1. Είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι εξαντλημένος, σε βαθμό που δεν έχω δυνάμεις για τίποτα, δεν παίρνω τα πόδια μου. Στα αθλητικά, έχω απαράδεκτη απόδοση, κυρίως λόγω κούρασης πάλι, αλλά και γενικότερα.

  2. Είμαι μεθυσμένος.

  3. Είμαι συναισθηματικά συντετριμμένος.

Κοινό χαρακτηριστικό των εννοιών είναι η ιδέα της ισοπέδωσης, της εξίσωσης με το έδαφος, όπως στο παραπλήσιο είμαι χώμα. Ευνόητο είναι πως λέμε και γίνομαι λάσπη. Υποψιάζομαι ότι αποτελεί περισσότερο βορειοελλαδίτικη έκφραση, αφού το έχω ακούσει ελάχιστα ή καθόλου στα νότια.

Πρβλ. κατεβάζω ασφάλειες, είμαι χώμα, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, οφ, αλοιφή, κομματιανός, ζόμπι, λιώμα, πίτα, κουνουπίδι αλλά, με άλλη έννοια: λάσπη.

1α. Από εδώ (διασκευή):
Δυστυχώς φίλοι μου μόλις γύρισα απ’ τη δουλειά (και από 3ήμερη αποστολή κιόλας)! Και στην γιορτή μου δούλευα... Είμαι λάσπη παιδιά, πολύ θά ’θελα να ήμουν εκεί στο καλαμπούρι και στην παρέα σας...

1β. Από το μπλογκ ενός κουρασμένου φαντάρου εδώ (γεια σου ρε φίλε Chris-Top...):
Εάν δεν βγάζετε άκρη με πολλά από αυτά που γράφω δεν φταιν τα μάτια σας εγώ είμαι λάσπη και δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγραψα στα προηγούμενα posts με αποτέλεσμα πολλές φορές να επαναλαμβάνομαι. Ευχαριστώ για την κατανόηση κωλοφάνταρο είμαι στο κάτω κάτω :)

1γ. Από εδώ:
Στο γκολ, δημιουργεί χώρο ο Μουσλι και από θέση τρέιλερ έρχεται ο Ίβιτς φάτσα ,γι’ αυτό παίζει πίσω από τον Μουσλι και όχι δίπλα, αυτόν τον χώρο εκμεταλλεύεται, δουλεμένο γκολ, και δεν είχε καμιά δουλειά ο Αντου να τον μαρκάρει, ή ο αμ.χαφ ή να βγει πιο ψηλά και γρήγορα ο 2ος σέντερ μπακ. Εάν ο Άρης ήταν λάσπη στον τελικό αλλά έπαιρνε τελικά το κύπελλο με 1-0 θα είχες ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟ;

[Σ.σ. Παραθέτω σαν μπόνους την συνέχεια του κειμένου:] Αγαπάς υπερβολικά την ομάδα σου και δεν βλέπεις τις ατέλειες της, όπως το παθαίνω εγώ με την γυναίκα μου που είναι σαν ινδικός δράκος αλλά... πάρε τα μάτια μου να δεις, εγώ την βλέπω ΚΟΥΚΛΑ.

2α. Από εδώ:
Θωμά γουστάρω!!!Να γίνουμε λάσπη στο τσίπουρο και μετά μια ομαδική κλήση ταξί για να μας γυρίσουνε..!

2β. Από εδώ:
Χρόνια πολλά σε όλους Ίντι και καλή χρονιά. Εύχομαι τα καλύτερα για σένα και όλες τις κούκλες σου. Όπως θα κατάλαβες, είχα γίνει λίγο λάσπη-λιάρδα-χώμα-κουνουπίδι μετά που σε είδα και δεν κατάφερα να έρθω. Να περάσετε καλά!

  1. Από εδώ:
    μια φορά έκανα το λάθος να δω το γάμο μου στο βίντεο. οι μισοί που ήταν στην εκκλησία είναι νεκροί σήμερα. Το ξεκίνησα για πλάκα αλλά έγινα λάσπη :(

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που οι προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου βαίνουν συνεχώς άκαρπες, ασχέτως του γεγονότος ότι η επιτυχία μοιάζει πάντα να βρίσκεται χιλιοστά μακριά (έτσι, για να στη σπάσει). Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν «η ζωή αντιγράφει το ποδόσφαιρο ή το ποδόσφαιρο τη ζωή».

  1. - Τι έγινε ρε Κωστάκη, καιρό έχω να σε δω. Πώς πάει; Γαμείς καθόλου;
    - Τζίφος αδερφέ. Όλο γνωρίζω γκομενάκια κι όλο κάτι γίνεται και λίγο πριν πέσει ο πήδουλος την κάνουν με ελαφρά.
    - Α, γι' αυτό έχεις και αυτή την πηχτή μαλακία στο μάτι, ε;
    - Άσε ρε κολλητέ σου λέω. Μεγάλη γκαντεμιά. Έχω σπάσει τα δοκάρια...

  2. - Ρε Γιάννη, πήγαινε κι εκεί που σου λέω να ρωτήσεις για δουλειά. Μπορεί να βγει κάτι.
    - Δεν πάω πουθενά. Κουράστηκα να ψάχνω, να μου λένε και καλά πως πληρώ τις προϋποθέσεις και στο τέλος να τρώω άκυρα.
    - Έλα ρε συ, μην σε παίρνει από κάτω.
    - Μην με παίρνει από κάτω; Έξι άκυρα αυτό τον μήνα. Έχω σπάσει τα δοκάρια πια...

Αν είσαι ΤΟΣΟ καλός, μπορεί να σπας τα δοκάρια και για παιχνίδι... Ροναλντίνιο, διαφήμιση της Nike. (από patsis, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική ορολογία για να πεις την ασίστ στο ποδόσφαιρο/μπάσκετ.

Χρησιμοποιείται εκτενώς από τον Β. Σκουντή στις περιγραφές μπάσκετ (αν δεν είναι και δικιάς του έμπνευσης, άλλωστε εκείνος μας έδωσε τα παίρνω το πορτοφόλι, βάλ' το αγόρι μου κ.ά.). Στο ποδόσφαιρο το χρησιμοποιεί ο Χ. Σωτηρακόπουλος.

Μπορεί να ειπωθεί και πάρε-βάλε. Επίσης ο κύριος «πάρ' το βάλ' το»κύριος «πάρε-βάλε») είναι ο αθλητής που έχει έφεση στο να βγάζει ασίστ.

Παρεμφερή:

  • μπαλιά διαβήτης
  • μπαλιά λέιζερ
  • μπαλιά συστημένη
  1. Άσε, ρε με τον Σισσέ ναούμ', αφού όλα του τα γκόλ ήταν πάρ' το βάλ' το. Σιγά τα ωά.

  2. (Απο αθλητικό ρεπορτάζ)
    Στο 66' ο Βαλέντσια, που μόλις είχε μπει αλλαγή, σέντραρε στο κεφάλι του Άγγλου διεθνούς στράικερ και στο 74' ήταν η σειρά του Κάρικ που είχε και την ασίστ στο πρώτο γκολ, να δίνει γκολ πάρε-βάλε στον Ρούνεϊ που με νέα κεφαλιά άφησε άγαλμα τον Ντίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παίρνει το όνομα της από τον γνωστό ποδοσφαιριστή Frédéric Oumar Kanouté, προσδίδοντας στον όρο την κάνω μια διαφορετική αλλά και αστεία κατάληξη.

Χρησιμοποιείται σε ποδοσφαιρόφιλους πιο συχνά για ευνοήτους λόγους.

- Πώω άργησα να πάω στο ραντεβού!
- Ε και τι κάθεσαι, σήκω γρήγορα.
- Καλά, την κανουτέ, θα τα πούμε το βράδυ ΕΧΕΙ και ματς..

(από Khan, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση ερασιτεχνικού αγώνα αλάνας / γειτονιάς όπου η μία ομάδα έχει αποδεκατιστεί λόγω διαφόρων παραγόντων (διάβασμα, γκόμενα, η μαμά φωνάζει, έξω μετά από Καλινζτάκειο κλάδεμα νίντζα κλπ.), ενώ η άλλη χαίρεται για το ότι μπορεί και σκοράρει με πλεονέκτημα 34 παιχτών.

Η φράση υπήρξε δόκιμη από τους αθλούμενους εφήβους κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '90. Αναφέρεται ευθέως στον αγώνα-δυσφήμηση της χώρας μεταξύ ΟΣΦΠ και ΤΣΣΚΑ για τα προκριματικά του φάιναλ φορ της περιόδου 1994-95, όπου 5 από τους 10 (τότε) παίκτες της ρώσικης ομάδας δηλητηριάστηκαν με Haloperidol από το αόρατο χέρι του κρόκους, του παντοδύναμου. Αποτέλεσμα η ΤΣΣΚΑ έφτασε να παίζει στον αγωνιστικό χώρο με 3 εναντίον 5.

Παρ' όλα ταύτα ο ανεκδιήγητος γαύρος (και ο πιο ανεκδιήγητος φίλαθλος κόσμος του) πανηγύρισαν δεόντως (δηλαδή χωρίς καμία απολύτως τσίπα) την ανατροπή της διαφοράς των 30 πόντων του πρώτου αγώνα (96-66) και την πρόκριση στο φάιναλ φορ.

- Άντε μαλάκες το διαλάμε!!
- Ναι ρε σεις μείναμε 4 με 6....δεν παίζουμε μπάλα…κορόιδο παίζουμε!! Γαύρος ΤΣΣΚΑ το καταντήσαμε
- ...όχι τώρα ρε πούστη που βάζαμε και κάνα γκολάκι....!!!

(από Abas, 12/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει: Εξ υπαρχής, χωρίς περιθώριο αντίδρασης, ακαριαία, πρωθύστερα, κατ’ ευθείαν, αιφνιδιαστικά.

Συνώνυμο του γκολ απ' τα αποδυτήρια, αφού προέρχεται απο την ποδοσφαιρική αργκό, δηλαδή στην πλήρη μορφή της, η έκφραση έχει ως γκόλ απ’ τα μπετά, το’ βαλε απ’ τα μπετά κλπ, δηλαδή αιφνίδια επίθεση απο τις τσιμεντένιες βάσεις-κολώνες-κερκίδες του σταδίου, πριν καν αρχίσει το ματς.

Σημείωση: Μπετά=εξελληνισμένος πληθυντικός του γαλλικού μπετόν (όπως το μαγιώ-τα μαγιά, το ζαμπόν-τα ζαμπά, το καρμπόν-τα καρμπά, το ταμπόν-τα ταμπά, το ταμπλώ-τα ταμπλά, το βιτρώ-τα βιτρά κ.ο.κ.). Αντίστροφα δεν πολυσυνηθίζεται εκτός ολίγων περιπτώσεων π.χ. τα μπανιερά-το μπανιερό, τα μήντια/μύδια-το μήντι/μύδι, ενώ τα κρασιά Καμπά παραμένουν ως έχουν στον ενικό.

Αφιερωμένο στον (παροδικώς ελπίζω) αποχωρούντα Μπούμπη και στον Μπετατζή λόγω συναφείας...

- Πότε δίνεις για δίπλωμα οδήγησης;
- Λέω σε κανα-δυο μήνες.
- Έχεις ταΐσει τους εξεταστές;
- Μπααα... Αφού οδηγώ απ’ τα δεκάξι μου, τί τώρα;
- Καλά αγόρι μου, αν δε λαδώσεις σε κόβουνε απ’ τα μπετά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος έρχεται από την αθλητική ορολογία (συναντάται σε μπάσκετ, ποδόσφαιρο, κλπ). Που αναφερόμαστε;

Μιλάμε για έναν προπονητή που ξέρει πως έχει καβάτζα από άξια και αρκετά άτομα στον πάγκο των αναπληρωματικών, για όλους τους απαιτούμενους ρόλους (π.χ. επιθετικούς, αμυντικούς, κλπ) και συνεπώς έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις προκύπτουσες συγκυρίες κατά τη διάρκεια ενός ματς (π.χ. ένας παίκτης χτύπησε, ή δεν αποδίδει όπως θα αναμενόταν, κουράστηκε, κλπ. Θα μπορούσε ακόμη ο προπονητής να θέλει να αλλάξει μορφή στο παιχνίδι, ή να θέλει να ανταποκριθεί επιτυχώς στην αλλαγή της μορφής του παιχνιδιού που επέφερε ο αντίπαλος, κλπ). Στόχος του είναι να διατηρεί συνεχώς σε υψηλά στάνταρ την απόδοση της ομάδας του κατά τη διάρκεια ενός ματς ώστε να μπορέσει η ομάδα του να αναδειχθεί νικήτρια (βλ. παρ. 1).

Διευρύνοντας την παραπάνω έννοια, μιλάμε για την αξιοποίηση του στελεχιακού δυναμικού του κατάλληλου πάγκου (επάρκεια καταρτισμένων και έμπειρων στελεχών) για όλους τους τομείς δράσης ενός οργανωμένου συνόλου (π.χ. κράτους, εκκλησίας, εργοστασίου, τράπεζας, κλπ) από κάποιον που έχει την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου αυτού.

Αυτός θα πρέπει στο κατάλληλο timing να μπορεί να χειριστεί επάξια τις προκύπτουσες αντιξοότητες και τις προκύπτουσες ευκαιρίες ώστε το αναφερόμενο οργανωμένο σύνολο να καταφέρει να επιτύχει τους στόχους του κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο.

Αν βέβαια ο τύπος αποδειχτεί κατώτερος των περιστάσεων (κακός σχεδιασμός δράσης, κακή οργάνωση, πυροσβεστική ή ανεπίκαιρη προσπάθεια για αντιμετώπιση μιας δυσμενούς κατάστασης, κλπ.) τότε ότι πάγκο κι αν έχει το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο βλ. παρ.2).

  1. Μα κυρίως φταίει κι ο τρομερός πάγκος! Δεν είναι δυνατόν να βγάζεις με την ίδια ενδεκάδα όλο το πρωτάθλημα... Κι αυτό γιατί δεν έχεις πάγκο! Δες

  2. Ψηφίστε μας είμαστε άχρηστοι. Ποιος το λέει; Οι νεοδημοκράτες βεβαίως. Δηλαδή δεν το λένε ακριβώς έτσι αλλά όποιον νεοδημοκράτη ρωτήσεις γιατί τα σκάτωσε ο Καραμανλής θα σου απαντήσει, ότι ο ίδιος είναι καλός, αλλά δεν είχε πάγκο. Δεν έχω πάγκο σημαίνει δεν βρίσκω άξιους να ρίξω στο παιγνίδι. Είναι δηλαδή όλοι άχρηστοι στον πάγκο. Και αυτό το δηλώνουν υπερήφανα οι ψηφοφόροι του κουρασμένου. Δες

(από GATZMAN, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτωχή εκσφαενδονιά (κατά το λατινικό -ae), εκσφαενδονιά δε...

Αυτός που αγαπεί το μπαλόνι ωσάν το πουλί του, που νομάει πως είναι ο Πελές και ο Ντιεγκίτο, όπως πρόσφατα δήλωσε ο Κατσούρ, και που εν τέλει, δεν πασάρει τη λάμπα με τίποτες...

Καραδοκεί τους συμπαίχτες του μπας και τολμήσουσι να την ζητήσουν, και τη κρατά σφιχτά μέχρι να την εχάσει...

Σπανίως κάνει το flairικά αδύνατο, μα κυρίως ελλοχεύει μπας και του τηνε τσιμπήσουνε...

Πρόκειται για τον πεπερασμένο ντριμπλαδόρο, τον Χατζηπαναγή του μέλλοντος, τον Leto, Καραγούνη, κτλ... που κρατεί το νήμα γι' αυτόνανε... κατά το σύνηθες το μάτς δεν πάει καλα, αν ούσι ευρωπαικό...

Κάρπετ- Έτσι η ομάδα επιμηκύνεται, γίνεται πιο στατική και η επίθεση καταντά να βασίζεται σε ατομικές ενέργειες τις οποίες αρκετοί από τους παίκτες (Λέτο, «Κάρα», Σαλπιγγίδης, Νίνης) γουστάρουν και τρελά. Ο ΠΑΟ, παίζοντας άμυνα στατικά με σκοπό την κάλυψη των αμυντικών του και επίθεση χωρίς πολλές συνεργασίες και με μια μονότονη προσπάθεια αξιοποίησης του Σισέ, γίνεται προβλέψιμος.

Επειδή είναι μια ομάδα με βαρύτητα κερδίζει 1-0, μια άλλη στη θέση της δεν θα κέρδιζε. Ο δεύτερος λόγος είναι ψυχολογικός. Η ομάδα έχει άγχος, αλλά έχει κι ένα τεράστιο άλλοθι: την παρουσία του προπονητή της, ο οποίος τελεί υπό διωγμό. Ο Τεν Κάτε φταίει για όλα! Για το ότι ο Σισέ χάνει τα άχαστα. Για το ότι στην άμυνα κουτουλάνε. Για το ότι ο Λέτο για να πασάρει πρέπει να βγάλει πρώτα την μπάλα γκόμενα. Για το ότι ο «Κάρα» δεν παίζει γρήγορα. Για το ότι ο Κατσουράνης περπατάει.

(από joe909, 07/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδική έκφραση των φιλάθλων του Π.Α.Ο.Κ. που έχει βγει και στον υπόλοιπο κόσμο.

  • Κατ’ αρχήν σημαίνει συσσωρευμένη και, προς το παρόν αδιέξοδη (ή ανίσχυρη), οργή. Είναι αυτό το σφίξιμο στα μηνίγγια, αυτός ο πονοκέφαλος που σε πιάνει από το κακό σου όταν φουρκίζεσαι, όταν με θρασύτητα σε θεωρούν θύμα και σε υποβάλουν σ’ ένα αργό διανοητικό βασανιστήριο. Όπως, άλλωστε, το να βλέπεις την ομάδα σου να παραπαίει ανάμεσα στην μετριότητά της και την (ντεμέκ μονίμως) σικέ διαιτησία, καταστάσεις από τις οποίες, εξάλλου, γεννήθηκε η έκφραση.
  • Δηλώνει όμως και την μεγάλη ένταση οποιουδήποτε «οπαδικού» συναισθήματος, ήτοι τυφλού και αυτόβουλου, αυτήν τη γκάβλα με την οποία δεν αφήνεις να παίξει κανένας πούστης.
  • Λέγεται και συμπληρωματικά με την χαιρετούρα, από μόνο μπλακ (pun intended) ατομάκια, σαν το «εδώ» αλλά καμία σχέση. Στο εδώ είσαι, τουλάχιστον, κάπου εδώ, στο τα μυαλά μας πονάνε είσαι μάλλον αλλού.

Η έκφραση είναι παγιωμένη σε αυτήν την πληθυντικιά μορφή. Θυμίζει λίγο τα παλιότερα οπαδικά ΠΑΟΚ και τα μυαλά στα κάγκελα, και τα μυαλά στο μπλέντερ κλπ, τα οποία βέβαια δεν είναι μόνο παοκτζήδικα.

Αν θέλουμε να το γιαλομιάσουμε το πράμα, η έκφραση αποδίδει, εν μέρει αλλά χαρακτηριστικά, τον σαλονικιώτικο συνδυασμό πάθους με την μπάλα και μόνιμης γκρίνιας και δυσαρέσκειας με οποιονδήποτε σχετίζεται με αυτήν, κυρίως βέβαια την παράγκα του αθηναϊκού κατεστημένου. Λέμε τώρα...

1α. - Πάλι ισοπαλίες με την Κωλοπετεινίτσα μέσα στην Τούμπα, πάλι στημένα πέναλντι, πάλι μαλακίες...
- Κοίτα, το πέναλντι...
- Ρε τι να μας πεις τώρα κι εσύ για τον ΠΑΟΚ, κωλοχαμουτζή, τα μυαλά μας πονάνε ρε!
- Λαμιώτης είμαι θείο...
- Το ίδιο κάνει!

1β. - Καλά, αφού βγάλαμε κέρδη γιατί δεν μοιράζουνε μπόνους;
- Έβγαλε ανακοίνωση ο πρόεδρος, είναι λέει η κρίση, να μην προκαλούμε και τέτοια ινδιάνικα.
- Ε ρε πίπες... Τα δικά τους τα μπόνους δεν τα κόψανε όμως!
- Λες ε;
- Μόνο λέω; Εδώ ο γενικός πήγε κι έκλεισε βίλα στη Μύκονο. Τα μυαλά μας πονάνε εδώ μέσα, μας δουλεύουνε αγρίως λέμετε...

  1. - Τι εικονίδια είναι αυτά ρε; Το αφήνω πισί και το βρίσκω εικονοστάσι;
    - Μεγάλε μην τρελαίνεσαι έτσι για δυο συντομεύσεις. Το πρόγραμμα του τζιπιές είναι και το Word δεν τρέχει τίποτα...
    - Τον υπολογιστή που έχει πάνω το λάινεϊτζ δεν τον πειράζει κανείς. Τα μυαλά μας πονάνε μ' αυτό το παιχνίδι, το καταλαβαίνεις;

  2. - Πού 'σαι ρε Μπάμπη, τι κάνεις;
    - Καλώς το καρντάσι, τα μυαλά μας πονάνε κολλητέ...
    - Εχμ, ναι. Σωστό κι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified