Further tags

  1. Γαμιέμαι (όχι εγώ, γενικά μιλάμε), εννοείται, κατά την αρχική εικόνα, ως ερώμενος/η και μέχρι του σημείου να μου σχιστεί κάποιο από τα σῦκα, δηλαδή είτε τα μουνόχειλα, ώστε να γίνει το μουνί μου γαρύφαλλο, είτε τα κωλοβάρδουλα. Κατ' επέκταση, όμως, σημαίνει γενικά ότι κάνω σεξ μετ' επιτάσεως, δηλαδή και ως ενεργητικός εραστής (ή αχαρτογράφητος).

  2. Με μεταφορά από την σεξουαλική σημασία σημαίνει ό,τι και το σαν πούστης. Δηλαδή εντρυφώ σε μια δραστηριότητα μέχρι υπερβολής, αηδίας, ναυτίας, κορεσμού και εξουθένωσης (είτε για τους άλλους, είτε για εμένα, είτε για αμφότερους και τους δύο). Το λέμε συχνότατα για το φαγητό, αλλά και για την εργασία, το διάβασμα, την γυμναστική, την προπόνηση, την δίαιτα κ.ά.

  3. Ένα κλικ πιο πέρα από το 2, σημαίνει ό,τι και το ξεκωλώνομαι, δηλαδή επιδίδομαι επιτυχώς σε μια δραστηριότητα που χρειάζεται τύχη, ήτοι κωλοφαρδία, ή σε μια ένοχη και μπαμπέσικη δραστηριότητα, οπότε προκαλώ έτσι τον εκνευρισμό αντιπάλων ή άλλων παρευρισκομένων και τον φθόνο.

Ενίοτε βρίσκεται σε μπανεύκολα λολοπαίγνια με το άθλημα του σκι, τ. «ξεσκιστήκανε στο σκι». Ενώ έχει δώσει και τις εκφράσεις ξεσκί, ξεσκιούζ μι / ξεσκυζέ μουά, ξεσκισμένη, ξεσκίστρα, πουτσοξέσκιστρα, σωβρακοξεσκίστρα, του μουνιού το ξέσκισμα.

Στο Δ.Π. υπό Galadriel.

  1. α. Ξεσκιστήκαμε σε πολλές στάσεις ενώ αυτή ανάμεσα στα γκαυλόλογα και τα προστυχόλογα που έλεγε έβριζε και τον άντρα της(!). (Εδώ).

β. Θέλω να ξεσκίζομαι συνέχεια από μεγάλες ψωλες κ δονητες (ταυτότητα στο φατσοβιβλίο).

  1. α. ΚΑΙ ΕΓΩ! τοσους μηνες διατροφη...και 5 μερες τωρα, ξεσκιστηκαμε στο φαι κρεατα, γλυκα, μερεντες, μπροζολες, μακαροναδες...παναγια μου (Εδώ)

  2. α. Δεν θεωρώ λοιπόν σοβαρό τον ισχυρισμό,ότι ξεσκιστήκαμε να κόβουμε Αποδείξεις Αυτοπαράδοσης,για
    παροχές υπηρεσίας,στους γονείς μας,στα αδέλφια μας,στα παιδιά μας,στους φίλους μας. (Εδώ).

β. - Νικάγαμε τον βάζελο μέχρι που ξεσκίστηκε στα τρίποντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοίτα το πουλάκι: τα βγάζω όλα έξω, εμφανίζομαι τσιτσίδι! Κλασικός μπαμπαδισμός.

Βλ. και βυζανάδειξη.

- Μολονότι η ηθοποιός Jessica Biel ομολογεί στην Daily Mail ότι φρίκαρε από το γεγονός ότι είδε τις γυμνές σκηνές με την ίδια να κατακλύζουν το internet, υποστηρίζει ότι δεν θα είχε πρόβλημα να τα «ξαναπετάξει» για κάποια άλλη ταινία στο μέλλον.
(εδώ)

- India Reynolds... για άλλη μια φορά τα πετάει έξω και μας αναστατώνει...! (εκεί)

- Η Holly Peers τα πετάει όλα έξω… μην την χάσεις με τίποτα!
(παραπέρα)

H Αγγέλα τα πετάει. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.

Αγγλιστί: flaccid.

Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.

Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

(εδώ)

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.

  1. Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.

  2. Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.

Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)

Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι (παθητικά). Με την ίδια ακριβώς σύνταξη. Αλλά εδώ το αντικείμενο (τον) είναι ο πούτσος. Ενώ αν το αντικείμενο είναι γένους θηλυκού, είναι η ερωτική σύντροφος, και η έκφραση έχει την ενεργητική της σημασία. Δε νομίζω ότι ένας κολομπαράς θα έλεγε ποτέ «τον πήρα», με την ενεργητική έννοια του όρου.

Επίσης παθητική η σημασία και όταν αντικείμενο είναι η προσωπική αντωνυμία στο ουδέτερο πληθυντικό, ενώ το ρήμα εκφέρεται στο β΄ενικό πρόσωπο της προστακτικής, σε παροιμιώδεις φράσεις προερχόμενες από πορνό εντόπιας παραγωγής των ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ή γκομενίξ με έφεση στο ψυχικό - δεν αναφερόμεθα εις το ομώνυμο ντεμέκ βουπού, αλλά εις το γαμήσι του ελέους. Ή σε κάθε συμπονετική αγαθοεργία του πέοντος, με την ευρύτερη έννοια.

Επίσης, το αρχέτυπο της πουτάνας με την χρυσή καρδιά, όπως μας υπενθύμισε ο Hoxha στο παρακάτω σχόλιό του.

- Ακους εκει που θελει και σεβασμο το τσουλακι του γραφειου!! Δεν της φτανει που βρεθηκε αυτος που ειναι και ψυχικιαρης και την πηρε που θα εμενε στο ραφι η πομπεμενη!
(εδώ)

- εστειλε και γραμμα στη Σουλαρα για παρτη μου καθοτι ψυχικιαρα και μονο καλα κανει στη ζωη της και την εχω σε καργα εχτιμησις και λιγες κουβεντες περι παρτης της μην τραβηχτουμε σαν τα σεντεκλερια 'δω μεσα!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απηχεί το κάπως μπρουτάλ: «η ζωή είναι ένα αγγούρι που άλλοι το τρώνε και δροσίζονται κι άλλοι το τρώνε και ζορίζονται» όπου το γνωστό λαχανικό εννοείται τόσο με την κυριολεκτική, όσο και με την κατά linc751979 σλανγκική του έννοια, του υπερμεγέθους πούτσου, που εξηγεί την καταγεγραμμένη από Τριαντάφυλλο και Μπάμπη σημασία του (της δυσκολίας, της δυσχέρειας) που έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν.

Περιγράφει μια παγκόσμια κοινωνική σταθερά που πρέπει να αλλάξει, μια κι όσοι ανήκουν στο δεύτερο σκέλος διαρκώς πληθαίνουν, παρ’ όλα όσα ευαγγελίζονται οι διάφοροι –ισμοί απανταχού στον πλανήτη.

Ακούγεται και μόνο του το δεύτερο σκέλος, υπονοώντας τα πάντα υπόλοιπα.

Η φράση είναι γνωστή στο σάιτ αφού εμφανίζεται σε σχόλια των electron εδώ κι εδώ, του GATZMAN και του ο αυτοκτονημένος, που την ανέφεραν σαν μήτρα των παρόμοιων στο νόημα:
«Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε» του Vrastaman και

«Άλλοι λιάζονται κι άλλοι ξεκωλιάζονται» του Titanomikroulis, αντίστοιχα.

Παρεμπιπτόντως, το επίσης εννοιολογικά παρόμοιο -ασφαλώς μη σλανγκικό: «Άλλοι πετούν, άλλοι πεινούν» έγινε σύνθημα της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) μιας δράσης της, στο πλαίσιο του Δικτύου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης «Φύση Χωρίς Σκουπίδια», με σκοπό την αλλαγή συμπεριφοράς ως προς την υπερκατανάλωση, τη σπατάλη πόρων και τα διαφορετικά μοντέλα απόρριψης σκουπιδιών μέσα από απλές καθημερινές πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον.

Ο Βελωνιακός, είναι στην ίδια μοίρα με εμάς φέτος. Μόνο που πήγαινε για ch. l., κύπελλα και μεγαλεία, ενώ εμείς χωρίς προετοιμασία, τώρα προσπαθούμε να φτιάξουμε ομάδα. Στο μεταξύ μας ματς, έφαγε πάντως το αγγούρι του (άλλοι το τρώνε και δροσίζονται, άλλοι το τρώνε και ζορίζονται) και ζορίστηκε.

(από το δίχτυ)

Άντε!! Και καλό καλοκαίρι!! (από sstteffannoss, 21/06/11)(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται προς κάποιον ο οποίος δεν μας ακούει (κυριολεκτικά), και καλά επειδή έχει παίξει τόση μαλακία που κουφάθηκε. Η όλη φράση είναι «η μαλακία κουφαίνει» και υπονοεί τις καταπληκτικές θεωρίες τ. «μην παίζεις το πουλί σου γιατί θα τυφλωθείς» κλπ, που καταπίεσαν γενιές ολόκληρες (επ' αυτού βλ. τα χειροτεχνία και τυφλώνομαι).

Δεν πολυλέγεται πια, είναι σεβεντίλα.

Καμία σχέση με το άλλο κουφαίνω, ούτε, ως προς την αιτία, με τον μαρμελάδα.

- Πού είναι το εργαλείο;
- Εκεί, πάνω στο ράφι.
- Πού;
- Πάνω στο ράφι!
(έρχεται πιο κοντά):
- Για ξαναρίχ' το ρε μεγάλε, δεν σε άκουσα...
- ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙΙΙΙ! Κουφαίνει, ε;;;

το ψηφίζειν \'φαίνει... (από MXΣ, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που δεν τον έχουν κατουρήσει / λερώσει με ούρα, αλλά και αυτόν που δεν έχει κατουρήσει.

---Επειδή το κατούρημα είναι και ένα διάλειμμα που επιβάλλει το πάνσοφο σώμα στο διαταραγμένο από τον εργασιακό ή άλλο φόρτο πνεύμα, προσφέροντας και μια ψυχική ανακούφιση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πως κάτι πάει σερί χωρίς μια, ενίοτε, αναγκαία παύση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε καταπίεση, είτε εξαιρετική αντοχή, πάντα σε υπερβολικό βαθμό.

---Επειδή ο ακατούρητος δεν είναι λερωμένος, ο όρος δηλώνει αυτόν που σε αντίθεση με τους όμοιούς του απολαμβάνει καλής φήμης, που δεν έχουν ράμματα για τη σούφρα του, που δείχνει άξιος εμπιστοσύνης και αψεγάδιαστος.

---Επειδή η σκληρότητα είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή λειτουργία του κλειδιού του παραδείσου, η φύση προνόησε ώστε να αιματώνεται ολονυχτίς, εν είδει προπονήσεως, όταν το πάνω κεφάλι βρίσκεται σε φάση REM. Εξού οι πασίγνωστες πρωινές σηκωμάρες που συνήθως φεύγουν μετά το πρώτο κατούρημα.

Εξού λοιπόν «το ακατούρητο», το εξαίρετα ηδονικό -ιδιαιτέρως για την παρτενέρ- πρωινό πήδημα που εξασφαλίζουν οι κατουρόκαβλες του ακατούρητου.

Μπορεί να πέσετε πάνω και στα μοραΐτικα «ακατούρηγος» / «ακατούρηγο».

1α.
Παιδιά το 6Ν μιλάμε το βάζω σε εκτός δρόμου διαδρομές και είναι πολύ σκυλί. Tα όποια προβλήματα, δουλεύει σαν ταξί δεν κατεβαίνει παράθυρο συνοδηγού βάζει νερά από κάπου πίσω κτλ... δεν με απασχολούν ιδιαίτερα γιατί το αυτοκίνητο δε μασάει. Έχει κάνει χίλια χιλιόμετρα σε μια μέρα ακατούρητο μιλάμε. Με άλλο αυτοκίνητο θα έκανα μια στάση. Μ’ αυτό δεν φοβάμαι τίποτα!!!!

1β.
Και καμία μεταγραφή να μην κάνει ο Ολυμπιακός, με την ομάδα που έχει τώρα, ακατούρητος θα το πάρει. Νομίζω πως θα είναι το πιο εύκολο πρωτάθλημα!

1γ.
-Τουλάχιστον πάει η χρονιά! Αρχίζουν οι διακοπές.
- Όχι για όλους. Στις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα παιδιά τον πάνε ακατούρητο όλο τον Ιούλιο. Από φροντιστήριο σε φροντιστήριο τρέχουν μέσα στους πέντε καύσωνες.

2α. Κάποιοι άλλοι τρέχουν από σχέση σε σχέση για ν αποφύγουν την μπόχα της άλλης ψυχής. Ελπίζουν ίσως πως θα βρουν τον ακατούρητο άλλο. Απλά ζουν στα ρηχά, ανικανοποίητοι χωρίς να ξέρουν το γιατί, αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους που δεν μαθαίνουν να αποδέχονται .

2β.
Πολλοί θα θέλανε να «τα χώσω» στους αδέξιους δεξιούς που μας κυβερνούν. Άλλη μια μπατούλια, θα ‘θελαν να τα σύρω στους προηγούμενους, τους «σοσιαλιστές», που από την ιδεολογία τους κράτησαν το «…λιστές», αφού το αναβάθμισαν σε «…ληστές».
Τι μας μένει; Μα οι ακατούρητοι, οι πραγματικοί, οι αδοκίμαστοι (στην Ελλάδα), οι άπαιχτοι. Ποιοι είναι αυτοί; Μα οι…

(Όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

  1. Ντιν-Νταν! Ντιν-Νταν!
    -Δόξα τω Θεώ!
    -Χρρρ. Χρρ. Χρ. Τι; Μα! Μωρή λυσσάρα!!
    -Ααχχχχχ! Ααααχ! Ναι! Ναι!! ΝΑΙΑΙΑΙΑΙ!!!!

Ντριιιν-Ντριιιν!
-Εμπρός!
-Αχ μανούλα μου έγραψες πάλι!!
-Τι; Αα! Σου ‘κανε το ακατούρητο;
-Κάπως έτσι.
-Εμ! κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιές κύρ-Ασκητή μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified