Further tags

all time classic περιγραφή, της γυναίκας που τις αρέσει πάρα πολύ το καυλί. Αυτή που τρελαίνεται για το σεξ, που δεν το χορταίνει ποτέ, που αν ήταν εφικτό θα είχε κάθε στιγμή μέσα στη μουνάρα της μια τεράστια κρεατόβεργα (κυριολεκτικά μουνάρα, γιατί από τις τόσες πολλές ερωτικές εμπειρίες, το «μουνάκι» της έχει «ξεχειλώσει» σαν πορνοστάρ).

Η νυμφομανής, η ψωλομαζεύτρα.

Μου αρέσει πολύ η Ματίλντα, αλλά δεν γίνεται να κάνεις δεσμό μαζί της, αυτής της αρέσει να γαμιέται μόνο. θέλει να ξεσκίζεται πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, το μυαλό της είναι συνέχεια στο γαμήσι, δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο... είναι μεγάλη ψωλού.

βλ. και πεού, η, βυζού, η, σκατού, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερης κοπής έκφραση διασαφηνιστικού χαρακτήρα. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους όταν ο συνομιλητής μας τείνει να συγχέει ετερόκλητες έννοιες π.χ. τις βούρτσες με τις πούτσες.

Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η Μάρω - αν και πληροφορίες μη διασταυρωμένες αναφέρουν ότι επρόκειτο για εξαδέλφη της Χάιδως.

Περισσότερα είναι γνωστά για τους Τουπαμάρος. Ήταν ένα αριστερό κίνημα στην Ουρουγουάη στις αρχές της δεκαετίας του '70 - έμειναν γνωστοί ως αντάρτες των πόλεων με ειδικότητα στις πολιτικές απαγωγές. Τουπάκ Αμάρου, εξ ου και Τουπαμάρος, ήταν το όνομα δυο βασιλέων των Ίνκας που είχαν δώσει σκληρές μάχες κατά των Ισπανών κατακτητών - βλ. και Οι 7 κρυστάλλινες μπάλλεςκαι Ο Ναός του Ήλιου από τις Περιπέτειες του Τεν Τεν, εκδόσεις Μαμούθ Comix, για μια εις βάθος ιστορική ενημέρωση.

- Σιγά, Κωστάκη ... να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ... καλός ο Αλέξης, δε λέω, αλλά, άλλο Αλέξης κι άλλο Ανδρέας ... να μην μπερδεύουμε και τις βούρτσες με τις πούτσες ...
- Έτσι είναι Κωστάκη μου, καλά τα λέει ο θείος ... δεν είναι όλα ίδια κι όμοια ... άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ...
- Νταξ, no problem, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτο τμήμα της στιχομυθίας που συνεχίζεται (με σκοπό να ξενερώσουμε τον συνομιλητή μας και να το βουλώσει, ή να τον μπερδέψουμε) με το «... έχω μια πούτσα τόση».

Λέγεται κει με το «εν πάση περιπτώσει».

– Και συ πώς νιώθεις;
– Τι να σου πω... Εν πάση περιπτώσει,...
– ... έχω μια πούτσα τόση...
Χέσε μας ρε μαλάκα, εσύ με ρώτησες. Δεν θες, μη μάθεις.
– Παρεξηγήθηξες;
– ...
Τσίμπα ένα αρχίδι!
– Ωφού, δεν παίζεσαι σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την κλασική ξενόφερτη κατάληξη -εξ.

Δηλώνει αρνητική, μειωτική, αδιέξοδη κατάσταση.

  1. - Η κατάσταση είναι πουτσέξ!

  2. - Ο μισθός μου είναι πουτσέξ και χρειάζομαι επειγόντως δεύτερη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υποτιμητική, που συμπληρώνει συνήθως μιαν άλλη φράση.

Λογαριασμοί, δάνεια, έξοδα και το μουνί της Χάιδως.

(από dimitriosl, 15/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσαρέσκειας μετά από επιμονή του συνομιλητή. Σημαίνει: με κούρασες, με ζάλισες, με φόρτισες.

- Πότε θα πάμε να δούμε το φόρεμα που σου είπα;
- Μου έπρηξες τα αρχίδια με το φόρεμα, πήγαινε μόνη σου!

Για παρόμοιες εκφράσεις δες και μας τα ζάλισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.

Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.

- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!

(από Khan, 20/01/14)(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που αναφέρεται σε πρόσωπο ή σε κατάσταση.

Το «μισό» δίνει υπερθετικό βαθμό.

- Είσαι ένα αρχίδι και μισό, ρε!

- Πήρες την αύξηση που ζήτησες;
- Πήρα ένα αρχίδι και μισό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]

Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.

- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified