Further tags

Σκληρότερη μορφή της έκφρασης «θα δεις του κώλου σου την τρύπα» = θα σε γαμήσω (κυριολ. ή μεταφ.) με τρόπο που δεν παραδέχεται η Εκκλησία μας.

Συναφείς εκφράσεις της μοδιστρικής του κώλου εδώ. Αυτά.

- Ρε μαλακιασμένο, σου’ δωσα καινούριο αμάξι να πας μια βόλτα και μου’ φερες πίσω τέντζερη;
- Να, ήτανε ένας μπροστά που σταμάτησε απότομα και...
- Για κατέβα, να δεις του κώλου σου τη φόδρα!
- Θα πληρώσω ό,τι είναι...
- Κατέβα τώρα, να φας λίγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία λέγεται σε περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής σου δε σου δίνει καμία σημασία -όχι απαραίτητα εκ πεποιθήσεως, αλλά επειδή απλά μπορεί να έχει αφαιρεθεί- με σκοπό να τον αφυπνίσεις άλλα και να τον ταράξεις, ευελπιστώντας ότι θα κερδίσεις την προσοχή του.

Πιο αναλυτικά, όταν κάποιες φορές προσπαθείς να αναπτύξεις ένα θέμα και έρχεσαι αντιμέτωπος με την αδιαφορία, συμβαίνει ή ο συνομιλητής σου να είναι στον κόσμο του και να μη σε παρακολουθεί γιατί σκέφτεται τα δικά του (π.χ. παρ.1), ή να σε διακόπτει λέγοντάς σε σένα ή σε όποιον κάτι άσχετο (π.χ. παρ.3), ή να είναι παγερά αδιάφορα αυτά που ακούει με αποτέλεσμα να ρίξει μια ωραιότατη γείωση (π.χ. παρ.2).

Για να κερδίσεις την προσοχή του, η πιο συνηθισμένη, αλλά όχι και η καλύτερη κίνηση, είναι να τον ρωτήσεις αν σε προσέχει, λαμβάνοντας κατά 99% μια θετική απάντηση, ασχέτως αν είναι ολοφάνερο ότι τίποτα δεν έχει ακούσει, με αποτέλεσμα να μην έχεις καταφέρει απολύτως τίποτα. Αν αυτό γίνει τόσες φορές ώστε τελικά να σε προσέξει, πιθανότατα θα έχεις εκνευριστεί και δε θα θες να συνεχίσεις, όσο και αν ο άλλος επιμένει. Αν τελικά ενδώσεις και συνεχίσεις, ή θα σε διακόψει, ή θα συνεχίσει να μη σε προσέχει.

Μια καλή κίνηση λοιπόν είναι να κάνεις την ερώτηση αυτή, έχοντας σαν αποτέλεσμα δύο πιθανότητες -ή να σε πιστέψει ή να μην- οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες με το πόσο καλά σε γνωρίζει.

Αν πιστέψει ότι πραγματικά άκουσες κάτι τέτοιο (δηλ. ότι τον άκουσες να λέει «στ' αρχίδια μου», που είναι και το ιδανικότερο) τότε τον έχεις ψαρώσει-και παίρνεις κατά κάποιο τρόπο το αίμα σου πίσω για το γράψιμο που έφαγες- ενώ, προσπαθώντας να λύσει την και καλά μεταξύ σας παρεξήγα, έχει στρέψει την προσοχή του πάνω σου, κάτι που σε βοηθάει να συνεχίσεις απρόσκοπτα τον λόγο σου (π.χ. παρ.1). Το να τον πείσεις όμως ότι η ερώτηση που έκανες είναι πέρα για πέρα αληθινή, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλει χάρη, μπρίο, υποκριτικές έως και δικολαβικές ικανότητες.

Μια άλλη περίπτωση είναι να μην πιστέψει ότι τον άκουσες να λέει «στ' αρχίδια μου», γιατί απλά αποκλείεται να έχει πει κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταλάβει ότι το πας στο χαβαλέ. Αυτό μπορεί να είναι πολύ θετικό, διότι προσδίδει, τις περισσότερες φορές, κύρος και ανωτερότητα, μιας και την πράξη της διακοπής του λόγου σου εσύ την περνάς στο έτσι, ενώ κάποιος άλλος πιθανότατα θα μανούριαζε και απ' την άλλη έχει καταλάβει ότι στ' αρχίδια σου κιόλας, οπότε σε παρακολουθεί τιμής ένεκεν (είναι κάτι σαν την ιστορία με τον σκύλο, που αν τρέξεις θα σε κυνηγήσει, ενώ αν είσαι χαλαρός και αδιάφορος ο σκύλος θα σε γράψει στ' αρχίδια του).

Τέλος, υπάρχει η (χειρότερη) περίπτωση, να καταλάβει ότι την ερώτηση σαφώς και δεν την εννοείς κάνοντας σκέψεις τ. «αφού εσύ δεν προσδίδεις σοβαρότητα στην κουβέντα σου θα κάτσω να ασχοληθώ εγώ μαζί της;», με αποτέλεσμα τελικά να μη σου δώσει το ελάχιστο δήγμα προσοχής.

Εκεί όμως που δε σε σώζει τίποτα (αν και είναι εκτός θέματος) είναι αν, καθώς μιλάς και αναπτύσσεις ένα σκεπτικό, ο συνομιλητής σου σε διακόψει λέγοντας ορθά κοφτά και με θράσος «στ' αρχίδια μου». Πιστεύω πως η κουβέντα πρέπει να τελειώσει εκεί (άσχετο αλλά βλ. π.χ. παρ.4).

Με λίγα λόγια, αυτή η μεταξύ σοβαρού και αστείου ερώτηση είναι ένας καλός τρόπος με τον οποίο έχεις πολλές πιθανότητες να επαναφέρεις την κουβέντα, να ξαναπάρεις τον λόγο και να κερδίσεις την προσοχή των συνομιλητών σου. Νομίζω είναι η απέλπιδα προσπάθεια, γιατί αν και αυτό δεν πιάσει δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να επανέλθουν ευπρεπώς σ' αυτά που λες (λέω ευπρεπώς γιατί τελικά μπορεί να σε ακούσουν αν τους πλακώσεις στα μπινελίκια και στις φάπες).

  1. - ...με προσέχεις;
    - μμμ.
    - Και έρχεται που λες και με αρχίζει στα μπινελίκια! Και τα παίρνω κι εγώ και τι του λέω ρε μάγκα;
    - μμμ.
    - Στ' αρχίδια σου είπες;!
    - Τι;! όχι ρε! είσαι καλά; Εγώ εδώ...
    - Καλά, καλά, χαλάρωσε μην πάθεις κανά εγκεφαλικό.

  2. - ...είπα κι εγώ να πάω τελικά...
    - Είπα είπες φάε πίπες!
    - Στ' αρχίδια σου είπες;

  3. - Εγώ πάντως, όσον αφορά το μεσανατολικό, πιστεύω...
    - Να ρε μαλάκα! Αυτή είναι η Νίνα που σου 'λεγα!
    - Στ' αρχίδια σου είπες;
    - Δεν είναι φοβερό μουνί;
    - Στ' αρχίδια σου είπες;
    - Ναι ρε μαλάκα! στ' αρχίδια μου είπα!!

  4. - Έχω την εντύπωση πως όχι μόνον έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δολοφονία αμάχων, αλλά έχει εξελιχθεί και σε ενεργό μαχητή στον...
    - Στ' αρχίδια μου!
    - .

βλ. και γειώσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (σ)έξαλλη ερωτική ζωή, γεμάτη καταχρήσεις, τρελό σεχ, ντρόγκες κουτουλού. Καταστάσεις που σε σε ξεκωλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν λέγεται στον ενικό παρά μόνο για πλάκα.

Βλ.

Μην την κοιτάς που έγινε θεούσα, είναι επειδή μετάνιωσε για τα ξεκωλαριλίκια που έκανε μια ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσκίζομαι στο γαμήσι και τα παραφερνάλια του μέχρι να μου φύγει ο πάτος.

Το ενεργητκό ξεκωλιάζω είναι λιγότερο συνηθισμένο. Πρβλ. ξεπατώνω.

Καμιά φορά χρησιμοποιείται και με την έννοια του ξεκωλώνομαι.

  1. Η Σούλα όχι μόνο ξεπαρθενεύτηκε, ξεκωλιάστηκε εκείνη τη μέρα κανονικά, τα έδωσε όλα.

  2. Μαλάκα, μου σκάει παρθένα, λέω πάει την κάτσαμε, αλλά το κορίτσι σούπερ, την ξεκώλιασα και ήθελε κι άλλο.

  3. Είπαμε να πάμε μια βόλτα ποδαράτοι Ξεκωλιάστηκα ρε πστ, περπατάγαμε 4 ώρες [σερί].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι με πάρα πολλή ένταση, με αποτέλεσμα την εξάντληση. Μου φεύγει ο κώλος, ο τάκος. Σωματικά είναι σα να με ξεσκίσανε -και τα λοιπά φανταστείτε τα.

Επίσης: το παρακάνω, υπερβάλλω.

Είναι συνώνυμο του γαμιέμαι (αρ. 8: γαμιέμαι σε κάτι, έχω γαμηθεί να κάνω κάτι).

  1. Μαλάκα πάψε πια να χλαπακιάζεις, έχεις ξεκωλωθεί να τρως, αηδίασα!

  2. Δεν πήγα πουθενά για διακοπές, έκατσα σπίτι και ξεκωλώθηκα στις δουλειές και τα μερεμέτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω πάθει πλάκα με κάτι, αλλά μόνο ως αντίδραση σε κάτι εξαιρετικά θετικό. Λέγεται και από άντρες για κάποιον λόγο.

Συγγενές: παθαίνω λαλά.

Καμία σχέση: έχει πιξελιάσει το μουνί μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Μαλάκααα! Έτυχε να γνωρίσεω χθες σε ένα σπίτι το Λίλιαν... Τι'ν'τούτο ρε, έχω πάθει τη μούνα μου λέμετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.

  2. Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).

Πάντα στον πληθυντικό.

βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.

1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!

1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.

  1. Μωρό μου, όχι πάλι στο κρεββάτι, δε γουστάρω πάλι να γεμίσουν τα σεντόνια με ζουμιά, δεν το κάνουμε καλύτερα στο μπάνιο;

Στο 2.47 τον παίρνουν τα ζουμιά (από poniroskylo, 25/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ και εκσπερματίζω. Γιατί η σχέση είναι ένα ευαίσθητο λουλούδι, που πρέπει να το ποτίζουμε συχνά. Με σπέρμα.

Βλ. και ποιος πότιζε τα μουνιά όσο έλειπα;, το ποτίζει το γκαζόν, απότιστη.

Οι κακές γλώσσες λένε ότι όσο ο Κώστας έλειπε στον στρατό, ο φίλος του του πότιζε την γκόμενα τακτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.

Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.

Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.

Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.

  1. Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.

  2. Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published