Η ευμεγέθης κουράδα.
Είχα να χέσω 4 μέρες, και σήμερα έβγαλα ένα γεννητούρι 2.700gr.
Η ευμεγέθης κουράδα.
Είχα να χέσω 4 μέρες, και σήμερα έβγαλα ένα γεννητούρι 2.700gr.
Δες και γεννητούρια.
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός του αγγλικού χαιρετισμού «cheers» και της τσίρλας. Δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό από το cheers (τα λέμε, άντε γεια), αλλά ακούγεται αστείο. Χρησιμοποιείται πολύ και στον γραπτό λόγο στο internet.
Εγώ φεύγω γιατί έχω μάθημα σε μια ώρα, άντε cheerls.
Got a better definition? Add it!
Η κένωση μετά από μεθύσι, νερουλή και με χαρακτηριστική μυρωδιά.
- Φίλε μετά τα χθεσινοβραδινά έχω πάει σήμερα 3 φορές στην τουαλέτα.
- Μπεκροχέσα;
- Άστα να πάνε...
Βλ. και Bud Mud.
Got a better definition? Add it!
Τα σκατά του ποντικιού.
Μίνυ: Έλα Μίκυ, αγάπη μου...
Μίκυ: Τώρα, αφήνω την ποντικοσφραγίδα μου κι έρχομαι.
Got a better definition? Add it!
Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.
Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.
βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).
- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!
Got a better definition? Add it!
Διάρροια.
- Έφαγα ένα βρώμικο και με πήγε πρωκτοζούμι.
Βλ. και τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι, αίμα, σαντορούμι.
Got a better definition? Add it!
Λήμμα που δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά έτσι, για να βγάλω τ' άχτι μου με την τζονβλάκειο απαγόρευση των υποκοριστικών, ε κι επειδή έχω πολύ καιρό να σκατολογήσω παρά της παροτρύνσεις του τζιζ (χρωστάω, το ξέρω), έχω να σας καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο όμως έχει 2 σημασίες.
Συναντάται επίσης κατά κόρον στην έκφραση «φάε/πάρε μια σκατούλα», δηλ. πάρε τ' αρχίδια μου, «να φας σκατά» κλπ.
Κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ανάξιο λόγου.
Συνώνυμο της απαυτούλας.
Γουτσισμός για ένα αγαπημένο πρόσωπο θηλυκού γένους, ή για κατοικίδιο κλπ.
Είχε «ξεγελαστεί» το μηχάνημα και αυτό που πήρε σαν όγκο ήταν μια – όπως λέγεται – σκληρή μάζα», ή αλλιώς «ghost tumor» (όγκος – φάντασμα) ή «κοπρόλιθος» ή – με άλλα λόγια – πετρωμένη σκατούλα!!!
Εγω το σκαφάκι μου (5 μετρα ειναι, μια σκατουλα) το εχω δηλωμενο σαν μονιμο τοπο κατοικιας.
(Η μάνα στον γιο για τη γκόμενά του)
- Μ' αυτή την σκατούλα που μας κουβάλησες δεν θα τα πάμε καθόλου καλά...
Και τότε ήταν που με πήρε χαμπάρι. Με κατάλαβε η σκατούλα ότι τη βγάζω φωτογραφίες και με κοίταξε.
Όλα, πλην του 3, από το νέτι.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που ναι μεν δεν απαντάται στον γούγλη αλλά λέγεται αρκετά. Περιγράφει ένα ακαθόριστο χρώμα που θυμίζει μουστάρδα με στοιχεία κουτσουλιάς περιστεριού. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε ωραίο, ούτε καν σε πλακάτο χρώμα.
Πάλι θα φορέσεις αυτό το μουσταρδοκοτσιλί σακκάκι; Έλεορ!
Got a better definition? Add it!
Λέξη που κάνει τα παιδιά να γελάνε πολύ (γενικά τα παιδιά γελάνε πολύ με ό,τι έχει να κάνει με τα σκατά).
Πολτοποιημένα σκατά, για όποιον λόγο (χρόνος, βιολογικός καθαρισμός, λίπασμα, ό,τι). Που θυμίζουν σούπα, πχ φασολάδα.
Ενδέχεται όμως και να μην κυριολεκτεί η έκφραση, αλλά να περιγράφει κάτι αρκούντως σιχαμερό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα παραπάνω.
Πάσα: 'Ολιβ, η οποία ανάθεμα κι αν θα γράψει ποτέ κάτι...
- Καθαρά τα νερά στην παραλία;
- Μπα, σκατουλάδα...
(σημ: εδώ δεν ξέρουμε και ούτε θέμε να μάθουμε αν ο ομιλητής αναφέρεται σε κυριολεκτική ή μεταφορική σκατουλάδα).
Got a better definition? Add it!
Με έπιασε τσίρλα!
- Σού λέω ρε ο Τάκης μόνο στα λόγια είναι. Προχθές ήμασταν μέσα στο αμάξι και περνάει ένας μαλάκας ένα στοπ. Και φωνάζει ο δικός σου «ΠΟΥ ΠΑΣ ΡΕ ΟΡΝΙΟ;» Και κατεβαίνει από το αμάξι μια ντουλάπα 2 μέτρα...Ε, και τον πήγε γαρμπίλι! Σηκωθήκαμε και φύγαμε.
Και για όποιον δεν κατάλαβε: με πάει τσιρλιπιπί, αίμα και πανί, τσιλιό, μίλκο, σερπαντίνα, κομφετί, κόψιμο, τσιμέντο, πρωκτοζούμι, κωλοσφιξούρα, κωλοπιλάλα, πλυντήριο.
Got a better definition? Add it!