Further tags

Στρίγγλα και κακιασμένη γυναίκα, της οποίας οι παραξενιές οφείλονται σε άγαρμπες παλιές σχέσεις.

- Μας έχει τρελάνει στο καψόνι αυτή η Καριολίδου στη δουλειά.
- Κακογαμημένη είναι και ξεσπάει στ' αγοράκια η μαλάκω, αγνόησέ την.

βλ. και στραβογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!

Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.

«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαλαμούτι μεταξύ δύο γυναικών.

- ...και τότε οι στριπτιτζούδες εκεί που χόρευαν, άρχισαν το τζιβιτζιλίκι και φτιαχτήκαμε όλοι!
- Πωωω τι μου λες, δεν το πιστεύω!

Από τα πλέον διάσημα τζιβιτζιλίκια στον χώρο της σόου βυζ. (από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.

  1. Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!

  2. Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;

  3. Να σου πω ρε μαλακιστήρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».

Επίσης:

Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!

Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.

- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα

(από joe909, 08/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.

- Τι έκανε χθες ο Γιώργος με τη Μαρία;
- Τίποτα ο τρόμπας.

Δεν θέλει κόπο. Θέλει τρόπο. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα).

- Τι λέει καλή η Μαρία στο κρεββάτι;
- Άσε σου λέω, δυναμίτης! Της έριξα και κάτι πουτσοσκάμπιλα στα μούτρα και στα κωλομέρια που θα της μείνουν αξέχαστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζωηρός, δυνατός.
  2. Σεξουαλικά ερεθισμένος, καυλωμένος.

- Αμαν Ελενίτσα, νταβραντισμένος είναι σήμερα ο βλάχος...
(από ελληνική ταινία)

Κι εγώ που νόμιζα πως νταβραντισμένος σημάινει να λούζεσαι(ραντίζεσαι) με Ντάβ;  (από GATZMAN, 29/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.

-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.

- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified