Further tags

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)

- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!

(από Vrastaman, 18/03/09)Μας τον έπιασε σε βάθος χρόνου (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη εγκυμοσύνη. Όταν η γκόμενα γκαστρώνεται από αέρα κοπανιστό.

Η κατάσταση στην οποία υπάρχουν όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, ζαλάδες, φούσκωμα κοιλιάς, αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα όλα επανέρχονται στο κανονικό.

Μερικές φορές συμβαίνει και στα ζώα, ειδικά στα σκυλιά.

(Τι μπορείς να πάθεις στα καλά καθούμενα...).

- Γέννησε η Σοφία;
- Τι να γεννήσει; Ανεμογκάστρι ήτανε...

Για τους άπιστους Θωμάδες... (από Marco De Sade, 18/03/09)Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.

  2. Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.

Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «τσόντα» (βεν. zonta - zontare). Η τσόντα: πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, γενικά πορνοταινία ή εικόνα σεξουαλικού περιεχομένου. Πολύ παρεξηγημένη λέξη τελικά.

Τώρα, τσοντάρω, διαλέγουμε και παίρνουμε:

Ή φαρδαίνουμε το ρούχο, γιατί ακολουθήσαμε τη δίαιτα του ανανά και χτίσαμε κοιλιακούς, ή πήραμε μια καφετιέρα και το καλώδιο δεν φτάνει στην πρίζα, οπότε χρειαζόμαστε μια τσόντα–προέκταση, ή τσοντάρουμε σε ιδέες και λήμματα στο slang, ή παρακολουθούμε ένα καουμπόικο (κατά προτίμηση κατ' οίκον), είτε με παρέα απολαμβάνοντας... δύο, τρίο, γενικά ένα νούμερο στη νιοστή, είτε μόνοι μας στο Αυνανιστάν. Μπορεί να γίνουμε και θεατές live show σε κάποια παραλία ή δασάκι. Η παρακολούθηση τέτοιων ταινιών γίνεται από τσοντόβιους, ή μικρούς τυμπανιστηρτζήδες, ή απλά από πλάκα, ή για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Ακόμα τσοντάρουμε όταν γινόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε πορνοταινία (βλέπε τσοντού).

Μεταφορικά, το τσοντάρω σημαίνει την συμβολή μας στη συμπλήρωση χρηματικού ποσού για κάποιο σκοπό. Καλά να τσοντάρεις σε φίλο που του λείπουν για καφέ, γιατί ή του κόπηκε η επιχορήγηση του μπαμπά ή ήταν στη λίστα περικοπών εργατοωρών και εσύ έχεις πιο άνετη τσέπη. Εκεί που τα πράγματα είναι μαύρα κι άραχλα κι εκεί σε θέλω κάβουρα, είναι να χρειάζεται να κάνεις δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τσοντάρεις το μηνιαίο εισόδημά σου.

  1. Κολλητέ μου θα τσοντάρεις να βγω με τη Φρόσω γιατί δεν μου ήρθε ακόμα η επιταγή;

  2. Πήγαμε με τον Μήτσο στην παραλία και έγινε του μουνιού το ξέσκισμα, αλλά μου βγήκε ξινό, γιατί σε κάποια επανάληψη, όπως σήκωσα το κεφάλι μου είδα κάποιον με το κινητό του να μας στοχεύει. Ελπίζω να μη τσοντάρουμε στο διαδίκτυο!!!

  3. Ο Φάνης, τώρα με τον ερχομό του τρίτου μας, αναγκάζεται να δουλεύει πιτσαφέρτας για να τσοντάρει στο μισθό και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Έτσι όπως το πάμε θα χρειαστώ να τσοντάρω και σε άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός για τον μπαργαλάτσο, τον πούτσο ντε! Επειδή είναι μάστορας και Αλέκος.

Βλ. λήμμα μάστορας.

-Έλα μαστραλέκο να δεις τι σού 'χω να γαμήσεις σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ύψιστη μορφή ανεκτικότητας στην οποία μπορεί να φτάσει ο Νεοέλληνας. Αλλά μπορεί και να δηλώνει αδιαφορία για τα κοινά σε στυλ του φευγάλα η μάνα ποτέ δεν έκλαψε.

Παραλλαγή: Τρεις πιθαμές μακριά από τον κώλο μας να είναι κι όπου θέλει ας μπει.

  1. -Τι γνώμη έχετε για το γκέι κίνημα;
    -Μακριά απ' τον κώλο μας κι ας είναι όπου νά 'ναι! Εγώ είμαι πάνω απ' όλα ανοιχτός άνθρωπος!

  2. Από φόρουμ:

Σκέψου Γιάννη να ερχόντουσαν στο σπίτι σου ή στο μαγαζί σου και να σου έσπαγαν τα τζάμια και να σε κλέβανε χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα και... η αστυνομία να ΜΗΝ σε προστατεύει... Όταν είσαι στο studio σου, είναι μια χαρά να λες απόψεις και να συμφωνείς με τους ταραξίες και να το παίζεις επαναστάτης... Φάνηκε όμως πως ισχύει εκείνο που λένε « μακριά από τον κώλο μας κι ας είναι όπου να'ναι».

  1. Από βλόγιον:

Για να ξεκαθαρίσουμε. Ο κώλος μου είναι σαν την ψηλότερη κορφή των Ιμαλαϊων. Πολλοί ονειρεύονται να τον κατακτήσουν, ελάχιστοι θα το καταφέρουν. Αυτό γιατί τυχαίνει να είστε και λίγο βάρβαρα εσείς τα αγοράκια και δε σας νοιάζει αν εμείς τα κοριτσάκια από κάτω σφαδάζουμε από τον πόνο. Όχι. Γιατί να σας νοιάξει; Μακριά απ’ τον κώλο σας κι όπου θέλει ας μπει, ε; Για να δούμε όμως αν θα σας άρεσε να σας χώναμε και μείς στον κώλο κανένα παλούκι σαν και αυτό που μας χώνετε εσείς και να σας έβλεπα μετά τι θα κάνατε. Μόνο «έλα βρε χαζούλι που σε πόνεσα» ξέρετε να λέτε. Ναι ρε καλλιτέχνη, με πόνεσες. Με πέθανες και λίγο έλειψε να με κλάψει η μάνα μου.

Κατ’αρχήν, φρόντισε να μην έχεις νύχια σαν και τα δικά μου. Βάλε λίγο λιπαντικό στο δάχτυλο, κι άλλο λίγο στην τρυπούλα, χάιδεψε πρώτα γύρω γύρω, και μετά προσπάθησε να το βάλεις μέσα. Σιγά και ταπεινά. Όχι με τη βία. Να της γαμήσεις τον κώλο πας, όχι να ξεντερίσεις κοτόπουλο. Σε αντίθεση με το συμπαθές φτερωτό δίποδο, η γυναίκα είναι ζωντανή –πρώτο και κύριο- και ΝΙΩΘΕΙ. Κι αυτό που νιώθει, ΕΝΟΧΛΕΙ στην αρχή. Όταν έχεις τον κώλο σου για να κάθεσαι και για να ξαλαφρώνεις –να χέζεις ντε-, και, ξαφνικά, αντί να σου βγει κάτι, πάει να σου μπει, ε, όσο να κάνεις, μια ενόχληση τη νιώθεις ρε αδερφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βάλανος του πέους. Βλ. όπου θέλεις πάνε ρώτα, το κεφάλι μπαίνει πρώτα (εκτός αν αναφέρεται στον περιπτερά). Συνήθης έκφραση είναι «σκέφτεται με το κάτω κεφάλι», για κάποιον που συμπεριφέρεται παρορμητικά έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το τι του καυλώνει.

Έχουν ταιριάξει ο Μένιος κι η Λάουρα: και οι δυο δεν έχουν μυαλό στο κεφάλι τους. Ο Μένιος σκέφτεται μονίμως με το κάτω κεφάλι. Κι η Λάουρα δεν έχει μυαλό, αλλά έχει πόδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντρικό φαντασιακό σεξολυμπιακό αγώνισμα.

12 δωδεκάδες αντρών, που πέρασαν στον τελικό (και μην ρωτάτε πως, εμείς πάντως είμαστε μέσα), παρατάσσονται σε παράλληλες σειρές, καθισμένοι σε αναπαυτικές σεζ λονγκ, αραχτοί και λάϊτ.

12 Λίλιαν , Σουζάνες, Ντέμπορες, Τζέσικες, Λόλες και ό,τι άλλο εμπίπτει στην κατηγορία μανουλομάνουλο, στέκονται ανά μία στην αρχή της κάθε αντρικής δωδεκάδας, φορώντας την στολή της Εύας π.Α (προ Αμαρτήματος).

Με το μπαμ του αφέτη, σκύβουν επί τη σκυτάλη. Οι άντρες μπορούν μόνο να τις παροτρύνουν να «σκυταλοδρομήσουν» γρήγορα, καθώς κάθε άλλη βοήθεια απαγορεύεται.

Νικήτρια όποια, αφού παραλάβει και ξετελέψει 11 σκυτάλες στην σειρά, ξετελέψει πρώτη και την δωδεκάτη σκυτάλη.

Η παραλλαγή κατά την οποίαν 12 Λίλιαν τσιμπουκοδρομούν επί μίας και μόνης σκυτάλης, ελέγχεται ως υπέρ του δέοντος φαντασιακή.

- Ρε συ, τι χείλια είναι αυτά που έχει το Λελάκι!
- Είδες ρε; Aυτή είναι για τσιμπουκοδρομίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified