Μεταφορική έκφραση, σλανγκοπαραλλαγή του κλασικού «με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο».

Σημαίνει ότι προσπαθώ δολίως:
1. Να πάρω τα εύσημα για τους κόπους κάποιου άλλου (εδώ ταυτίζεται απόλυτα με την παραπάνω αρχική μορφή της).
2. Να φορτώσω σε κάποιον άλλο μια πολύ δύσκολη ή επικίνδυνη, πάντως σίγουρα ανεπιθύμητη δουλειά, περιοριζόμενος στο εύκολο κομμάτι της προσπάθειας και με την υστεροβουλία να ιδιοποιηθώ το συνολικό αποτέλεσμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως η προσβολή του ανδρισμού, που ενυπάρχει ως ιδέα στην έκφραση, λειτουργεί μόνο μεταφορικά. Το να χρησιμοποιήσεις, δηλαδή, τον κώλο σου για να γίνεις πούστης, όχι μόνο δεν δηλώνει από τον ομιλούντα κάτι μεμπτό, ίσα-ίσα, φέρει το σημασιολογικό φορτίο ενός οποιουδήποτε επίπονου εγχειρήματος, ακόμα και του πιο «αντρικού».

  1. - Στο παλιό σου τμήμα πας καθόλου;
    - Δεν πατάω. Φοβάμαι μην δω τον καινούριο που βάλανε στη θέση μου και τον αρχίσω στις γρήγορες.
    - Τι σε κόφτει μωρέ, προαγωγή πήρες κι έφυγες, δε σου την έκλεψε τη θέση!
    - Ξέρεις τι κάνει αυτό το τσογλάνι; Πιάνει τους γενικούς και τους δείχνει νούμερα με δουλειές που έκλεισα εγώ πριν φύγω και τιμολογήθηκαν μετά.
    - Ε, θα το καταλάβουνε όταν δεν θα έχει δικά του ντηλ να δείξει. Χέσ' τον.
    - Όχι ρε, δεν το ανέχομαι! Με ξένο κώλο πούστης; Δεν θα μαζευτούμε σε κανένα μύτινγκ; Θα τον σκίσω!

  2. - Δεν είναι τίποτα Γιωργάκη, τριάντα σελιδούλες είναι, εσύ πληκτρολογείς και γρήγορα... Πόσο να σε πάρει, ένα απόγευμα;
    - Μη βιάζεσαι, δεν είναι μόνο δακτυλογράφηση, εδώ μου λες να κάνω διόρθωση, επικαιροποίηση, να βάλω φωτογραφίες... Τις προτάσεις πότε θα τις γράψουμε;
    - Τις προτάσεις θα τις γράψω εγώ, μην στενοχωριέσαι...
    - Για στάσου, για στάσου, και με χώνεις και θα μπει μόνο στο δικό σου πορτφόλιο η έκθεση; Δεν παίζεσαι ρε μεγάλε! Έτσι κάνεις δουλειές εσύ; Με ξένο κώλο πούστης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνω την καλή, έχω το οικονομικό μου πρόβλημα λυμένο, είτε επειδή έχω εξασφαλισμένο εισόδημα είτε επειδή ζω παρασιτικά σε βάρος άλλων. Χρησιμοποιείται με μειωτικό τόνο, χωρίς την έλλειψη ζήλιας και κρυφής επιθυμίας του λέγοντος να είχε κι εκείνος την ίδια τύχη.

Το έτυμον προφανές: ενώ οι πολλοί δουλεύουν δώδεκα μήνες το χρόνο για να τα φέρουνε βόλτα, στον αποδέκτη του σχολίου αρκεί ένας για να καλύψει τους υπόλοιπους έντεκα. Η έκφραση χρησιμοποιείται ευρέως από ανθρώπους με καταγωγή από την Ήπειρο.

  1. - Τον είδες το Δημητράκη, διακοπές στην Ελβετία, βίλα στην Εκάλη και BMW. Οικονομική κρίση σου λέει ο άλλος.
    - E, καλά, αυτός κληρονόμησε ένα σωρό ακίνητα απ' το μπαμπά του. Βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

  2. - Με το γεροπαραλή που τύλιξε η Μπουμπούκα, βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified