Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.
- Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
- Μπαα, δεν το βλέπω...
- Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
- Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...
Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.
- Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
- Μπαα, δεν το βλέπω...
- Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
- Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...
Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...
Got a better definition? Add it!
Όλος-χρόνος-κλασικό χίπικο σύνθημα. Θυμίζει και sex, drugs & rock n' roll, θυμίζει και Jean-Jacques Rousseau για τα καλά του φυσικού ανθρώπου. Το νόημα είναι η επιστροφή στις φυσικές αξίες, όπως το γαμήσι, μακριά από τις επιτηδεύσεις του καπιταλισμού και με λίγο χασισάκι για ακόμη μεγαλύτερο πασιφισμό. Σύγκρινε: Αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι.
«Χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση» το νέο σύνθημα ζωής του Πέρι απ' όταν πήγε να ζήσει στο Αμπιτζάν. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την ζούγκλα, τον Πιερ, και τον Ουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.
(Σ.ς.: Μετά φταίω εγώ που τον κράζω σε κάθε παράδειγμα;).
Got a better definition? Add it!
Published
Έχει υποτιμητική χροιά για τα φάρμακα.
Η λέξη είναι Τουρκικής προέλευσης και σημαίνει δυναμωτικό.
-Έχω ένα κρύωμα άστα να πάνε.
-Πάρε κανένα ματζούνι ντε!
-Τί σου έδωσε ο γιατρός;
-Τί να μου δώσει μωρέ; ένα σωρό ματζούνια μου έγραψε ο άσχετος.
Got a better definition? Add it!
Κωδική ονομασία της κόκας.
Έμεινε καθόλου πράμα εδώ κάτω;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...
Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.
Άσε την παραμύθα ρε φίλε !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από την λέξη θεριακή (αντίδοτο σε δηλητήριο). Θεριακλής αυτός που είναι παθιασμένος με κάτι απολαυστικό.
Πάμε για καφέ στου Ντίνου; Μου έχει πει ο Τάκης ότι κάνει τον καλύτερο καφέ και τον εμπιστεύομαι γιατί είναι θεριακλής με τον καφέ του...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.
- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;
Got a better definition? Add it!
Λένε κι έτσι τον «ναργιλέ». Ο «ναργιλές» είναι τούρκικη λέξη με ρίζες σε Περσία- Ινδία. Ο ναργιλές είναι όλη η συσκευή, ενώ ο λουλάς είναι μόνο το δοχείο, όπου καίγεται ο καπνός τουμπεκί.
Άκου πώς παίζει ο μπαγλαμάς,
και πάτα αργιλέ για μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.
-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!
Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κοίλο μέρος του ναργιλέ ή του τσιμπουκιού (με την πρωταρχική έννοια, αμάν πάλι στο πονηρό πήγε το μυαλό σας!), όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. Επίσης, η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο και το χασίς. Είναι τουρκική λέξη.
-Όταν γκαπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες, κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί.
Got a better definition? Add it!