Further tags

Μου συμβαίνει αυτό που λέει ο φίλος Γκατς: αφλοκιστία, δηλαδή χύνω χωρίς να χύσω. Αποκλειστικό αντρικό σύμπτωμα. Σκέτη απελπισία ένα πράμα.

Το ανύπαρκτο προϊόν, καθώς και η όλη κατάσταση, λέγεται -εκτός από αφλοκιστία- και «ξερόχυμα».

- Ρε συ, τι εννοούσε η Μαρία όταν μου είπε ότι χθες ξερόχυσε ο Γιώργος;
- Πού να ξέρω, πρώτη φορά το ακούω. Ε ή θα την γάμησε καμιά εικοσαριά φορές και στέρεψε, ή θα της είπε καμιά δικαιολογία της πούτσας γιατί δεν του καλοσηκωνότανε. Ξέρω και γω μωρέ...

Ξερίλας, παραπόταμος Αλφειού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας πιο επίσημος, ιστορικοφανής, επιστημονικοφανής τρόπος να πεις οθωμανικό σεξ, δηλαδή πρωκτικό. Μάλλον οι Τούρκοι απένειμαν το δίκαιο δια αυτής της οδού, κατά το όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει πούλος.

- Πώς πήγε η Χρυσάνθη στις εξετάσεις Νομικής;
- 4 στο Εμπορικό Δίκαιο, 3 στο Ναυτικό Δίκαιο, 2 στο Οικογενειακό Δίκαιο...
- Καλά, και το πτυχίο πώς το πήρε;
- Αρίστευσε στο Οθωμανικό Δίκαιο!...

Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπής-Αναδιοργανωτής του οθ.δικαίου κατά wiki. Ισως τότε τυποποιήσανε τη στάση (από GATZMAN, 30/04/09)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατήρησε ο acg, το λήμμα «τσιμπουκώνω» είναι το πλέον θεμελιώδες που λείπει απ' το slang.gr και γι' αυτό, αλλά και για να γιορτάσω τα 10.000 λήμματα του σάιτ μας, και για να αποτινάξω την υποψία ότι είμαι Σλανγκοφοριάζουσα αποφάσισα να κάνω έναν κατάλογο των συνωνύμων του τσιμπουκώνω, κατά το πρότυπο παρόμοιων λιστώνε που είναι της μοδός. Το πρώτο πρόσωπο στα παρακάτω είναι καθαρά γραμματικό, για να μην παρεξηγούμαστε...

  1. Παίρνω πίπα.
  2. πιπώνω.
  3. Είμαι πιπόνι.
  4. Είμαι πόνι.
  5. Πεοθηλάζω.
  6. Κάνω πιπίλα. Είμαι πιπίλας.
  7. Υφίσταμαι manual πίπα.
  8. Το κλασικό: pipa-colada (πίπα-κωλάδα).
  9. Το πιο ακραίο: Κώλο-πίπα.
  10. Ο έρωτας περνάει απ' το στομάχι.
  11. Καπνίζω την πίπα της ειρήνης.
  12. Τρώω πίπα-γύρο.
  13. Κλασικό: πίπα-κώλο.
  14. Σπουδάζω στην Πιπάντειο.
  15. Είμαι πιπατζού.
  16. Είμαι πριγκίπιπα.
  17. Είμαι η πιπατζού η Ποκεμόνικα.
  18. Κάνω πιπαράτο.
  19. Είμαι αρπαχτοτσιμπούκω.
  20. Κάνω διτσίμπουκο.
  21. Είμαι η ωραία του Τσιμπούκ.
  22. Είμαι καριολοτσιμπουκογλείφτρα.
  23. Έχω μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν.
  24. Αν είμαι κοντός/ή κάνω όρθιο τσιμπούκι.
  25. Είμαι τσιμπούκ λουκούμ.
  26. Κάνω τσιμπούκι στέρεο.
  27. Γίνομαι τσιμπούκι.
  28. Κάνω πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης.
  29. Κάνω πιπ σόου.
  30. Έχω high pipidelity.
  31. Πίνω Διακόσιες Πίπες.
  32. Είμαι δούρειος πίπος.
  33. Πίνω εκατό πίπες.
  34. Είμαι λαρυγγοπιπιλόζα.
  35. Καπνίζω πίπες ευκαλύπτου.
  36. Είμαι πιπόβιος/α.
  37. Είμαι πιπόζα.
  38. Είμαι πιπού.
  39. Συχνάζω στου Φιλοπίππου.
  40. Κάνω τσιμπούκια ο τίγρης.
  41. Κάνω πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος.
  42. Κατάγομαι απ' το τσιμπουκιστάν.
  43. Κατάγομαι απ' το Τσιμπουκτού.
  44. Είμαι τσιμπουκλού.
  45. Κάνω τσιμπουκοδρομίες.
  46. Είμαι τσιμπουκοζητιάνα.
  47. Είμαι τσιμπουκολαρυγγοπνίχτρα.
  48. Είμαι τσιμπουκομικρούλης.
  49. Έχω τσιμπουκόχειλα.
  50. Είμαι τσιμπουκωτήρας.
  51. Είμαι τσουτσουνοπνίχτρα.
  52. Παίζω κλαρίνο.
  53. Παίζω φυσαρμόνικα.
  54. Παίζω πουλόφωνο.
  55. Παίζω σεξόφωνο.
  56. Παίζω όφωνο.
  57. Είμαι βαθύ λαρύγγι.
  58. Είμαι πεσκανδρίτσα.
  59. Κάνω γλειφοπούτσι.
  60. Κάνω διασπερμάτευση στο στόμα.
  61. Εργάζομαι στο Oral Office.
  62. Κάνω στοματικό σεξ.
  63. Κάνω όραλ.
  64. Είμαι καλός/ή στα πνευστά.
  65. Εφαρμόζω τον νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων.
  66. Κάνω τσιμπούμεραγκ.
  67. Κάνω μπαγαποντολειχία.
  68. Κάνω μπαγαποντοασπασμό, μπαγαποντόφιλο.
  69. Κάνω πεολειχία.
  70. Είμαι ο ρήτωρ Φελλάτιος.
  71. Κάνω λαρυγγοσκόπηση.
  72. Είμαι καμηλοπάρδαλη.
  73. Έχω λαιμό καμηλοπάρδαλης.
  74. Κάνω deep throat.
  75. Κάνω σουσέλ.
  76. Κάνω μπουλκουμέ.
  77. Καπνίζω πίπες Νταϊάνα.
  78. Για να σταματήσω να τον παίρνω απο πίσω, του παίρνω μια πίπα.
  79. Είμαι νοικοκυρά.
  80. Επισκέπτομαι τον πύργο του Άιφελ.
  81. Μου αρέσει η πιψ, της πιπός.
  82. Είμαι ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα.
  83. Σιμαδεύομαι.
  84. Συφιλιάζομαι.
  85. Κάνω OWO.
  86. Κάνω OW.
  87. Κάνω CIM.
  88. Κάνω CIF.
  89. Σλουρπ!
  90. Δίνω χυσόφιλο.
  91. Διαβάζω φθηνό βιβλίο.
  92. I suck dick like a hoover.
  93. I suck dick like Edgar Hoover.
  94. Έχω σύνδρομο Λεβίνσκι / σύνδρομο Μόνικας.
  95. Τον ήπια.
  96. Κάνω μπουκάκι.
  97. Είμαι φεϊσμπουκάκι.
  98. Κάνω ισπανική πίπα.
  99. Κάνω γαμαμούτρα.
  100. Κάνω face-fuck.
  101. Κάνω διτσίμπουκο.
  102. Κάνω μπουκιτσί.
  103. Κάνω το παπί.
  104. Δίνω κεφάλι.
  105. Έχω τσιμπουκόχειλα.
  106. Κάνω εξήντα εννιά, 69.
  107. Πιάνω στο στόμα μου.
  108. Απ' το στόμα μου το πήρες.
  109. Είμαι πίπιζα.
  110. Είμαι ψωλορουφήχτρα.
  111. Είμαι ρουφήχτρα.
  112. Είμαι ο Ρουφάι.
  113. Η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη.
  114. Τι πίνω και δε(ν) σας δίνω;
  115. Μυζουρώ.

Ακόμη δεν καταλάβατε τι είναι το τσιμπουκώνω;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τελειωμένοι auto-motάκηδες, την καύλα την λένε «στροφιλίκι», τον δε οργασμό φουρκέτα.

Στροφιλίκια αποκαλούνται οι ορεινές και απόκρημνες φιδίσιες διαδρομές. Η δε βασίλισσα του στροφιλικίου είναι η φουρκέτα: η στροφή 180 μοιρών που προκαλεί σε κάθε επιζήσαντα φλοκοπόταμους αδρεναλίνης.

Αατα.

  1. Γρεβενά-Χιονοδρομικό Βασιλίτσας-Κόνιτσα: Αυτή η διαδρομή ρε μάγκες θα μου μείνει αξέχαστη.Η ανάβαση στο Χιονοδρομικό είχε μια τέλεια άσφαλτο και στροφίλικι να σου πέφτουν τα χέρια. Φουρκέτες φουρκέτες φουρκέτες (ό,τι πρέπει για mottard).

(από εδώ)

  1. Στροφιλίκια και μάσα... Τι φαγητό πρέπει να αποτελεί το επιστέγασμα ενός στροφιλικιού;
  • Κρεατικό στα κάρβουνα με τα κλασικά συνοδευτικά (φέτα, πατάτες, τζατζίκι, χωριάτικη κλπ) ή, για το καλοκαίρι, ψαρικά/θαλασσινά: 83%
  • Ιταλική κουζίνα: 5%
  • Διεθνής κουζίνα ή nouvelle cuisine: 3%
  • Βρώμικα (καντίνες, φαστφουντάδικα της κακιάς ώρας): 3%
  • Μαγειρευτό (μουσακάς, μελιτζάνες, γεμιστά, κοκκινιστό...): 3%
  • Χάμπουργκερ από Goody's, McDonald's ή αντίστοιχα μαγαζιά: 2%
  • Γερμανική, σουηδική, γενικά κεντροευρωπαϊκή κουζίνα: 2%
  • Γαλλική κουζίνα: 0%
  • Ιαπωνική, κινέζικη, πολυνησιακή κ.α. εξωτικές κουζίνες ή fusion: 0%
  • Αγγλική κουζίνα (fish'n'chips, kidney pie, χοιρινό βραστό με σάλτσα μέντας - καημένο ζωντανό - κλπ, σερβιρισμένα με χλιαρή μπύρα): 0%

(Από εδώ)

Στροφιλίκια με φουρκέτες on the road to Πάπιγκο (από Vrastaman, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άκουσα προσωπικά από ένα μαναράκι που μου την είπε «δεν προτίθεμαι να συνεχίσω να είμαι πάνω σε ένα μεγάλο κρεβάτι».

Και εννοούσε ότι σε μια παρέα 6-7 ανθρώπων ή και παραπάνω, όταν ξεφεύγει από το φιλικό το πράγμα και βλέπεις κάποια με το πονηρό μάτι και σε βλέπει και εκείνη το ίδιο και, ενώ ξέρεις ότι έχει πάει με κάθε έναν αρσενικό και θηλυκό της παρέας, το κάνεις μαζί της, είναι σαν να είμαστε όλοι μαζί πάνω σε ένα ΜΕΓΑΛΟ κρεβάτι.

Προσοχή: δεν μιλώ για ανταλλαγή ζευγαριών, όχι και ότι είν' κακόόό...

Ας υπολογίσει κάποιος τους συνδυασμούς 8 (φίλων) που κατά καιρούς το έχουν κάνει ανά μεταξύ τους. Δεν μιλώ για όργιο, το όργιο γίνεται από όλους με όλους για όλους ταυτοχρόνως - ουάου...

- Καλά μωρή, πήγες με τον Γιώργο που πήγε με την Πόπη που πήγε με την Φλώρα που πήγε με τον Νίκο που φτύνει το στραγάλι, δεν βαρέθηκες;
- Μπααα χρυσή μου, εμπειρίες πάνω στο μεγάλο κρεβάτι είναι αυτές, πού θα τις ξαναζήσω ΕΕΕ; πού;

(από GATZMAN, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά καλά χρόνια, στα γήπεδα της Σαλονίκης, στο κυλικείο (να το πει κανείς), εκτός από ροξ, πασατέμπο, λεμονάδες και τα τοιαύτα υπήρχε πάντα διαθέσιμος ένας καφές λαχταριστός μεν, γιαλαντζί φραπές δεν!

Φυσικά και εννοώ τον σπαστό καφέ, αυτό το αηδιαστικό μεν, ποθητό δεν ρόφημα, το οποίο πάγωνε σε βαρέλια γεμάτα πάγο-μπίχλα και σερβιριζόταν είτε στο μπαρ (-μπαριά και τούνεζι…) δίπλα στις τουαλέτες, είτε στο σερβίριζε το παλουκάρι στην θέση σου, πετώντας τον από κάποιες σειρές πιο κάτω αφού είχες ήδη πετάξει εσύ το αντίτιμο. Ενίοτε, ούτε εσύ πετύχαινες τον καρντά, ούτε αυτός εσένα, και καμιά φορά έχανες και κανένα γκολ… Σίγουρα όμως τον πετούσες στα κεφαλιά των οπαδών πέντε σειρές πιο κάτω όταν τελείωνες…

Η μάρκα (μ’ έκαψες) που θυμάμαι, ήταν η «Κυφωνίδης».

Σταματώ εδώ την αναπόληση για να προσπαθήσω να slangoποιήσω!

Για να πιεις αυτού του είδους καφέ, αφού πιέσεις με τα δάχτυλα και σπάσεις τον πλαστικό «υμένα», έπρεπε μετά να φραπεδιάζεις (με την slang έννοια) το κύπελλο ώσπου να αναμιχθεί καλά το μείγμα καφέ, ζάχαρης και νερού και να σχηματιστεί ένας αφρός που εξαφανιζόταν σε χρόνο dt. Ενίοτε γινόσουν μουνιόζ λόγω διαρροών.

Στο γυμνάσιό μου δε, βάρα ένα Κυφωνίδη σήμαινε το προφανές. Όπερ, χρησιμοποιείτο από τους τσόγλανους για να περιγράψει την μαλακίαν και μάλιστα την αποτυχημένη…

Για να τιμήσουμε όμως τις παιδικές μας slangιές, αλλά και να συμβάλλουμε και εις την γενική φραποκατάνυξη που επικρατεί εις το σλανγκ.τζιαρ το τελευταίο διάστημα, θεωρούμε ότι και εμείς πρέπει να βάλουμε ένα μικρό μόριο φραποσύνης…

Κυφωνίδης λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ένας φραπές χαμηλού επιπέδου, ένας γιαλαντζί φραπές, ένας φραπές της παρηγοριάς, ένας φραπές πλάκα με κάνεις...

Ένας φραπές που σε λερώνει, σε στιγματίζει και σε κάνει να ποθείς τους τίμιους, αληθινούς φρεντοτσίνους με σιρόπι βανίλιας και μεζέ…

Λατέρνατιβ και πιο ρομαντικά και γούτσικα μπορεί να θεωρηθεί και ο πρώτος φραπές ενός παρθένου εφήβου (λόγω του υμένος, λέμετε τώρα…). Ζήτω ο Εδεσσαϊκός!

  1. - Αλλά τώρα, πού Τσαρίνα… φράγκα μόνο για κάνα Κυφωνίδη μας έμειναν κι αυτόν μάνιουαλ…

  2. Παλιότερα στη φραπεδούπολη πίναμε αποκλειστικά τον γνωστό σπαστό καφέ Κυφωνίδη, πραγματικά γκουρμεδιάρικο καφέ, πολύ πριν ακόμα ανακαλύψουμε και στη χώρα μας τους εσπρέσους, τους καπουτσίνους και εκείνους τους αστείους φρέντους. (από εδώ)

(από BuBis, 20/08/09)"Κυφωνίδη Ο καφές του καλού γούστου". Τοίχος καταστήματος. Κίου και Πασαλίδη, Καλαμαριά. Φωτογραφημένο τον Νοέμβριο του 2013. (από patsis, 22/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παίζω μουσακά» σημαίνει προσποιούμαι ότι παίζω κάποιο μουσικό όργανο, ή τραγουδώ, συνοδεία playback.

Η έκφραση χρησιμοποιείτο από συντελεστές του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου, όπου πολλοί μουσικά αστοιχείωτοι ηθοποιοί συχνά πρωταγωνιστούσαν σε μιούζικαλ.

Νεοσλανγκικά, η έκφραση ισχύει και για ερζάτς ερωτικές σκηνές του κινηματόγραφου με άλλου είδους όργανα.

Λίλιαν: Προσέξεις τους δακτυλισμούς του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο σόλο μπουζούκι; Είναι πασιφανές ότι παίζει μουσακά!

Λάουρα: παρεμπίπταμπλυ, το ήξερες ότι η Ζωή Λάσκαρη τραγούδησε το Crazy Girl μουσακά, δανειζόμενη την φωνή της Αλέκας Κανελλίδου;

Λίλιαν: Υπάρχουν και χειρότερα! Στο In the Cut το τσιμπούκι που μπανίζει η Meg Ryan ήταν μουσακά! Η Jane Campion αποκάλυξε ότι ο πέων ήτο λαστιχένιος!

Λάουρα: Υπάρχουν όμως και καλύτερα, φιλεναδα! Δεν χρειάζεται να δεις Μέγα Μπερτό για να απολαύσεις Μέγα Λούτσο! Νάναι καλά ο Berto-lucci που μας δείχνει φραπέ στέρεο με DeNiro και Depardieu σε πραγματικά live εκτέλεση!

Λίλιαν: Μα και το ποδοφραπέ του Winterbottom στα 9 Τραγούδια ΔΕΝ ήτανι μουσακα!

(Συζήτηση σινεφίλ που γρήγορα εκφυλίζεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

All time classic φράση που ξεφωνίζουν οι άρρενες κατά τη διάρκεια του πηδήματος. Φράση η οποία πηγάζει από τα τρίσβαθα της ανδρικής ψυχής και λέγεται συχνότατα, έστω και αν δεν χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως από το ωραίο φύλο (όχι πάντα βεβαίως).
Αυτή η φράση λοιπόν πηγάζει από: α) Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, που κάνει κάθε άντρα να βλέπει στο πρόσωπο της ερωμένης του την μάνα του, και έτσι αποτίει και φόρο τιμής σε αυτή σε καταστάσεις ξέφρενου αυθορμητισμού. β) Την ανάγκη της επιβεβαίωσης ότι και η παρτενέρ μας χαίρεται την πράξη. Έτσι βεβαίως η απάντηση που οι άντρες περιμένουμε δεν είναι «με γαμάς» ή «μου τον χώνεις», αλλά «με απογειώνεις» ή «με πετάς στα ουράνια» και οποιαδήποτε άλλη απάντηση που χαρακτηρίζεται από ποιητικό οίστρο. Αυτά...

Εκειός ο Παναής, π’ όλο στο νου μου βάνω
γυρνάει και λέει μια μέρα στη γριά του:
-Αχ! Τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Κι η βάβω τότε λέει στην αφεντιά του:
-Κακό καιρό και μαύρονε να έχεις,
που απ’ τα φαρμάκια μου μια μέρα θ’ αποθάνω,
όλο φουμέρνεις, πίνεις, δεν προσέχεις,
σέβαση πια δεν έχεις στους γονιούς σου,
γλεντοκοπάς, κάνεις του κεφαλιού σου.

Ο Παναής πέφτει σε βαθύ συλλογισμό
που τόσο πίκρανε τη δόλια του μητέρα
κι αποφασίζει σ’ ούλα να κρατάει λογαριασμό
και σαν το Κου Κου Ε την αυτοκριτική του
καθημερνώς να κάμει κι απολογισμό,
μην παραλείπει πια ποτέ την προσευκή του
και να ρωτάει στο εξής και με το παραπάνω
«αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;»

Μια μέρα η θεια του η Άννα που είχε σκύψει
και ψύξη έπαθε στην πλάτη λόγω ανεμιστήρα
ζητάει στον ανεψιό της να την τρίψει,
και τούτος καθώς έτριβε κι ήτανε στη θεια αποπάνω
ρωτάει παρευθύς κι αυτήν την κακομοίρα:
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
-Άι, ανηψιέ μου, να ‘χεις την ευκή μου
τρίψε πιο κάτω, που πονεί και το γοφί μου.

Πήγε φαντάρος και γνωρίζει μια κοπέλα, τη Μαρία
και βγήκαν ραντεβού κι οι δυο στα βοτσαλάκια
Κι αυτή του λέει με θαυμασμό και απορία:
-Τι μ’ ήφερες στις ερημιές ν’ ακούμε κυματάκια;
Κι ο Παναής καθώς την κουτουπώνει τη ρωτάει:
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Και η Μαριώ στα χέρια του σχεδόν λιγοθυμάει
-Και το ρωτάς, Αντρούτσο μου, αποπάνω;
Συνέχα πλιο, μη σταματάς κι ούλο τον κόσμο χάνω.

Σαν ένοιωσε πως ο καιρός γοργά περνάει,
παντρεύτηκε την Έλλη, που ‘ταν κι από σπίτι
και δεν ξεχνούσε βράδυ –πρωί να τη ρωτάει
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Μα τούτη εδώ του το ‘βγανε απ’ τη μύτη:
-Ξεπέζευε, κι έχω δουλειές και τον καιρό μου χάνω,
που ‘χεις, γαϊδούρι, τσ’ απαυτής σου το χαβά
και να ‘φερνες στο σπίτι και παρά να πω χαλάλι,
ο νους σου μόνε στο κεχρί και δεν κοιτάς το μαύρο μας το χάλι.

Γερνάει ο Παναής και πέφτει στο κρεβάτι
κι ο γιος του τού ‘φερε Ρωσίδα νοσοκόμα,
μα πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερις χούι και γινάτι
κι αυτούνου το μάτι του εγυάλιζε ακόμα.
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Ρώταγε τη Σβετλάνα κι άλλαζε εκείνη χρώμα.
-Σιγκά, παππού, την ένεση τώρα σου κάνω,
γκέρος ντεν κάνει να κουράζεις την καρντιά σου
τώρα γκιατρό μόνο θ’ ακούς και τα παιντιά σου.

© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 31 Mαΐου 2008

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κύριο λόγο αναφέρεται για μια έφηβη κυρίως, που μόλις έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της και πλέον θεωρείται γυναίκα.

(μη συγχέεται με το ευγαμήσιμη)

- Ρε συ την είδες την κόρη της νέας γειτόνισας;... Κουκλί έτσι;
- Πςςςςς... του γάλακτος... αλλά είναι μικρή ακόμα... - Ναι... είναι κι αυτό... - Σε κανα 2 χρόνια θα είναι πλέον γαμήσιμη!!!... Και τότε...

για το «ευγαμήσιμη» βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης για υπερμέγεθες πέος!!!

2 φίλες μεταξύ τους:
- Καλά... πες μου ότι εχτές πηδήχτηκες με το Νίκο!!!
- Ναιιιιιιιιι!!!... σου λέω έσπασε το κρεβάτι!!!
- Από εργαλείο τι λέει;
- Σου μιλάω για μεγάάάάάλη κουμούτσα!!!!!!!
- Πωωωωωωωωω.................

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified