Further tags

Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.

Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).

  1. Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!

  2. Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!

Kant Dracula - yes, but is he μουνόπληκος??? (από Vrastaman, 03/04/09)(από allivegp, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δεν με φοβίζεις, δεν ψαρώνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

  2. Ο κλασικός μπερντές στις πόρτες το καλοκαίρι, προκειμένου να μην μπαίνουν οι μύγες μέσα. Όταν φυσήξει κάνα αεράκι (και αν το σπίτι είναι και διαμπερές, όπως κώλος - μουνί), κουνιέται ο μπερντές και παρομοίως κουνιούνται τα αρχίδια, ιδιαίτερα τα σακουλιασμένα.

Βλέπε φώτο γέρικων αρχιδιών.

Ιδεοφέρων: ιρονικ

  1. Τι είπε;;; Ναι, σιγά, για κοίτα, κουνιούνται ρε;

  2. Χωριό, μεσημέρι, σιέστα. Περαστικοέξυπνος, βλέποντας ένα παππού να τον παίρνει (τον μεσημεριάτικο ύπνο) και θέλοντας να τον πειράξει, τον σκουντά και τον ρωτά:

- Τι ώρα είναι παππού;

Αυτός πάει στον παρακείμενο γάιδαρο, του κουνά τα αρχίδια με το χέρι (λες και ανακατεύει την σούπα) και λέει την ώρα.

Ο περαστικοέξυπνος τσεκάρει το ρολόι του και ο παππούς είναι ακριβέστατος. Ρωτάει έκπληκτος τον παππού πως το έκανε αυτό το τρομερό και απαντάει ο πάππος:

-Παιδάκι μου, κούνησα τα αρχίδια του γαϊδάρου, γιατί μου έκρυβαν τη θέα από το ρολόι της εκκλησίας…

(Τι περιμένουμε;;; - το καλοκαίρι - ΑΑΑ!!!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σταύρωση ως γνωστόν ήταν τρόπος θανατικής καταδίκης και αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού που ήταν πολύ οδυνηρό, όμως επειδή ο Χριστός είχε όχι απλό δόντι αλλά χαυλιόδοντα, κατάφερε μετά το ξεσταύρωμά του να αναστηθεί και να δώσει ελπίδες στον κάθε ταλαίπωρο πως, ό,τι μαρτύριο και να περνάει, θα καταφέρει να βρει λύτρωση.

Επίσης. είναι τοις πάσι γνωστόν ότι ο κλασσικός έλληνας (δεν γνωρίζω για τις άλλες εθνότητες) είναι ο γαμιάς της γειτονιάς και μπορεί να γαμάει τους πάντες και τα πάντα χωρίς εξαίρεση και φυσικά δεν εξαιρούνται ούτε τα θρησκευτικά πιστεύω. Σ' αυτόν τον τομέα δε, έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ξεκινώντας από τους αντιπροσώπους επί γης του θεού που πιστεύει ο καθένας και φτάνοντας μέχρι την κορυφή της ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ (καντήλια, πετραχήλια κλπ.). Αυτό δε, υποδεικνύει πολύ μεγάλη πίστη. Ναι ναι, πολύ μεγάλη πίστη, το έχω διασταυρώσει από γυναίκες του κύκλου που λένε ότι αυτός που υβρίζει την Παναγία και το Χριστό τους αγαπάει πάρα πολύ, γιατί προτιμάει να καλέσει τα θεία παρά τον ακατονόμαστο!

Όταν γαμεί κάποιου το ξεσταύρι, δηλώνει μεγάλη απειλή και ότι θα τον κάνει να μαρτυρήσει της μάνας του το γάλα. Όταν γαμεί το δικό του ξεσταύρι, αναθεματίζει το μαρτύριό του και ελπίζει στη λύτρωσή του.

  1. Ρε γαμώ το ξεσταύρι σου, δεν το είδες το στοπ; Κατέβα ρε, αν τιμάς τα παντελόνια που φοράς!!

  2. Βάζει το κλειδί στη μίζα, το γυρίζει... γρρρρ, γρρρ, γρρρ... ξανά και ξανάμανά, μέχρι που η μπαταρία ξελιγώνεται. Γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα! Άντε τώρα να δούμε πώς θα βρω ταξί! Θα το βάψω μπλε να τελειώνω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μορφή: «Αυτός έχει της ψωλής του τον χαβά».

Αναφέρεται σε κάποιον που είναι «κολλημένος» σ' ένα θέμα και δεν ακούει τίποτε άλλο.

Και του έλεγα του Γιώργου - Μη πάμε από δω γιατί θα χαθούμε.
- Όχι, όχι εγώ ξέρω
Και να που χαθήκαμε αφού επέμενε. Είχε της ψωλής του τον χαβά. Που ν' ακούσει κάποιον άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)

- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!

(από Vrastaman, 18/03/09)Μας τον έπιασε σε βάθος χρόνου (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).

Πόθεν πούτσες;

Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).

Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).

Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).

Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;

Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!

Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.

Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας άλλος τρόπος να πούμε τη λέξη «υπάρχει».

Δασκάλα: Παιδιά πείτε μου μία λέξη από φι.
Τοτός: Κυρία, κυρία!
Δασκάλα: Πες Τοτέ.
Τοτός: Φούτσα κυρία!
Δασκάλα: Μα Τοτέ, δεν υπάρχει αυτή η λέξη...
Τοτός: Υφάρχει, υφάρχει...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.

– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλο ανδρικό μόριο βλ. επίσης πουτσαράς. Παραχθέν από τη λέξη ψωλή, δηλ. πέος αρχαιοελληνιστί.

  1. Αισθησιακή διαδικτυακή περιγραφή:

Κατάλαβε ο ψωλαράς ότι άρχιζε να μου αρέσει το ξέσκισμα με τον δονητή και άρχισε να με γαμάει με μεγαλύτερη δύναμη και πάθος. Άρχισα να μουδιάζω ολόκληρος από το σκληρό γαμήσι που μου έκανε με τον δονητή του. Εννοείται ότι όλη αυτή την ώρα, το καυλί του δεν βγήκε από το στόμα μου, αφού μου το γαμούσε κι αυτό με δύναμη.

  1. Ποιητικό πόνημα στο διαδίκτυο:

ης Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει από την πλάνη
(τον έχει ακόμα μέσα της κι από τις πάντες κλάνει).
- Ειν' ο Οδυσσέας κι αν μπορεί κανείς ας με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ' τη γεύση.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.

(από joe909, 17/08/11)

Δες και -άρας, -αράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified