Για να δηλώσει ότι στο συγκεκριμένο μαγαζί, είμαι θαμώνας, έχω κάνει μεγάλους λογαριασμούς, πηγαίνω συνέχεια.

  1. - Το Galea το έχω χτίσει ρε, έπρεπε να έχουν προτομή μου απ' έξω.

  2. «Ίσα μωρή χαμούρα, εγώ τά 'χω χτίσει αυτά τα μαγαζιά» (Χάρυ Κλυνν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την πτώση του Ανατολικού Συνασπισμού και το τέλος του υπαρκτού Σοσιαλισμού (που τελικά δεν κατάφερε να προχωρήσει από τη Δικτατορία του Προλεταριάτου στον Κομμουνισμό), η λέξη χορός απέκτησε νέα διάσταση.

Χρησιμοποιώντας σήμερα τη λέξη χορός, αναφερόμαστε στο γνωστό χαμούρεμα και μπαλαμούτιασμα γυναικών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε τιμές που κυμαίνονται από 10 μέχρι 15 ευρώ, ανάλογα με το εκάστοτε κωλόμπαρο ανά την ελληνική επικράτεια. Με την είσοδο του πελάτη στο χώρο του κωλόμπαρου, ξεκινάει το αλισβερίσι, με τις κοπέλες να πλευρίζουν τον καβλιάρη Νεοέλληνα και να θέτουν δύο ερωτήματα: να καθήσω να με κεράσεις ένα ποτό ή θα έρθεις για έναν χορό; Για τους πιο θερμούς υπάρχει και ο «χορός prive», ο οποίος με αυξημένο αντίτιμο επιτρέπει μία πλειάδα αυξημένων υπηρεσιών ξε(γ)καβλώματος.

Περιγραφή του χορού σε ιστοσελίδα του ελληνικού διαδικτύου:
«Οι πριβέ χοροί είναι το απόλυτο διεγερτικό για τους άνδρες και γι’ αυτό «ανθούν» στα club του εξωτερικού και της Ελλάδας -και όχι μόνο στα στριπτιτζάδικα. Διαρκούν μόλις λίγα λεπτά αλλά τα παρά τη σύντομη διάρκειά τους αποφέρουν πολλά κέρδη για τις χορεύτριες. Τους κανόνες, εν τοιαύτη περιπτώσει, τους βάζει η εκάστοτε χορεύτρια η οποία υποδεικνύει στους πελάτες πώς να κάτσουν, αφού στους πριβέ χορούς δεν επιτρέπεται το άγγιγμα. Οι άντρες πρέπει να κάθονται φρόνιμοι όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό…Οι χορεύτριες, ωστόσο, μπορούν να πλησιάσουν τους πελάτες όσο θέλουν, χορεύοντας -με σχεδόν αδαμιαία περιβολή- άκρως προκλητικά μπροστά τους, διεγείροντας τις αισθήσεις τους. Σειρά έχει ο επόμενος… »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».

- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός! - Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!

(από profhths, 01/08/08)Ξεσσαλοnike - Ξεσσαλadidas - Ξεσσαλοpuma (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λογαριασμός. Προέρχεται από το αγγλικό bill. Μάλλον ξεκίνησε από τα σκυλάδικα τη δεκαετία του 70.

Συναντάται και ως λυπητερή.

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγριο πιώμα που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα.

- Είσαι απόψε για το κουτούκι του Στέλιου; Θα έχουμε απαρτία. Θα μαζευτεί όλη η παρέα.
- Και βέβαια. Πολύ γουστάρω. Θα γίνει μια κρασοκατάνυξη άνευ προηγουμένου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published

Το νοθευμένο ποτό.

- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με έμφαση στη λαϊκή μουσική, των οποίων τα μουσικά σχήματα εκτείνονται από Ελληνική pop έως βαριά λαϊκά.

- Αυτή κάθε μέρα γυρνά στα μπουζουκομάγαζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified