Selected tags

Further tags

Η φράση «δωματιάκι» συχνά αναφέρεται στον σύνδεσμο φιλάθλων της ΑΕΚ που βρίσκεται στους Αμπελόκηπους, λίγο πιο πέρα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το συναντάμε σε υποκοριστικό (αντί του ορθότερου «δωμάτιο») λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας σε άτομα που μπορεί να φιλοξενήσει (φημολογείται πως είναι 20 τ.μ.).

Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ συγκεντρώθηκαν στο δωματιάκι για να πάνε οργανωμένα στο γήπεδο λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «κλατσάρω» χρησιμοποιείται στο μπάσκετ όταν κάποιος είναι πολύ τυχερός και καταφέρνει να βάζει συνεχώς και με κάθε σουτ καλάθι.
Προέρχεται από το «κλατς», που σημαίνει ότι το καλάθι μπήκε εύκολα.

Τι βλέπω, κλατσάρεις σήμερα ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση των λέξεων μπακ (=οπισθοφύλακας, αμυντικός) και τέρμα (συντομ. για τερματοφύλακα). Χαρακτηρίζει τον τερματοφύλακα που βγαίνει μακριά απ' την εστία του, εκτός περιοχής, και σε θέση όπου συνήθως κινείται ο κεντρικός αμυντικός.

Το μπακότερμα, είτε επεμβαίνει για να αποσοβήσει κίνδυνο στην «πλάτη» της άμυνας, είτε ανεβαίνει ψηλά για να προωθήσει το επιθετικό παιχνίδι, έρχεται σε επαφή με την μπάλα αποκλειστικά με τα πόδια ή το κεφάλι και ποτέ με τα χέρια. Το γεγονός ότι η εστία μένει αφύλακτη, κάνει το μπακότερμα επιλογή υψηλού ρίσκου, ένα πραγματικό ποδοσφαιρικό δίκοπο μαχαίρι. Στις επιτυχημένες επεμβάσεις το μπακότερμα γίνεται ήρωας, εκθέτοντας ταυτόχρονα τους συμπαίχτες του που τον αναγκάζουν να καλύπτει και δικές τους θέσεις. Στις αποτυχημένες γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος, ειδικά όταν το ρίσκο μοιάζει εντελώς αχρείαστο. Στην πιο ακραία του μορφή, το μπακότερμα δεν θα αρκεστεί σε έναν προωθημένο αμυντικό ρόλο, αλλά θα ανέβει με την μπάλα ψηλά επιχειρώντας ακόμη και ντρίπλες απέναντι στον αντίπαλο επιθετικό. Οι τερματοφύλακες που επιλέγουν αυτό το στυλ παιχνιδιού έχουν χειρισμό της μπάλας άνω του μέσου όρου για τη θέση τους, και συνήθως πρόκειται για παλαιούς επιθετικούς που το γύρισαν στο τέρμα.

Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τερματοφυλάκων-μπακοτερμάτων είναι οι Ρενέ Χιγκίτα, Φαμπιάν Μπαρτέζ, Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ από το εξωτερικό και Ηλίας Ατματσίδης (aka ο τερματοφύλακας-λίμπερο), Aντώνης Νικοπολίδης, Κυριάκος Τοχούρογλου στην Ελλάδα. Βεβαίως όλοι οι τερματοφύλακες έχουν κατά καιρούς βρεθεί σε θέση μπακότερμα.

Στο σχολικό ποδόσφαιρο το μπακότερμα δεν αφορά μεμονωμένες επεμβάσεις, αλλά πρόκειται για μόνιμη θέση καθόλη τη διάρκεια του αγώνα, είτε γιατί μια εκ των δυο ομάδων αγωνίζεται με παίχτη λιγότερο, είτε γιατί και οι δυο ομάδες αγωνίζονται με λιγότερους παίχτες από όσους απαιτούνται για να καλύψουν το χώρο και να κάνουν παιχνίδι αξιοπρεπώς.

Εναλλακτικά το μπακότερμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοινωνική ζωή για να χαρακτηρίσει συμπεριφορά. Επαινετικά για άτομα με θετική πληθωρική δράση, ειρωνικά για όσους επιχειρώντας να προβληθούν μπλέκονται σε ξένα χωράφια ή αναλαμβάνουν πολλά καθήκοντα ταυτοχρόνως όντας ανεπαρκείς σε όλα, καταλήγοντας να δημιουργούν προβλήματα και εκνευρισμό στους υπόλοιπους.

  1. - Αυτός ο αργοκαρούτας ο λίμπερο ούτε μια μπαλιά δεν κατάφερε να κόψει.
    - Ευτυχώς έβγαινε μπακότερμα ο γάτος και την έδιωχνε πριν χωθεί ο επιθετικός.

  2. - Πού είναι η μάνα σου;
    - Έχει βγει για ουζά.
    - Μπράβο η κυρά Μαρία.
    - Ε, δουλεύει σα σκυλί όλη βδομάδα, μετά μας μαγειρεύει, μας πλένει, μας συγυρίζει, έχει και τον πατέρα μου να τα θέλει όλα στο πιάτο. Το αξίζει.
    - Μπακότερμα η κυρά Μαρία δηλαδή.

  3. - Τί μαλάκας είν' αυτός ρε.
    - Την έχει δει μπακότερμα ο δικός σου. Χώνει τη μύτη του παντού. Χτες δεν άντεξα και του 'πα ρε Σπύρο, δεν είναι δουλειά σου αυτό, γιατί μπλέκεσαι και τα κάνεις και χειρότερα;
    - Και τί σου πε;
    - Τί να πει μωρέ ο απάλευτος. Έφυγε και καλά εκνευρισμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ αργός. Παρότι θεωρητικώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί οπουδήποτε, η χρήση του προς το παρόν είναι αυστηρώς ποδοσφαιρική.

Η αργοκαρούτα -σπανιότερα και ο αργοκαρούτας- προκαλεί τη μήνιν εξαιτίας της έλλειψης οποιουδήποτε ίχνους έντασης και ταχύτητας στο παιχνίδι του. Συνήθως πρόκειται για παίχτες κέντρου με υψηλή τεχνική κατάρτιση ή εγκεφαλικό παιχνίδι που προσπαθούν μέσω αυτών να αναπληρώσουν την αδυναμία ή την απροθυμία τους να τρέξουν. Είναι άνω του μέσου όρου ύψους και το θέαμα του μεγάλου, συρτού διασκελισμού τους, μεγιστοποιεί αισθητικά το έλλειμμά τους. Σήμα κατατεθέν του αργοκαρούτα είναι οι συνεχείς οδηγίες προς τους συμπαίκτες του για το πού πρέπει να κινηθούν. Αυτό γίνεται με το στόμα ή με το χέρι σε στάση που ομοιάζει με στρατηγό, εξού και η αργοκαρούτα πολλάκις αποκαλείται επαινετικά προπονητής στο γήπεδο.

  1. - Δεν το περίμενα ρε φίλε. Μα 5 γκολ σ' ένα ημίχρονο.
    - Πού πας ρε μεγάλε με τις αργοκαρούτες; Δε βλέπεις ότι οι άλλοι είναι φυσέκια; Σκόνη σε κάνανε.

  2. - Αυτός ο Τσάρτας, τρομερή τεχνική. Με διαβήτη την έστελνε την μπάλα.
    - Αν δεν ήταν τόσο αργοκαρούτα θα 'παιζε στη Ρεάλ Μαδρίτης ο Μπίλυς.
    - Ναι, περιπατητής. Βασικά ακόμα κι όταν μιλάει, αγκομαχώντας το πάει. Θέλει 10 λεπτά να παραγγείλει καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυο παρόμοιες λέξεις, που χρησιμοποιούνται κυρίως με δύο συναφείς σημασίες:

  1. Ο αποχαυνωμένος, ο απαθής, που δεν έχει όρεξη να συμμετάσχει στα γεγονότα, αλλά τα παρακολουθεί από την τιβί, καθισμένος στον καναπέ του. Έχει κυρίως πολιτική σημασία, δηλαδή πρόκειται για τον μικροαστούλη, που δεν εξεγείρεται με καμία Παναγία. Ακόμα κι αν θίγονται τα ίδια του τα ζωτικά συμφέροντα, πολύ απλά δεν έχει μάθει να αντιδρά. Μπορεί να είναι και καβατζόπουστας, μπορεί να είναι και βολεψάκιας, αλλά μπορεί απλά η πολιτική δράση να είναι εκτός των δυνατοτήτων-δεξιοτήτων που έχει οικειωθεί.

Επίσης, χρησιμοποιείται για αυτόν που δεν αθλείται, αλλά ζει υπερβολικά καθιστική ζωή. Για τον φίλαθλο που δεν πάει στο γήπεδο. Και για αυτόν που δεν κινητοποιείται για να βοηθήσει συνάνθρωπο, που δεν κουνάει το μικρό του δαχτυλάκι για οποιοδήποτε λόγο. Πρόκειται για έναν σταρχιδιστή φιλόσοφο, που ακολουθεί την ρήση του καναπαρμενίδου «ταὐτὸν ἐστὶ καναπεδονοεῖν καὶ καναπεδεῖναι» και διακρατεί μια σκέψη απάθειας ταυτιζόμενη με την απόλυτη και αδιάρρηκτη συμπάγεια της ένωσης του σώματός του με την απόλυτη ακινησία του καναπέως.

  1. Στην αθλοσλάνγκ, είναι ο οπαδός ομάδας που έχει αποκλειστεί, οπότε ακόμη κι αν δεν είναι καναπεδάκιας με την πρώτη σημασία, γίνεται ακουσίως τοιούτος, αφού δεν μπορεί να πάει στο γήπεδο μετά τον αποκλεισμό, και παρακολουθεί την υπόλοιπη διοργάνωση επί του καναπέος. Τσούζει, ιδίως, αν μια προαιώνια αντίπαλη ομάδα, λέγε με Ολυμπιακό-Παναθηναϊκό συνεχίζει στην διοργάνωση. Εξ ου και χρησιμοποιείται για να λοιδορήσει ακριβώς οπαδό αντίπαλης αποκλεισμένης ομάδας. Το κρίσιμο και εδώ είναι το πακέτο καναπές-τηλεόραση.

Ενδιαφέρουσα η (ορθώς) πορτοκαλί ετυμολογική ανάλυση εδώ: < καναπές < γαλλικό canapé < μεσαιωνικό γαλλικό conopé < λατινικό conopeum, conopium < αρχαίο ελληνικό κωνωπεῖον. Όπου κωνωπεῖον ήταν κάτι σαν κουνουπιέρα, ένα ύφασμα που εμπόδιζε τα κουνούπια, με το οποίο σκέπαζαν το ανάκλιντρο (αυτό το πέρασμα της σημασίας από το επικαλύπτον ύφασμα στο καλυπτόμενο έπιπλο μου θυμίζει και τον επιτάφιο).

Τέλος, μια μικρή παρατήρηση: η λέξη καναπεδάτος δηλώνει περισσότερο μια προσωρινή ιδιότητα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός ή επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου, σε φράσεις όπως λ.χ. «καναπεδάτος θα δει το Φάιναλ Φορ ο οπαδός της τάδε ομάδας», ενώ το καναπεδάκιας μια μόνιμη ιδιότητα και μπορεί να χρησιμεύσει περισσότερο ως επιθετικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο, λ.χ. «τελικά, είσαι μεγάλος καναπεδάκιας». Βεβαίως, τα δύο αλληλεπικαλύπτονται, οπότε η σημασιολογική διαφορά είναι πολύ μικρή.

  1. α. Νεοέλληνας ο καναπεδάτος, ο βολεμένος και τακτοποιημένος δεν πρόκειται να χαλάσει τη «ζαχαρένια» του για 400 ή 500 ψωρο-ευρώ το μήνα. Έχει εξασφαλίσει πολλά περισσότερα, καιρό πριν, από τότε που ξέφυγε από τα δίχτυα της ιδιώτευσης και αρπάχτηκε στο κρουαζιερόπλοιο του δημοσίου
    «Το θέμα είναι να τρουπώσεις. Τρούπωσες; Τότε όλα είναι καλά και δε σε νοιάζει τίποτε»...
    Ποιοι είμαστε τελικά οι νεοέλληνες; Η Ελληνική κοινωνία, στην πλειοψηφία της, μερικές δεκαετίες τώρα (ο κάθε ένας με τον τρόπο του), έζησε μέσα σε ένα όνειρο καλοπέρασης, σπατάλης, ωχαδελφισμού, ατομικισμού και πολιτιστικής αποχαύνωσης. (Εδώ).

β. Καναπεδάτος και δεύτερος!
Τα παραμύθια και η προπαγάνδα πάνε περίπατο, αφού παντού - δεν υπάρχει πλέον κάτι άλλο - οι πράσινοι από τους καναπέδες τους βλέπουν την πλάτη του Θρύλου. (Εδώ).

γ. Καναπεδάτος Γολγοθάς. Εδώ).

  1. Ο καναπεδάκιας Έλληνας. Ο καλοπερασάκιας Έλληνας λούφαξε. Ναααα, του πάει. Από τον καναπέ κάνει αντίσταση και απεργεί. Σήμερα, πόσοι δεν πήγαν στη δουλειά τους εξ αιτίας της απεργίας; Κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Τι έκαναν όλοι αυτοί; Έβλεπαν τηλεόραση στη ζεστασιά του σπιτιού τους!
    Αυτό το είδε η Μέρκελ, ο Τόμσεν, το Δ.Ν.Τ. και ολόκληρη η Ευρώπη.
    Κότες, οι Έλληνες, θα είπαν σίγουρα. Γι’ αυτό, ας βγάλουμε τώρα το κωλοδάχτυλο και ας τους χώσουμε το αγγούρι.
    Βοήθειά μας..............« (Εδώ).

β. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΚΑΤΕΒΕΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΩΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΑΠΕΔΆΚΙΑΣ. (Εδώ).

γ. Σε αυτό το παιχνίδι και ο κάθε ξεχασμένος ΠΑΟΚτσής και ο κάθε καναπεδάκιας θα πάρει το εγγόνι του να κατέβει τι με λες τώρα! (70.000 ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ στο ΟΑΚΑ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος μπασκετικός όρος που δηλώνει ένα αψεγάδιαστο καλάθι. Συγκεκριμένα, η μπάλα βρίσκει τόσο καλό στόχο που το διχτάκι δεν μετακινείται ούτε εκατοστό.

Η προέλευση του όρου είναι μάλλον ο ήχος τύπου «τσαφ» που, στη φαντασία των παικτών, προκαλεί ένα τέτοιο καλάθι.

Ρούφα το τσαφάκι μωρή αδερφή!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίρρημα συγγενές του ρήματος χλατσώνω. Έχει μια ποικιλία σημασιών, που μπορεί να προέρχονται από την μπασκετική σημασία του χλατσώνω, ήτοι «βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, παρά μόνο διχτάκι», αλλά μπορεί απλώς να προέρχονται από τον ήχο χλατς, τον οποίο με λίγη φαντασία ακούμε σε πληθώρα περιστάσεων, λ.χ. κατά την σεξουαλική διείσδυση, όταν χτυπάνε διάφορα μπλιμπλίκια στον υπολογιστήρα, και αλλού.

Παρά την ποικιλία και απροσδιοριστία των χρήσεών του, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σημασίες του επίρρηματος χλατσωτά στο απολαυστικά, και εδώ η μπασκετική, όσο και η σεξουαλική σημασία του είναι σχετικές. Όπως ένα χλατσωτό καλάθι το απολαμβάνουμε εμείς και τσούζει τους αντιπάλους, έτσι το χλατσωτά δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται χωρίς προσκόμματα, εμπόδια για τον δρώντα, αλλά με άνεση, ενώ μπορεί και να επιφέρει τσούξιμο σε παθόντα. Συναφώς μπορεί να σημαίνει «χωρίς δισταγμό».

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. Η χυλοπιτα ειναι η αργη και βασανιστικη απολαυση που προσφερεις σε μια γυναικα οταν στη ριχνει χλατσωτα(οπως ο Πετζα στο Σεφ εκεινο το καταραμενο 1999) (Εδώ).

  2. υποστηριξα χλατσωτα τη νομιμοποιηση της φουντας (Εδώ).

7.55 (από Khan, 14/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέλος ή οπαδός της ομάδας Πανιώνιος. Βλ. και εδώ.

Σχετικά λήμματα: νιόνιος, Πλαταιείς.

Οι «πάνθηρες» έκαναν το μπρέικ… (Εδώ).

(από Khan, 21/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Αγώνας ομαδικού αθλήματος (ποδόσφαιρου, μπάσκετ) που έχει ξεφύγει από τα πλάνα και τις τακτικές των προπονητών και έχει αποκτήσει «μια άγρια ομορφιά» (κατά την προσφιλή έκφραση των σχολιαστών), δηλαδή το παιχνίδι έχει καταστεί άναρχο και εξελίσσεται φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες, με παίκτες που δεν υπακούουν στα συστήματα των προπονητών και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες με επιθετικό χαρακτήρα κατά το δοκούν (π.χ. run-and-gun).

Συνήθως, υπό τέτοιες συνθήκες τα πνεύματα είναι οξυμένα, το παιχνίδι αναπόφευκτα καθίσταται αντιαθλητικό και οι συρράξεις μεταξύ των παικτών στον αγωνιστικό χώρο και των οπαδών στις κερκίδες, συμπληρώνουν την εικόνα του εκτραχηλισμού και της αποδιοργάνωσης.

  1. Έγινε… ροντέο το ματς στο Παπαστράτειο (εδώ)

  2. Από περίπατος έγινε… ροντέο! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω λιανά κάτι, το εξηγώ αναλυτικά ώστε να το καταλάβει ο άλλος, ειδικά αν πρόκειται για στόκο. Βλέπε επίσης το κάνω πενηνταράκια. Προέρχεται απ' τον προγενέστερο ορισμό της λέξης «νιανιά», δηλαδή του φαγητού που το αλέθουμε για να το καταπιεί ο άλλος πιο εύκολα.

Την έκφραση χρησιμοποιεί συχνά ο τρισμέγιστος Γιώργος Γεωργίου.

- Γιώργο βλέπεις να κάνουμε τίποτα φέτος στην Ευρώπη;
- Με αυτή την ομάδα; Παπάρια μάντολες.
- Γιατί ρε Γιώργο;
- Για να στο κάνω νιανιά να το καταλάβεις, άμα δεν πάρεις δύο πλάγιους να τρέχουν σα σκυλιά στον ασβέστη, δε πρόκειται να παίξεις μπάλα.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified