Selected tags

Further tags

Προκύπτει από το στερητικό -α και την λέξη μπάλα... Δεν είναι αυτός που έχει χάσει την μπάλα, αλλά εκείνος που ενώ παίζει δεν την κατέχει καθόλου (δεν το ξέρει το τόπι ρε παιδί μου)... βλέπε Τάσος Πάντος.

Όταν ο Ανατολάκης προσπαθεί να βρει με μακρινή μπαλιά τον Ριβάλντο και... ξέρετε τι τελικά συμβαίνει...

Togolese defender Jean-Paul Abalo (από allivegp, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίζει καλό ποδόσφαιρο. Ο «τεχνίτης της μπάλας».

- Πολύ μπαλαδόρος αυτός ο πιτσιρικάς της Κέρκυρας. Να μου το θυμηθείς, σε 1-2 χρόνια αυτός θα παίζει σε ομάδα της πρώτης εθνικής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής, συνηθέστατα επιθετικός, που δεν καταφέρνει να σκοράρει ακόμη και στις πιο εύκολες ευκαιρίες

-Τι χασογκόλης είναι αυτός ο Μαραντόνα! Πάλι στο δοκάρι την έστειλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Ολυμπιακού, κατά τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Είναι η απάντηση των «πράσινων» στο «λαγοί» που τους αποκαλούν οι «κόκκινοι».

- Άντε ρε βαζελάκο που μιλάς κιόλας, τριάρα φάγατε την Κυριακή! - Κοίτα ρε που μας κουνιούνται και οι αρουραίοι, οι τελευταίοι της Ευρώπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά: αυτός που κάνει body building και καταλήγει να έχει τόσους μυς που να μοιάζει με ντουλάπα. Ο σφίχτης ή σφίχτερμαν.

-Κοίτα εκεί την παρέα με τα μπιλντέρια! Είναι τρία άτομα και πιάνουν χώρο για έξι. Κανονικά δεν πρέπει να του αφήνουν να μπαίνουν σε μικρά μπαράκια! -Θα 'ναι κολλητοί του πορτιέρη, δεν τον είδες και αυτόν πως ήταν; Σφίχτης και αυτός.

(από jesus, 23/02/10)(από electron, 05/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.

Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.

-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.

Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ

Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις ντόπα και man. Έτσι χαρακτηρίζουμε έναν άντρα ο οποίος παίρνει αναβολικά και συγκεκριμένα κρεατίνη. Τα μπράτσα του μοιάζουν με χοιρομέρι και ο σβέρκος του με μπούτι αλόγου.

- Ρε κοίτα πώς είναι αυτός απέναντι!! Τεράστιος. Τον ξέρεις;
- Ναι ρε είναι ο ντόπερμαν του Joe Weider.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified