Further tags

Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.

Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»

Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)

τζους καλιαρντό γκουγκού!!

Γιάννης Λάτσης (Λατσός;) (από GATZMAN, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρκούδα. Δηλαδή χοντρή λύκαινα.

Δικέλεις την κατέ μπαρότατη; Ου μωρη μπαλογουγούλφω!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μετανάστης στα καλιαρντά. Προφανώς απο το αλλού και το τέρα.

Καλιαρντές που είναι οι αλλουτέρες! Όλο στο γυροδιακονιάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα «ντούρα» καλιαρντά (σύμφωνα με τον Πετρόπουλο) είναι ο κακάσχημος.

Σημαίνει «πελάτης πόρνης», δηλαδή είναι τόσο άσχημος που μπορεί να πάει μόνο με πόρνη.

Δικέλεις παραντίκ κατέ; και πουρό και θεόμπαρο και πουτανοκονσόμης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο θεόμπαρος ή το θεόμπαρο είναι ο παχύσαρκος.

Προέρχεται απο τον μπαλό, οπου παρατειρείται μετατροπή του λ σε ρ.

Στη λατσοβεγγέρα δικέλαμε τα θεόμπαρα να αβέλουν μπαλόμπα και λατσά χαλέματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητική αναφορά στο γυναικείο φύλο. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στις μεταξύ των gay συζητήσεις, ως ένδειξη τις ανταγωνιστικής στάσης που έχουν απέναντι τους!

(Σ.Σ. Δεν είμαι gay!!)

(Συζήση σε gay bar)
- Tον ξέρεις τον Μπάμπη που δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, δίπλα από το σπίτι μου; Πολύ παίδαρος!
- Και εσύ τι ξερογλείφεσαι μώρη; Αυτός τα έχει με μία μούντζα, σίγα να μην σε γουστάρει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα. Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα.
Η έκφραση πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως από το Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Καλιαρντά.

- Συγγνώμη νεαρέ, αλλά περίμενα πριν από εσένα για πάρκιγκ. Κάνε πίσω σε παρακαλώ τώρα.
- Τι είπες μωρή καρακαλτάκα, εγώ δεν σε είδα πουθενά.
- Θα φωνάξω την αστυνομία!
- Φώναξε όποιον θες, εγώ θα παρκάρω!

(από Khan, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κοινώς κοιμάται νωρίς όπως οι κότες και ξυπνάει όπως και οι κοκότες πολύ αργά. Με άλλα λόγια κοιμάται πολύ. Πιστεύει πως ο ύπνος τρέφει το παιδί (τι παιδί; Κάτι δεκάδων Μαΐων μαντραχαλάς) κι ο ήλιος το μοσχάρι. Ο τύπος αυτός δίνει πολλή μεγάλη σημασία στην ηχομόνωση του σπιτιού του και ειδικά του υπνοδωματίου του και δίνει μεγάλη σημασία στην επιλογή του κρεβατιού, του μαξιλαριού και των λοιπών συμπράγκαλων ώστε να έχει ένα μακρύ και ονειρεμένο ύπνο. Του τη σπάει η εργασία και δε γουστάρει να ξενυχτάει. Εξέλιξη για αυτόν είναι η επαύξηση των ωρών της ανάπαυσης.

- Πού είναι ο Τάκης; - Αναπαύεται.
- Μα θα με τρελάνεις; Έχω έρθει δέκα φορές σήμερα και ή αυτό θα ακούω, ή ότι φορτίζει τις μπαταρίες του θα ακούω. Τι συμβαίνει;
- Δεν του συμβαίνει τώρα. Είναι μόνιμη η κατάστασή του. Γεννήθηκε κουρασμένος. Γι' αυτό κοιμάται με τις κότες και ξυπνάει με τις κοκότες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified