Selected tags

Further tags

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πιο εμφατικός τύπος του κουλό ή κουλά, το οποίο προέρχεται από τα καλιαρντά, και όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο ετυμολογείται από τη ρομανί, όπου khul είναι το σκατό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για την έκφραση «κουλά ντε Παρί» ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκατά των Παρισίων, οπότε είναι κατ' αυτόν ένας «νεότερος, παραπλανητικός και πιο διακοσμημένος τύπος του κουλά». Σημαίνει γενικά και αυτό που λέμε σκατά, μούτι, δηλαδή μια κατάσταση σκατά κι απόσκατα, αλλά και αυτό που λέμε «τρίχες», δηλαδή κάτι το ευτελές και ανυπόστατο ή άκυρο στο οποίο δεν αξίζει να δίνει κανείς σημασία.

Η έκφραση φαίνεται πάντως να έχει βγει από το στενό καλιαρντό πλαίσιο, όπως γενικά το κουλά, το οποίο άλλωστε παρετυμολογείται συχνά από το κουλός, σε σημείο να το βρίσκουμε σήμερα και σε παιδικό τραγουδάκι, το Λιοντάρι των Mazoo & the Zoo. (Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;)

  1. φωνάζει το Φαγάνα στο σχολείο
    του λέει πως ο γιός του δεν ανοίγει βιβλίο
    τα τετράδιά του μες τη μουντζούρα
    όλη η τάξη τον φωνάζει κουμπούρα
    δεν ξέρει πόσο κάνουν τρία και τρία
    και ότι ο Αχιλλέας πήγε στην Τροία
    για αραλίκι όλο ψάχνει αφορμή
    και το μυαλό του όλο το' χει στην εκδρομή
    στη μονοήμερη στην πενταήμερη
    και στα μαθήματα κουλά ντε Παρί
    (Παιδικό καλιαρντοτράγουδο).

2. και άλλα τέτοια κουλά ντε λα Παρί βασανίζουν το μυαλό σου. Σκέψεις χωρίς υπόσταση.

3. τιποτα κλωτσιες μπουνιες κλπ...με μεγαλη μου χαρα,το παραμυθι λαμογια τελειωσε! κατι κουλα ντε παρι του τυπου...βλεπουμε φως στην ακρη του τουννελ, οτι το 2012 ξαναμπαινουμε στις αγορες που ελεγε η αλλη η μουνιτσα και η αναπτυξη που ηρθε και ολα τα ανηθικα ψεμματα που ξεστομιζουν ολα αυτα τα καθικια-προδοτες-οσφυοκαμπτες,δεν περνανε πια !

Got a better definition? Add it!

Published

Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.

-Καλε ροντοσολ αβέλω κουλαβε η μπάμια σερκεντες μούτζα μου
- pote θα βρεθουμε μωρο μου; (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, παραδίδεται από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) ότι σημαίνει την παντρεμένη, σε αντίθεση με το σαρακοστή, που σημαίνει την ανύπαντρη. Προφ επειδή την περίοδο της Σαρακοστής νηστεύουμε, ενώ την περίοδο της Πεντηκοστής αρτυόμαστε, οπότε και επιτρέπει η Εκκλησία μας την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα λαδερά.

Δυο αδελφές σαρακοστές έχει ο Ηλίας, ευτυχώς και μια πεντηκοστή. Να δούμε πότε θα παντρευτεί ο δύστυχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυλιάρα στα καλιαρντά, εκ του ψαμός που σημαίνει (γ)καυλωμένος και του β΄ καλιαρντοσυστατικού -σκελού.

1. τζους μωρη ψαμοσκελου..
αντε να βρεις καμια γκαζοζού να σου αβέλει κανα πουλομουσάφιρο..

  1. ΛΩΛΗ: Α μωρή ψαμοσκελού ξέρω τι θες, ένα πομπίνο-φραπέ για να στανιάρεις....(ο Λένος τον αγριοκοίταξε και του είπε να σκάσει.)
    ΓΙΩΤΑ: Τι έχεις καλέ;; γιατί κλαις;; τι σου είπε αυτός;; και φαινότανε γλυκούλης....
    ΑΝΝΑ: άσε με να κλάψω μπας και βρω τον εαυτό μου, γιατί αισθάνομαι χαμένη....πες μου ρε φιλενάδα, πως δεν είχε πάρει κανείς είδηση τόσον καιρό;; κοιμόμασταν όρθιοι;;; (Από καλιαρντογράφημα αποκατέ)

3. Αβέλω καμιά ψαμοσκελού σου φιλη, να της παίξω πομπίνο-φραπέ, να φλοκάρει, αμα εχεις πες μου, να τρενάρω τα εργατικά, να ανεβω. Μονο μη μπενάβεις ανθυγιεινά, γιατι δεν είμαι κανενας επιτάφιος.

  1. Εχασες πολλά Ψαμοσκελού αλλά δεν βλέπω να εβαλες μυαλό ...νομίζεις ότι στο ΧΑΑ θα ικανοποιήσεις το πάθος σου για τζόγο ... σε μάδησε ο Μπάμπης αλλά φαίνεται ότι ο «πόνος» σου αρέσει ...Τζους καλιαρντό γκουγκού...χαχαχαχα
    Jedi, πρώτα θα παραδεχόμουν ότι έκανα μεγάλη γκάφα με το μουαγέν και ύστερα θα διερωτόμουν τι είναι καλύτερο ... να πάρω αυτό που αντιστοιχεί στο 0,52 ή αυτό που αντιστοιχεί στο μηδέν λόγω της διαγραφής των παλιών μετοχών ... αυτό όμως θα το αποφασίσεις εσυ .... και όπως έκανες λάθος με το μουαγιέν είμαι σίγουρος ότι θα κανεις το ίδιο λάθος και τωρα.... και θα ριξεις και αλλο χρημα στο βαρελι διχως πάτο... (Καπιταλοκαλιαρντοσυζήτηση).

Got a better definition? Add it!

Published

Καλιαρντής προέλευσης, εκ του φλόκια, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω. Πρβλ. και το κάπως πιο επιτατικό ξεφλοκάρω.

1. Κοίτα, πολλά τουλά δεν έχω αλλά λέω να αράξουμε για λίγο σε καμιά βραχονησίδα και να πισέλω λίγο σε κάνα βράχο να μαυρίσω γιατί απ'την ασπρίλα είμαι σαν πούλη από λεύκανση, εσύ παίξε με τη σκύλα, ρούνες δεν έχουμε γύρω-γύρω οπότε δεν φοβόμαστε κανένα και το ξημέρωμα σαλπάρουμε για Γαύδο που έχει καλά χαλέματα αφού φλοκάρω μοναχός μου για λίγο, τι λες;

2. αβέλω να δικέλω το λατσό σου μουτζό να σου κάνω πομπίνο-φραπέ και να βάλω την σερμέλα μου στο μουτζό σου και να φλοκάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ρωσική σαλάτα, εκ του φλόκια και μάλλον του ονόματος της τσαρικής οικογένειας των Рома́нов. Δηλώνει κατ' επέκταση κάθε κατάσταση που είναι υπερβολικά μπερδεμένη σαν ρωσική σαλάτα, που τα συστατικά της είναι ανακατεμένα, ή πιο κυριολεκτικά το μπάχαλο που προκύπτει από τα ματσαφλόκια.

ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΡΛΑ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ,ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕ ΣΤΟ ΡΟΣΟΛΙΜΑΝΤΕ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ . ΤΙ ΣΕΡΜΕΛΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ! ΕΙΔΑ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ. ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΕΣ Ο ΣΟΛΝΤΑ. ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΛΛΑ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΧΟΡΧΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΚΙΑ ΡΟΜΑΝΟΦ. (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς το ροντοσόλ στα καλιαρντά, δηλαδή το γλείψιμο. Το ροντοσόλ ταιριάζει με το κοντροσόλ (=φιλί και γλείψιμο), ενώ το ροσολιμαντέ ταιριάζει με το πιασμαντέ (=μπαλαμούτι και γλείψιμο). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ροσόλι (=σάλιο), που πιθανόν (όχι σίγουρα) ετυμολογείται από το ομώνυμο ιταλικό ηδύποτο (ιταλιστί rosolio).

1. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιάρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσόλ και μπιεσμαν. Αβέλω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτάτη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο.

  1. Kουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν.

Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο Φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χαρχάρα όταν έμαθαν τα Χαρχαρότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό.

Τους φαίνεται κουλό ότι κάποιοι που ήταν ατζινάβωτοι και μέχρι τώρα τους αβέλαν μπιεσμάν την πούλη ξύπνησαν και θέλουν να τζάσουν.
Άρχισαν και το ροσολιμαντέ στο Πρόεδρο ότι έγιναν λατσά τεκνά και ότι δεν θα πουν άλλα μουσαντά στους Χαρχαροτεκνούς για αυτόν. Όμως με αυτό το πλευρό να πισελάσται. Τα μουσαντά το καπί και το μη μπενά Τέλος. Από εδώ και πέρα θα έχει ντουπ και νταπ για αυτό μαζέψτε τα λυσαγμάν γιατί θα έχουμε μεγάλες κέντες. (Καλιαρντογράφημα που αναλύει την πολιτική ζωή του τόπου σε στυλ ένας πούστης να μιλήσει αποκατέ).

  1. Προτιμώ πομπίνο-φραπέ και ροσολιμαντέ της σερμέλας μου από γκομενίτσες. Δεν σε μπενάβω ανθυγιεινά όμως. Μου άρεσε το ποστάκι σου πολύ. Καλές γιορτές εύχομαι φίλε. (Στρέιτ μπενάβων τα καλιαρντά αποκατέ).

Να ετυμολογείται άραγε από εδώ; Κουλό το κόβω. (από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των καλιαρντών από το μπενάβω (=μιλάω) και το κοινό ανθυγιεινά, θα πει κουτσομπολεύω και κακολογώ με ζήλεια και φθόνο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τα εξής συνώνυμα: ανοίγω βιβλίο συγχαρητηρίων, αβέλω κουσούμια, καζεϊνιάζω, κουσουμιάζω, μπενάβω καπνολεκέδες κ.ά.

  1. Η Τζοκόντα η Κράχτρα, που μπέναβε πολύ ανθυγιεινά ήτανε τζαζεμένη αλλά ψυχικιάρα και λειτουργούσε σαν τροχονόμος και έδινε σε όλες στην πιάτσα διαταγές. «Εσύ τράβα από δω». «Από κει πέρασε ένα τσόλι». «Ο κατέ αβέλει μουσαντά». Αν πλησίαζε κάποιο ωραίο τεκνό φώναζε δυνατά «λάτσα, λάτσα, καραλάτσα». Αν σε δίκελε με κανένα επικίνδυνο πελάτη τραγουδούσε : «Ντικ, μαρή, τζουρνεύει το κατέ, μπουτ τζουρνεύει». (Από το καλιαρντογράφημα του Θωμά Κοροβίνη «Η Λολό στην πιάτσα» από το μυθιστόρημα «Ο Γύρος του Θανάτου» αποκατέ).

2. Μη μου στενοχωριέστε και πάθουμε καμία συμφορά (τουτέστιν ανοίξουν λίγο τα στραβά μας- άστε τους ατζινάβωτους να κουελοσφαλάνε!Μπενάβουν ανθυγιεινά).

  1. Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν. (Από καλιαρντογράφημα για την πολιτική ζωή του τόπου αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το καλοκαίρι ή γενικά η καλοκαιρία στα καλιαρντά, εκ του λατσός (=όμορφος) και του τέμπα (=καιρός).

Απαπα μητε και να το συζητας. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου η πουτάνα. Εγώ θα μπισέλω πολλές ώρες τώρα. Με ξεθέωσε ο άχρηστος. Άλλη φορά να σε χαρώ. Έχουμε όλη τη λατσοτέμπα μπροστά μας. Εσυ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Αιντε και καλά να περάσεις. Αβέλω μπακαλούμω και μη μου κρατάς κακία. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 29/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified