Eίναι όταν γινόμαστε έξαλλοι.
Προφανώς δημιουργεί μια εικόνα του «γίνομαι έξω φρενών και βγάζω το βρακί μου, σκίζω τα ρούχα μου».
-Αφρακιάζομαι η κουρκουλεζού, γιατί δεν αντέχω να δικέλω τέτοια πια!!
Eίναι όταν γινόμαστε έξαλλοι.
Προφανώς δημιουργεί μια εικόνα του «γίνομαι έξω φρενών και βγάζω το βρακί μου, σκίζω τα ρούχα μου».
-Αφρακιάζομαι η κουρκουλεζού, γιατί δεν αντέχω να δικέλω τέτοια πια!!
Got a better definition? Add it!
Το αμύγδαλο στα καλιαρντά. Βγαίνει από τα Αρβανίτικα.
Κουρνταβιά είναι η αμυγδαλιά.
-Δεν έχεις μωρή κουρκουλεζού νάκα να χαλέψουμε με το λατσό-μολ; καμιά σιτεμένη φούσκα;
-Έχω κουρνταβά μωρή μπλούκρου.
Got a better definition? Add it!
Η ομιλία στα «ντούρα» καλιαρντά, από το τούρκικο lakirdi.
Ο Πετρόπουλος λέει ότι προέρχεται από τη μάγκικη διάλεκτο.
Επίσης λέγεται και μπέναμα.
Got a better definition? Add it!
ο θεόμπαρος ή το θεόμπαρο είναι ο παχύσαρκος.
Προέρχεται απο τον μπαλό, οπου παρατειρείται μετατροπή του λ σε ρ.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει «διπλανός, κοντινός».
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι σχετίζεται με το γαλλικό près.
Βλέπε επίσης ντικ, παραντίκ και λουάχατος.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση στα καλιαρντά που σημαίνει «γιατί να συμβεί;».
Το πουρκέ προφανώς είναι απο απο το Ιταλικό perche. Το υπόλοιπο είναι πιθανόν ψευτογαλλικό.
Αχ μου έτζασε με το γαργαρότεκνο η λούγκρα! Πουρκέ ντε σκεντέ σε μένα τη ψαμμοσκελού;;
Got a better definition? Add it!
Στα «ντούρα» καλιαρντά (σύμφωνα με τον Πετρόπουλο) είναι ο κακάσχημος.
Σημαίνει «πελάτης πόρνης», δηλαδή είναι τόσο άσχημος που μπορεί να πάει μόνο με πόρνη.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το όνομα του Βασιλικού Κήπου.
Η ετυμολογία του πρώτου στοιχείου είναι από το ρένα που σημαίνει «βασίλισσα».
Got a better definition? Add it!
Τζάστρα είναι η διώχτρα στα καλιαρντά. Απο το ρήμα τζασάρω.
Αυτή είναι τζάστρα. Δεν έχει την αεραγκίστρω.
Got a better definition? Add it!
Ο μετανάστης στα καλιαρντά. Προφανώς απο το αλλού και το τέρα.
Καλιαρντές που είναι οι αλλουτέρες! Όλο στο γυροδιακονιάρισμα.
Got a better definition? Add it!