Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).
Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...
Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).
Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση χρησιμοποιούμενη από παππούδες-γιαγιάδες για να μας κάνουν να αισθανθούμε άνετα, την εποχή που είμασταν μικράκια και μας ξέφευγαν πορδούλες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μας.
Από επιστημονικής απόψεως, μιας και η έκφραση περιλαμβάνει και γιατρό, υπονοείται ότι ένα άτομο το οποίο καταφέρνει και αερίζεται έχει υγιές έντερο!
πορδή- βλέμμα τριγύρω από τον ανήλικο κλάνοντα για να τσεκάρει αν τον πήραν χαμπάρι.
Βλέμμα γιαγιάς σε απάντηση... «Μην ανησυχείς μωρό μου! Κώλος που κλάνει χέζει γιατρό!»
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:
Α. Ζωικής προέλευσης
Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.
Β. Ανθρώπινης προέλευσης
Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.
Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.
Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.
- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)
- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)
- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:
A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]
Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:
Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]
Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:
A. Λάδοποντικες
- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)
- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)
Β. Λαδοπόντικες
- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)
- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)
- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κλασική απάντηση όταν κάποιος διακόπτει μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ανδρός.
Τη στιγμή που το κάτουρο απελευθερώνεται και αδειάζει ανακουφιστικά τη φούσκα, τη στιγμή που οι τρείς μπύρες που έχεις πιεί ζητούν απελπισμένες την απελευθέρωση τους, τη στιγμή που η πρωινή στύση, δυσκολεύοντας την όλη διαδικασία, προκαλεί σύγχυση των αισθήσεων ηδονής και ανακούφισης, δεν είναι ώρα για πολλά λόγια και αυτός που χτυπάει την πόρτα κατανοεί απόλυτα την κατάσταση όταν ακούει την λακωνική απάντηση… άλλος!
Παλαιά εποχή:
- τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του αποχωρητηρίου)
- Άλλος!
- Ωχ, συγνώμη!
μεταγενέστερα 60'-70'.
- τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του καμπινέ)
- Άλλος!
- Mε το μπαρδόν!
Σήμερα
- Άνοιγμα της πόρτας του WC
- Άλλος!
- Sorry!
Got a better definition? Add it!
Στοιχήματα μπαίνουν διάφορα, ειδικά όταν και οι δύο στοιχηματζήδες δηλώνουν τη βεβαιότητά τους για το τελικό αποτέλεσμα. Όταν όμως ο ένας εξ αυτών είναι απολύτως βέβαιος για το αποτέλεσμα αυτό και για την μηδενική πιθανότητα του ενάντιου (κοινώς τον κόβει) λέει: αν δε γίνει αυτό, χέσε με / να με χέσεις.
Καλά, αν χάσουμε και από εσάς, χέσε με!
Got a better definition? Add it!
Ασίστ Μες και Έλεκτρον από το λήμμα το «καθώς μπαίνεις».
Δεν γνωρίζω γιατί λέγεται έτσι. Μάλλον γιατί με τα παλτά κρεμασμένα πάνω του δείχνει για καλόγερος.
Got a better definition? Add it!
Όπως έχω ήδη αναφέρει εδώ, όταν σε προσπεράσει η ευκαιρία είναι πλέον αργά για να την πιάσεις. Το λήμμα χρησιμοποιείται από κάποιον παρατηρητή, όταν ζητηθεί η γνώμη του για μια ευκαιρία που χάθηκε, από αυτόν που την έχασε.
Το σκατό θεωρείται και είναι για τον άνθρωπο αυτό που σημαίνει και η λέξη περίττωμα, το αποβάλουμε από τον οργανισμό μας ως περιττό και ως τέτοιο μας είναι παντελώς άχρηστο. Με το «τώρα φάε σκατά» ο παρατηρητής εννοεί:
1ο ότι είναι πιο πιθανό να φας σκατά από το να αδράξεις την χαμένη ευκαιρία
2ο Τώρα που έχασες αυτή την μεγάλη ευκαιρία, το να φας σκατά είναι ότι καλύτερο μπορείς να ελπίζεις πια.
-Άσε φίλε, χρωστάω στην εφορία, στο ΤΕΒΕ, έχω μερικές επιταγές και κέρδισα και στο λαχείο τον πρώτο λαχνό.
-Άρα όλα καλά.
-Έτσι νόμιζα και εγώ αλλά (κλαψ) η κυρά έπλυνε το άσπρο πουκάμισο και το λαχείο ήταν στο τσεπάκι. (μπουχουχού)
-Ε! τι να σου πω... τώρα φάε σκατά!
Got a better definition? Add it!
Να ένα ενδιαφέρον λήμμα με ποικίλες έννοιες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις και αναλόγως με τα συμφραζόμενα αλλάζει εντελώς η σημασία του.
Α. Χρησιμοποιείται συχνότατα για να δηλώσει αδιαφορία (παράδειγμα 1). Πράγμα παράξενο γιατί το να χεστεί κανείς θα έπρεπε λογικά να τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Προσοχή! Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το συγχέουμε με τη φράση χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί -αν και ίσως έχουν κοινή ρίζα– επειδή υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους. Με το χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, δηλώνουμε ότι αδιαφορούμε για ένα γεγονός το οποίο θεωρούμε ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής μας (άλλωστε αυτή που χέστηκε είναι η Φατμέ και όχι εμείς). Απαξιώνουμε δηλαδή εντελώς το γεγονός (παράδειγμα 2α). Με το χέστηκα απ’ την άλλη, δηλώνουμε την αδιαφορία μας, η οποία όμως δύναται να αναφέρεται ακόμα και σε ένα αντικειμενικά σημαντικό γεγονός (παράδειγμα 2β).
Β. Μια άλλη χρήση που παίρνει ο όρος, είναι για να δηλώσει αφθονία - πλούτο αντικειμένων, αγαθών ή και χρημάτων. Όπως δηλαδή το σκατό πλημμυρίζει το βρακί του χεσμένου, με τον ίδιο τρόπο υποτίθεται ότι κατακλύζεται και ο χρήστης του όρου με το αντικείμενο της πρότασής του (παράδειγμα 3).
Γ. Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης για να φανερώσει μεγάλο φόβο. Όταν ο άνθρωπος τρομάξει υπερβολικά, είναι πιθανό να χαλαρώσουν οι μυς του και να ανασταλούν κάποιες ακούσιες λειτουργίες του οργανισμού, εν προκειμένω η λειτουργία του σφιγκτήρα του πρωκτού (παράδειγμα 4).
Δ. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ανείπωτη χαρά. Ευτυχία στον υπερθετικό βαθμό (παράδειγμα 5).
Χαριτωμένη προσθήκη: Ένα επιπλέον έψιλον στην αρχή του ρήματος δίνει περισσότερη ενέργεια και λάμψη! (παράδειγμα 1)
Παρόμοιες έννοιες μπορεί να έχει και το «κατουρήθηκα», κυρίως στις περιπτώσεις Γ και Δ («κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου», «κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου») και σπανιότερα στις περιπτώσεις Α και Β.
Επιπλέον το «κατουρήθηκα» έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι κάτι μας φάνηκε αστείο και γελάσαμε πάρα πολύ (κατουρήθηκα απ’ το γέλιο).
Παράδειγμα 1
- Το βράδυ έχει πάρτυ ο Αντρέας.
- Χέστηκα.
- Έλα ρε μαλάκα, θα έρθει και ο Δώρος.
- Εχέστηκα!
- Θα ’ναι και ο Αντώνης…
- Εεεεχέστηκα σου λέω!
- Α, δε σού ’πα… Θα είναι και η Λίλιαν.
- Τι ώρα είπαμε ότι θα μαζευτούμε;
Παράδειγμα 2α
- Ξέρεις τι έμαθα χθες; Η Μαρίκα στο γάμο της έβαλε νυφικό φούξια!
- Τι μου λές βρε παιδί μου; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί…
Παράδειγμα 2β
- Μαλάκα μου, βγες γρήγορα από τη θάλασσα. Μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο ότι το λιμενικό εντόπισε ένα κοπάδι καρχαρίες να κυκλοφορούν στην περιοχή.
- Χέστηκα! Τόσους μήνες περίμενα πώς και πώς να κάνω ένα μπανάκι. Δε βγαίνω και ας έρθουνε να μου φάνε τ’ αρχίδια…
Παράδειγμα 3
- Βρε μαλάκα, όλο το βράδυ γελάς σα χάχας. Έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά! Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;
- Άσε! Χέστηκα στο τάλιρο! Τώρα με το φόβο για τη νέα γρίπη και καλά, πουλάω στο φαρμακείο κάτι αντισηπτικά και μαλακίες για τα χέρια 300% πιο ακριβά και έχω κονομηθεί πολύ άσχημα!
Παράδειγμα 4
- Μ Π Α Μ !!!!
- ΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧ!!!!
- ΜΟΥΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑΑΑ! Σκιάχτηκες ορέ;
- ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!!!! ΧΕΣΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΜΟΥ!!!!
Παράδειγμα 5
- Χαρούμενη σε βλέπω κυρία Ζέτα μου.
- Μόνο χαρούμενη; Χεσμένη απ’ τη χαρά μου είμαι κυρία Λέλα μου!
- Αλήθεια; Και γιατί παρακαλώ;
- Δέχτηκαν τον κανακάρη μου σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας για μεταπτυχιακό!
- Συγχαρητήρια! Σε ποιο πανεπιστήμιο;
- Κάτσε να δεις… πώς μου το είπε… Α, ναι! Στο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από τη γαλλική λέξη pipi.
- Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
- Τώρα, έρχομαι!
...
Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!
- Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
- Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!