Further tags

Προέρχεται από το αγγλικό cool=ήρεμα (κουλ). Χρησιμοποιείται όταν δεν γίνεται κάτι συγκλονιστικό!!

Τάκης: - Μαν, πόσο ήρθε το ματσάκι;;
Ανδρέας:- 0-0.
Τάκης: - Έγινε καμιά μανούρα;;;;;
Ανδρέας: - Μπα, δεν έγινε τίποτα... κουλαριστά ήταν.

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ασίκης είναι Τούρκικη (αραβική ασικλ= εραστής) και η αρχική της σημασία δεν είναι απλά νέος εύσωμος και εύψυχος, σχεδόν σύνωνυμος του λεβέντης, αλλά εραστής, αγαπητικός (ασίκ). Τη λέξη αυτή συχνά τη χρησιμοποιούν μαζί με την επίσης τουρκική καραμπουζουκλής, αλλά η λέξη αυτή έχει κακιά σημασία και δεν ταιριάζει με το ασίκης.

- Τι έγινε ρε φίλε μου, βλέπω ο Παυλάκης όλο τη φλερτάρει τη Λενιώ... (που τη θέλω εγώ )
- Ναι μωρέ, άστονε την έχει δει πολύ ασίκης...

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)

Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην τα ξαναλέμε, μπαντιέρα (ή παντιέρα) σημαίνει σημαία.

Οι εκφράσεις είναι:

Σηκώνω μπαντιέρα = επαναστατώ (επειδή κάθε επανάσταση εκκινεί τύποις με το σήκωμα της σημαίας της).

Αλλάζω μπαντιέρα = αλλάζω άποψη, στάση, φρόνημα, στρατόπεδο, τακτική, όλ' αυτά -και σας γαμώ. Πρβλ. σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη. Αλλάζω τροπάριο, δηλαδή.

Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο με το το γυρίζω (από τη μη σεξιστική άποψη είναι, ούτως ή αλλέως).

Κάνω (κάτι) μπαντιέρα: το καθιστώ σύμβολο και, ξεφτιλίζοντας την (όποια) αξία του, το υψώνω φάτσα φόρα στα μούτρα του άλλου και του κάνω πλύση εγκεφάλου. Κάπως συνώνυμη είναι η πιπίλα, ή η καραμέλα.

Παντιέρα ρόσα: κόκκινη σημαία, παραπέμπει στον κομμουνισμό. Είναι και τραγουδο-ύμνος, τ. Αβάντι πόπολο, Μπέλα Τσάο, Διεθνής κλπ.

Γενικά, μπαντιέρα είναι η άποψη, η κοσμοθεωρία, τα πιστεύω κάποιου.

  1. ...και κει που τον είχαμε για ήσυχο, σήκωσε μπαντιέρα κι έγινε της κατακαριόλας!

  2. Σήκωσε «μπαντιέρα» ο Κόκε
    «Τριγμοί» στο εσωτερικό του Άρη, λίγο πριν τη μεγάλη κόντρα με την Μάντσεστερ Σίτι για το Europa League...

  3. «Παντιέρα» τραπεζιτών κατά. μνημονίου!!!
    Η χθεσινή ημέρα, λίγα μόνο 24ωρα μετά τα «πανηγύρια» στο ΧΑ για την πρόταση συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha, επιβεβαιώνει ότι η ισχυρότερη ομάδα πίεσης της ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να αγωνίζεται κατά των πολιτικών του μνημονίου –όταν αυτές θίγουν τα στενά συμφέροντά τους…- είναι οι τραπεζίτες, που έχουν σηκώσει τη δική τους «παντιέρα», έναντι των πιεστικών απαιτήσεων της τρόικας για συγχωνεύσεις.

  4. Δε μας τα λες καλά φίλε... Τεεε έγινε, αλλάξαμε μπαντιέρα;

  5. Φυσικα η χουντα του Παπαδοπουλου εκανε παντιερα το Πατρις, Θρησκεια, Οικογενεια.

  6. Παντιέρα Ρόσα
    Είναι η στιγμή που οι 33 συνδικαλιστές ηγέτες από 17 χώρες μπαίνουν στο γήπεδο. Στο πρόσωπό τους οι εργαζόμενοι της Ελλάδας υποδέχονται δεκάδες εκατομμύρια εργατών από όλες τις ηπείρους. Ολοι όρθιοι. Μια γυναίκα ανοίγει διάπλατα την κουβανική σημαία. Ο άντρας δίπλα της έχει υψώσει τη γροθιά του. Τα παιδιά σηκώνουν σημαία κόκκινη. Τα συνθήματα γίνονται διάλογος των εργατών του κόσμου. Στα χείλη το «Παντιέρα ρόσα τριομφερά» (Η κόκκινη σημαία θα θριαμβεύσει). Και αμέσως μετά: «Αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, κάτω η νέα τάξη των ιμπεριαλιστών».

  7. Φωνάζει ο Γιωργάκης για εκλογές, ο Κωστάκης παίζει Playstation, η Παπαρήγα ονειρεύεται μπαντιέρα ρόσα με σφυροδρέπανα αντί για δέντρο κι ο Τσίπρας θέλει να παραστήσει τον σοσιαλιστή Ομπάμα της Ελλάδας με …ψήφο στα 16χρονα!

  8. Εμένα που με βλέπεις, μόλις κατάλαβα τη ζωή, κορόιδο δεν μ' έπιασε κανένας. Εχω δική μου παντιέρα, δική μου κυβέρνηση εγώ. Δεν χειροκροτώ τίποτα, γιατί τίποτα δεν μου 'δωσε το δικαίωμα να το χειροκροτήσω. Ψέματα ήταν όλα.

Όλα, πλην των 1 και 4, από το δίχτυ.

το σιγουράκι τεσπά... (από Desperado, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).

Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.

  1. Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.

  2. Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).

  3. Υβριστικά, επικριτικά:
    Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαθρέμπορος.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη όμως, όπου το δίκαιο ήταν εξίσου άδικο με το άδικο, οπότε άνθισαν οι διάφοροι ληστές τύπου Robin Hood ή Jesse James στη σχεδόν σύγχρονη Αμερική, ο όρος σήμαινε παλικάρι, διότι πολύ συχνά αναδεικνύονταν σε προστάτες των αδυνάμων έναντι της στυγνής εκμετάλλευσης των «αφεντικών». Πρβλ και τον παρ' ημίν Νταβέλη.

Οι κοντραμπαντιέρηδες λόγω των κινδύνων του επαγγέλματος συνέπηγαν «συμμορίες», ανέπτυσσαν πολιτισμικά στοιχεία, τραγούδια, μουσική, έπη και θεωρούνταν τουλάχιστο άξιοι ενός ρομαντικού έρωτα. Η μετέπειτα ιπποτική παράδοση που σατιρίζεται στον Δον Κιχώτη, μιμήθηκε τους λαθρέμπορους και τους ληστές.

Κοντραμπαντιέρη, γλυκιέ κοντραμπαντιέρη
πάρε το κορίτσι απ' το χέρι, και πίσω μη γυρνάς.

(Μην το ψάχνετε σε πηγές. Η μοναδική είναι εδώ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η απομίμηση φιρμάτου ρούχου, που κυκλοφορεί συνήθως στις λαϊκές αγορές ή σε κινέζικα, στο 1/10 της τιμής του αυθεντικού. Έτσι μπορεί ο καθένας να δηθενιάζεται, φορώντας το κροκοδειλάκι Lacoste ή το σήμα της Nike, χωρίς να ξηλωθεί και πολύ.

- Αλβανός-Αλβανός, αλλά η μπλούζα lacoste!
- Μάλλον λαϊκόστ, επειδή την πήρε από την λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζόρικος, ο νταής, ο βαρύς. Κατ' άλλους, ο αποτραβηγμένος πρώην μάγκας, η ήρεμη δύναμη, αυτός που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα πλέον, αλλά όλοι ξέρουν περί τίνος πρόκειται.

Ο όρος είναι καθαρά ρεμπέτικος και προέρχεται από το τούρκικο siret (δύστροπος).

Αξίζει να σημειωθεί ότι σερέτες δεν υπάρχουν πια (είχαν την ίδια τύχη με τους μάγκες), οπότε οποιαδήποτε σημερινή έκφανση θα είναι λογικά φτηνή απομίμηση και στο όνομα κάποιας πεζής σκοπιμότητας.

- Ρε Μήτσο, φώναξε τον πιτσιρικά να μας φέρει γρήγορα άλλη μια Moet, για να μην τα κάνω όλα μπουρδέλο εδώ μέσα να πούμε.
- Τι έπαθες ρε μαλάκα; Πολύ σερέτης μας το παίζεις σήμερα.
- (ψιθυριστά) Σουτ, σκάσε ρε μαλάκα μπας και βγάλω κανα γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified