Selected tags

Further tags

Το νάζι, το σκέρτσο στα καλιαρντά.

Στην τηλεόραση όλα είναι καταπλικτικά! Ο Παπαδάκης σε μεγάλα κέφια! Ο Καμπουράκης με τον Οικονομέα κοιτάζονται σαν να μόλις ψωνιστίκανε στα τζουρά και πανε να ζησουνε τον έρωτα τους κι η Λιάνα η σεμναδερφή τους χέζει όλους και ψηφίζει επιτέλους στη βουλή για να δουν χαρά κι οι αδερφές. Ο Σόιμπλες δεν είναι πια ξινομούρης και με μια ντανιά στο μάτι μου λέει κουλάρισε Μαρινάκι όλα είναι καλά και πιο καλά απ ότι φαντάζεσαι….
[...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Μαρινάκι αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλώνω στα καλιαρντά, δηλαδή το πέος μου συμπεριφέρεται όπως όταν ο φακίρης παίζει τη φακιροπίπιζα.

Ετσι κατέληξα για μια ακόμα φορά στη Φυλής στο γνωστό Νικολεττάδικο, όπου η ξανθιά με το δυναμικό κορμί και σήμερα ήταν όπως έπρεπε να είναι, εξαιρετική δηλαδή για μία ακόμα φορά και τόνωσε το γούστο μου. Ωραίο ροντοσόλ στις ρώγες μου και φακιροπίπιασα αμέσως. (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αφρόλουτρο στα καλιαρντά, εκ του σόδα και σάλιο.

  1. Να δω τώρα πως θα ξεκοκινίσω που μ άρπαξε ο ήλιος απ τη μια μεριά μόνο. Σα τον κώλο της μαϊμούς από τη μια μεριά, το εκρού του νεκρού από την άλλη. Για τέτοια χάλια σου μιλάω!!!!!!!!
    Πάω τώρα να αβέλω τζους λέσι με το σοδόσαλο και να βάλω μετά καμιά πομάδα μπας και φύγει το κοκίνισμα. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. Πήγα κι άβελα τζους λέσι με το σοδόσαλο κάτω από τον καταράχτη κι έκανα μακροβούτια στη λίμνη που 'χε κάνει ο καταράχτης από κάτω του (Μαρινάκι αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φυλακή στα καλιαρντά, η χούμση, ως τόπος που είναι μαντρωμένοι οι λεβέντες.

Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξοµολογήθηκε ότι δυο µέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόµαντρα. «Ήµουνα ροκαί σαµέ, μπέναψε στα ποδανά, µεγαπή λουσµά δυο να µεσουπηχτή µια ζαπετρά κι έγινε κατσαµπού λοσγαµέ κι ήρθανε τα καρακόλια και τα ετοκά, και µας βουζεµάν µας µπουζουριαζάν και βουρ στην κηλαφή. Χρονάκια ρασσετέ γαφαέ…».
Είπα µε το νου µου: «Αχ, κάλιο ψωλή να οµιλεί παρά σαρμέλα µίλι…».
(Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου αποκατέ)

Αφιερωμένο στους εχθρούς του Σαββόπουλου <3 (από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα δάκρυα στα καλιαρντά. Αβέλω κατόλια σημαίνει κλαίω.

  1. Αβέλω κατόλια
    που ντίκω τα τσόλια
    να έχουνε βγει πρεσαντέ
    Αβέλω και ντέζι
    μια λούγκρα με παίζει
    μα νάκα αβέλει μπερντέ.
    (Καλιαρντοποίημα αποκατέ).

  2. Μου τα είπε εμένα ο ίδιος, που πέρασε από το μαγαζί να πιεί καημοζούμι και τα κατόλια να πέφτουν σύννεφο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το μπόντι που σημαίνει σώμα και το μεγεθυντικό καρα-, είναι η κορμάρα, η σωματάρα, ήτοι το γυμνασμένο λατσότεκνο στα καλιαρντά. Μοιάζει παρεμπίπταμπλυ και με το μποντέος / μπονταίος.

  1. «Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη απ' το ερωτικότερο τρεμόζουμο». (Δήλωση του Ηλία Πετρόπουλου για την ερωτική πόλη αποκατέ).

  2. Η καραμποντού θέλει καραμποντού και όλα τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ. Και καλά κάνει, δηλαδή, δεν το παρεξηγώ καθόλου. [...]
    Το κακό με τις καραμποντούδες, όμως, είναι που είναι και προκλητικές! Με τον πλέον φυσικό τρόπο, σου λένε ότι δήθεν σαβουριάζουν τα πάντα και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πήραν στη ζωή τους ούτε μια πρωτεινη. Καλά τώρα… και όλοι εμείς, που έχει σιχαθεί η ψυχή μας το ψητό με τα λαχανικά και πάμε και στα γυμναστήρια, γιατί ντρεπόμαστε να βγούμε στις πλαζ; Που μια φορά πήγα στα βαθιά σε ένα νησί του Αιγαίου κι έκανα τον ξερό και να ‘σου έρχεται μια τουρκική ακταιωρός, κατεβαίνουν κάτι κομμάντα και μου έβαλαν μια σημαία στο κεφάλι! Με είχαν περάσει για βραχονησίδα. Των Ιμίων κόντεψε να γίνει! (Καραμποντούδες ή περί ματαιότητος).

  3. - Καλέ, εκείνη η τσαούσα που έρχεται τις Κυριακές και θέλει μιζ αν πλι η τσουράπω…που τα είχε με εκείνη την καραμποντού από το γυμναστήριο απέναντι.
    - Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαροτεκνό. (Αποκατέ).

  4. Λατσάβελες καραμποντού στο πρεζαντέ. (Από )

(από Khan, 12/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το στερητικό και το καγκουρή που στα καλιαρντά σημαίνει μύτη, είναι η ανέγγιχτη, η αμύριστη, και μεταφορικά η παρθένα (βλ. τα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου).

  1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.
    Παγκρολατσεφτρα. Αυτό ξαναπέστο. Τον τύλιξε η κουροβαλμένη, τον άβελε στη βράκα της η βιδομπλαντορούφα, που μας το έπαιζε και ακαγκούρωτη. Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

  2. αντε μωρη ακαγκούρωτη που μιλάς κιόλας.... (Αποκατέ).

Αποκάλυψη της ετυμολογίας (από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαμάμ στα καλιαρντά.

1. Προψές είχα πάει στην ατμοκαυλού για χαλάρωση και μετά που γύρισα στο σπίτι η χαλάρωση είχε πιάσει για τα καλά και την άραξα στο μπαλκόνι και είχα βάλει κι ένα σταθμό ωραίο στη ζαλίστρα να παίζει σιγανά, μη ξεκουφαθώ κιόλας.

2. Ατμοκαυλού θα γίνει η Ελλάδα από σήμερα έως και την Κυριακή, με τις θερμοκρασίες να φτάνουν κατά τόπους έως και 43 βαθμούς υπό σκιάν. Καλοκαίρι βλέπετε, είμαστε μαθημένα τα Ελληνόπουλα στη ζέστη, για αυτό το λόγο θα ξαμολυθούμε στη γαργαρέτα και θα κατεβάζουμε τα γαργαρογκλασόνια αβέρτα. Χρειάζεται όμως μεγάλη ατενσιόνα, ο κίνδυνος θερμοπληξίας ελλοχεύει, για αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μερικά πραγματάκια για να μην αδικοκουτιαστούμε στα καλά καθούμενα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το τεκνό που ξενυχτάει και νυχτοπερπατάει στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

Σηκώνοµαι να πάω στα τζουρά και όπως περνώ, το αγλαρότεκνο µου τα ρίχνει: «Μπενάβεις καλιαρντά χρυσή µου;» «Και τα τζινάβω και τα µπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;»
«Κρήτη ταραφουντάν κούκλα µου, και έχω µια σερμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωµένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη µου στενή κι η µέλα σου µεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». (Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified