Further tags

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και γκελ μπουρ(α)γιά.

Στην κυριολεξία = έλα εδώ.

Τούρκικη φράση που πέρασε και στην Ελληνική γλώσσα. Άλλη μία ανάμεσα στις περίπου 1.000 που πολιτογραφήθηκαν Ελληνικές και από τις οποίες οι 500 περίπου είναι σε ευρεία χρήση ακόμα.

Στην νεώτερη Ελληνική, ή μάλλον στα νεώτερα χρόνια, απέκτησε την χροιά της απειλητικής πρόσκλησης σε κάποιον, προς τον οποίον έχουμε λογαριασμούς να ξεκαθαρίσουμε και είμαστε σε πλεονεκτική θέση για να το κάνουμε τώρα.

Κλασσική έκφραση που τα τελευταία χρόνια τείνει προς την εξαφάνιση, καθώς εμφανίστηκαν αμιγώς Ελληνικές σλανγκιές, όπως για έλα να σου ψιχαλίσω δυο φωνήεντα ή και να σου σφυρίξω δυο φωνήεντα, που έχουν ακριβώς την ίδια απειλητική χροιά, αλλά και το για έλα στο θείο που χρησιμοποιείται και με σεξιστική χροιά, και παρεμπίπταμπλυ, δεν υπάρχει σαν λήμμα!

Το αγγλικό ισοδύναμο (θα μπορούσαμε να πούμε), είναι η νεώτερη γκρήκλις φράση για come to δώθε.

Από το Δημοπρόχειρο και τον Dirty Talking με assist του πονηρού σκύλου.

  1. - Γιώργο! Για γκελ μπουρντά αγόρι μου!

  2. - Τασο! Γκελ μπουρντά, γκελ μπουρντά που σε θέλω!

Ταινία, Ελα στο θείο (από GATZMAN, 12/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος όρος για το ποτήρι στο οποίο σερβίρεται η μπύρα χύμα από το βαρέλι. Ναι, ναι, εκείνο το μεγάλο με το χερούλι.

Κατ' επέκταση, η βαρελίσια μπύρα σε ποτήρι.

Η λέξη ψιλοεπιβιώνει στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, στις δεκαετίες του '60 και του '70, το μόνο μέρος στην Ελλάδα που μπορούσε κανείς να πιει μπύρα από βαρέλι ήταν στη Θεσσαλονίκη - και εκεί μόνον στο διάστημα που διαρκούσε η Διεθνής Έκθεσις. Στην Έκθεση κυκλοφορούσε και μια ποικιλία μαύρη μπύρα - η μαύρη μπύρα ήταν σχετικά άγνωστη τότε στην Ελλάδα. Έτσι, για τους μπαγιάτηδες μιας ηλικίας, κρίκερ και μαύρη μπύρα (ΦΙΞ, εννοείται) είναι συνώνυμα του Σεπτέμβρη στη Σαλονίκη μιας άλλης εποχής.

Η λέξη κρίκερ, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, είναι παραφθορά του Krüge ή Krüger που είναι ο πληθυντικός της γερμανικής λέξης Krug. Τώρα, στα Γερμανικά Krug, αντιλαμβάνομαι, είναι γενικά ο αμφορέας και δη ο πήλινος και, σε ό,τι αφορά τη μπύρα, οι Γερμανοί λένε Krug ή Bierkrug το πήλινο ποτήρι. Το κάπως πιο γνωστό σε μας Stein είναι, ας πούμε, ένα είδος Krug με καπάκι από καλάι. Αυτό το γυάλινο ποτήρι που εμείς λέγαμε κρίκερ, στη Βαυαρία τουλάχιστον το λένε Seidel ή, αν είναι του ενός λίτρου, Mass.

Από σέντρα του vikar εδώ και κοντινή πάσα-σχόλιο του ΑΛΛΟΥ.

- Έλα, παιδί μου, δυο σάντουιτς γύρο απ' όλα, δυο πίτα σουβλάκι χοιρινό απ' όλα με χωρίς ντομάτα και δυο Άμστελ ...
- Μπουκάλι;
- Ε, ε... τι ... όχι, όχι ... κρίκερ, κρίκερ ...
- ...
- Κρίκερ, ρε παιδί μου ... χύμα ... απ' το βαρέλι ... - (άσε μας, ρε μπαρμπόιλ) ... Μικρό ή μεγάλο ποτήρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και «ντάλε κουάλε». Από το λατινικό talis qualis, που στο σύγχρονο ιταλικό παίζει σε tale quale (που θα πει «αυτός ο οποίος»).

Άκλιτος επιθετικός προσδιορισμός, για πρόσωπα ή καταστάσεις, που θα πει:

  • ίδιος, μέχρι ακριβώς ίδιος, μέχρι και ολόιδιος (Παρ. 1),
  • παρόμοιος, μέχρι όμοιος, μέχρι και πανομοιότυπος (Παρ. 2),
  • «φτυστός», μέχρι εντελώς φτυστός, με ροχάλα και απ' όλα, σε περιπτώσεις που η ομοιότητα είναι για κακό (Παρ. 3).

    Εννοείται ότι οι τρεις τελίτσες παραπάνω είναι τάλε κουάλε ως ορισμοί, με την έννοια της δεύτερης τελίτσας.

Για να εξασφαλίσω την πληρότητα του παρόντος ορισμού, θα μοιραστώ μαζί σας την γνώση που για άλλη μια φορά μου προσέφερε απλόχερα το γούγλε:

Παίζει και σχετικό της οικονομικής τέχνης, αλλά το βρήκα μόνο στο ξενικό tale quale: «στην αγορά συναλλάγματος, είναι η συνολική τιμή που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και στην οποία δεν μπορεί να προστεθεί ο,τιδήποτε επιπλέον» (ανατριχιάσατεhuh; - δεν το 'χω το οικονομικό, δεν το 'χω α-α, σο, αν ξεύρετε παράκληση συνεισφέρετε στα σχόλια).

  1. - Τασία μου τι σύμπτωση! (ματς μουτς) Χρόνια έχω να σε δω! Πώς χαθήκαμε! Πω πω… και τι χαριτωμένο μωράκι! Κοίτα κάτι μάτια γαλανά! Σε ποιον μοιάζει από τους δύο να σας δω, να σας δω… Α, τάλε κουάλε ο μπαμπάς του είναι με αυτές τις ματάρες κι αυτές τις χειλάρες… Φτου, φτου, σκόρδα!!

- Τι γίνεσαι βρε Βούλα, πράγματι, κοίτα σύμπτωση… δεν είναι δικό μας το παιδί, της αδερφής μου είναι και το βγάλαμε βόλτα.

(Συμπέρασμα: η Βούλα γουστάρει τον άντρα της Τασίας, σο, για να χώσει το υπονοούμενο, θα τον έβγαζε ολόιδιο με ένα δέντρο – κάποιος πρέπει να πει στην Τασία να τον πάρει και να φύγει ΤΩΡΑ).

  1. (Συζήτηση για εκκλησούλα από εδώ)

-Το τέμπλο με την ευκαιρία είναι τάλε κουάλε στο στύλε του Άη Γιαννάκη μας με τις απλές στρουφολιδωτές κολονέτες. 18ος ή 19ος; Τι λες;

(Συμπέρασμα: Τα δυο κλησάκια έχουν παρόμοια τέμπλα.)

  1. -…και τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο καινούριος της Τζίνας, έμαθες;

- Βρε παιδί μου τον γνώρισα, τι να πω πια γι’ αυτή την κοπέλα…

- Για πε ντε!

- Ε, μου φάνηκε τάλε κουάλε (σ.ς. χχχκ φτου) με τον προηγούμενο παπάρα της, τι σκατά τον μαλακομαγνήτη έχει...

(Συμπέρασμα: οι γκόμενοι της Τζίνας είναι κατά συρροή φτυστοί και για φτύσιμο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη νταγλαράς, ή νταγκλαράς, ετυμολογείται από την τούρκικη λέξη dοgli (ορεσείβιος), που προέρχεται από την επίσης τούρκικη λέξη dag (βουνό).

Η λέξη dag (βουνό), παραπέμπει σε πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο (ταβανόσκουπα), ενώ η λέξη dogli (ορεσίβιος), παραπέμπει σε κάποιον που, ενώ μπορεί να ζει στην πόλη, εντούτοις άγεται και φέρεται λες και ζει στα βουνά, σαν ορεσίβιος (φέρεται άγαρμπα, άκομψα, ατσούμπαλα, δεν έχει λεπτούς τρόπους, κλπ).

Εκφέροντας λοιπόν τον όρο, αναφερόμαστε σε έναν πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο, σε έναν κρεμανταλά.

Ο όρος, έχει αντίστοιχη σημασία με τη λέξη μαγκλαράς.

Τα σπεκια στον φίλο Hank που το ανέβασε στο Δ.Π. αλλά και στον φίλο baznr, που μου το είχε προτείνει τις προάλλες, εδώ.

  1. Νά 'ναι καλά όπου και να βρίσκεται ο νταγλαράς που έβαλε πλάτη ανάμεσα στο μπάτσο και την είσοδο της πολυκατοικίας. Προλάβαμε να χωθούμε μέσα και γλυτώσαμε.
    Δες

  2. Νταγλαράς, δύο μέτρα, εκατό κιλά και με δέκα νταν, να διαλύω τα αυτοκίνητα και να ρίχνω και δυο γερές σε όποιον μου ζητάει τα ρέστα.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάμε παρακάτω», «στο επόμενο θέμα», «αλλάζουμε κουβέντα».

Το λέμε με ελληνική ανυπομονησία, δηλ. τραβάμε λίγο το -ε-: «Νεεεεεεεεεξτ!...» (κουνάμε και λίγο το πόδι) και το λέμε όταν έχουμε πήξει με κάποιο θέμα που έχει εξαντληθεί από την πολλή συζήτηση, ή όταν δεν μας συμφέρει αυτό που ακούμε.

Από το αγγλικό next = επόμενος, βεβαίως βεβαίως.

  1. - Μαλάκα, σκέφτηκα ένα λήμμα με θέμα τον φραπέ που θα σκίσει, να σου το διαβάσω να μου πεις,...
    - Νεεεεεεεεεεξτ! (pun intended)...

  2. Ρε συ Μαρία, πόσες φορές θα τα πούμε πάλι, αν δεν τον χωρίσεις αυτόν τον παπάρα άσπρη μέρα δεν θα δεις...
    - Νεεεεεεεεεξτ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθηγητής, σλανγκ εκ γερμανικών. Μία από τις τιμητικές προσφωνήσεις, σε στυλ: «Γιατρέ μου», «Πρόεδρε» κτλ.

- Και πού θα μας βγάλεις Χερ Προφεσόρ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.

- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!

(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified