διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού και το βάρος της φανέλας της κορυφαίας ευρωπαϊκής ομάδας άλλα και το διαφορετικό τρόπο ζωής. Φέτος θα είναι πιο ξεψαρωμένος και προσαρμοσμένος και θα δείξει αυτό που μπορεί. (Από μπάσκετ φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπασκετική ιδιόλεκτο, ο παίκτης που έχει έφεση στο να παίρνει ρημπάουντ, και προορίζεται από την ομάδα ειδικά για αυτό. Λόγω του ότι θεωρείται πιο βρώμικη και λιγότερο γκλαμουράτη δουλειά. Βλ. και σκουπιδιάρης.

- Δεν χρειάζεται άλλο σκόρερ η ομάδα, πήξαμε στο σταριλίκι. Αυτό που χρειαζόμαστε για να δέσουμε είναι έναν καλό χαμάλη.

Denis Rodman, ο πιο γνωστός χαμάλης του ΝΒΑ. (από Khan, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κτηνοβάτωρ στο πιο κυριλέ. Αυτός που δεν πηγαίνει αδιακρίτως με αμνοερίφια και γαϊδούρες αλλά μόνον με κατσίκες για τους κάτωθι σοβαρούς(όπως μου έχουν πει)λόγους:

1) Ο κώλος της κατσικούλας είναι άτριχος και ροζέ, και το περίνεο βελούδινο.

2) Επίσης είναι ο καλύτερος μάστορας, όπως λένε, καθώς κατασκευάζει όλες τις βερβέλες* ολόιδιες.

3) Η κατσίκα έχει χαμηλό κέντρο βάρους και καλύτερα αντανακλαστικά στο κούνημα της πυέλου

4) Το χαμηλό ύψος του στόχου ευνοεί και τους επίδοξους κτηνοβαίνοντες μικρότερης ηλικίας από τους αποκλειστικά γαϊδουρογάμηδες κάνοντας έτσι το κατσικομπήχτειν πιο δημοφιλές στις μικρές ηλικίες.

5) Η κατά φύσιν και η παρά φύσιν πράξη δεν έχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές μεταξύ των.

6) Όπως και να το κάνουμε και ο πιο δύσπιστος θα συμφωνούσε στο ότι η κατσίκα και πιο κοριτσίστικη φωνή έχει, και πιο ωραία μαλλιά (και γένια) αλλά και τα πιό ωραία βυζάκια απ' όλες τις άλλες.

Ανέκδοτο εις θέσιν παραδείγματος!

Στην Ελληνική ύπαιθρο κάπου, ένα παλληκάρι είχε ένα κοπάδι γίδες τις οποίες και είχε ξεσκίσει στο μπούτσο. Όλες. Όλες εκτός από μία μελαχρινή παρθένα με τσιγκελωτό ματόκλαδο. Κάποια φορά λοιπόν με ένα κόλπο κατάφερε να της αποσπάσει την προσοχή και έχοντας κατεβάσει ήδη τα βρακιά του σε θέση πιγκουινάτου, πήδηξε, της τον κάρφωσε και την τσάκωσε από τα κέρατα. Ενοχληθείσα σφόδρα η μικρά άρχισε να τρέχει αφηνιασμένη, με χίλια. Βγήκε από το μαντρί και έφτασε στο πρώτο χωριουδάκι με τον εραστή - βιαστή να της τον έχει μέσα, να κρατιέται ξεβράκωτος απ' τα κερατά της και σχεδόν να μην ακουμπάνε τα πόδια του στο έδαφος. Έτσι λοιπόν, το σύμπλεγμα αυτό περνούσε σφαίρα μέσα από κάτι σοκάκια του χωριουδακίου, όπου σε ένα πλατύσκαλο καθόταν μια γριά, με τα γυαλιά της κατεβασμένα στο ύψος της μύτης της και έπλεκε. Παίρνοντας λοιπόν το ζεύγος από μπρος της με τα χίλια , η γριά σήκωσε βιαστικά το κεφάλι της να κοιτάξει και αφού είδε ό,τι είδε αναφώνησε με επιτίμηση:
Μπει διούλε* μέσα σου ρεντίκολο, βρακί δεν έχεις να βάλεις στο γκώλο σου, τα μηχανάκια σε μαράνανε.

*Διάολε

πΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΕΊΝΑΙ ΤΩΝ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΩΝ ΕΥΡΩ-ΠΈΩΝ (από perkins, 10/07/10)Τα μηχανάκια τον μαράνανε (από perkins, 06/09/10)πρώτα περιποιηση, υπαρχει και αισθημα. (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον φωνακλά με την απαίσια τσιριχτή, μονότονη φωνή, εκείνον που δεν βάζει γλώσσα μέσα, τον παπαρολόγο, εκείνον που σου παίρνει τα αυτιά, κ.α.

Προέρχεται από τη λατρεμένη σε όλους ακουστική ατραξιόν του φετινού Μουντιάλ, που δεν είναι άλλη από τη συμπαθέστατη πλην δυσβάσταχτη για τα αυτιά, αφρικανική ντουντούκα που λέγεται βουβουζέλα.

Παράλληλα, δημιουργείται από την τραγική εμπειρία όσων έκαναν απόπειρα να παρακολουθήσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, καθώς δεν μπόρεσαν να διακρίνουν αν η βουβουζέλα ήταν αντικείμενο ή άνθρωπος που προσπαθεί να διεκδικήσει τη θέση της φετινής ακουστικής ατραξιόν του μουντιάλ από την ίδια τη βουβουζέλα, εκφωνώντας με ιδιαίτερο πλην δυσβάσταχτο για τα αυτιά, τρόπο, τις φάσεις του αγώνα.

Συνώνυμο: πουρουπουπού.

— ΌΟΟΟΧΙΙΙΙ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΛΟΥΚΑΑΑΑ! ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ! ΜΑ......ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛΛΛΛΛ! ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ! ΤΙ; ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ;
— Δεν τ' αλλάζεις να δούμε Μυστικά της Εδέμ; Μας πήρε τ' αυτιά η βουβουζέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ταύτιση με μια ομάδα. Ο αποδέκτης του λήμματος παύει να έχει όνομα, δεν είναι ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Γιώργος, είναι απλά ο ΠΑΟΚ ο ίδιος.

Το λήμμα χρησιμοποιείται εβραίως στη Β. Ελλάδα είτε σε συνομιλίες μεταξύ οπαδών είτε σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές με συμμετοχή πάντα οπαδών.

Η έννοια του λήμματος είναι διττή. Εκφράζει τόσο την ταύτιση του οπαδού με την ομάδα όσο και το αντίστροφο. Αναφέρεται δηλαδή σε λαϊκές ομάδες που βασική τους δύναμη είναι ο κόσμος τους.

Όπως όλες οι μεγάλες ατάκες (βλ. «σήκωσε το το γαμημένο» κ.α.) έτσι και αυτή ξεκίνησε από την Θεσσαλονικιώτικη μαγκιά των ΠΑΟΚτσίδων ή επί το μονολεκτικότερον ΠΑΟΚτιδιλίκι αλλά το δανείστηκαν και οπαδοί άλλων ομάδων.

-Με ποιόν παίζουμε την Κυριακή;
-Τι ρωτάς ρε φίλε, ΠΑΟΚ είσαι, με όποιον και να παίζουμε θα τον πατήσουμε.

-Ρε εσύ μαλάκα, θα μας σφυρίζει λέει ο Σπάθας την Κυριακή.
- Μη μασάς ρε, ΠΑΟΚ είσαι ρε, χαλάρωσε. Ας μας σφυρίξει και ο Κόκκαλης. ΠΑΟΚ είσαι, μη μασάς τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified