Further tags

Λέξη που προκύπτει από το πάντρεμα των λέξεων πορδή, κλανιά και την κατάληξη -ίδι (η οποία δίνει μία χαριτωμενιά σαν να οικειοποιούμαστε την χ λέξη στην οποία το συνάπτουμε). Το πορδή και κλανιά έχοντας την ίδια σημασία, εμφανιζόμενες μαζί δείχνουν υπερβολή.
Αποτέλεσμα λοιπόν είναι μία έμφαση στην περιγραφή των αερίων που όμως για να μην τρομάξουμε τον συνομιλητή προσθέτουμε και το -ίδι.

Η λέξη χρησιμοποιείται ενίοτε και στον πληθυντικό (πορδοκλανίδια) είτε για να δείξει ότι πολλοί κώλοι τα παρήγαγαν ή γιατί το εφέ ήταν συνεχόμενο (και συχνά ολονύκτιο). Αυτά πάντα αναλόγως τον ομιλητή.

Πορδοκλανίδι είναι λοιπόν η κλανιά, όχι μία και τελειωτική αλλά συνεχόμενης ροής, παραμένει όμως στον ακροατή άγνωστη η ταχύτητα, ο ρυθμός, η ένταση, και φυσικά η μυρωδιά. Αυτά όμως μπορεί να τα καταλάβει και από τα συμφραζόμενα, αν πχ. του πούμε ότι φάγαμε κρεμμυδόπιτα και μας έπιασε πορδοκλανίδι, λογικό είναι βάση εμπειρίας να καταλάβει ότι κλάναμε συνεχόμενες κλανιές δυνατές και θανατηφόρες.

  1. - Ρε συ τί ομελέτα ήταν αυτή που μας έφτιαξε ο Αλέκος;
    - Σκατά ε; Ή σου άρεσε μήπως;
    - Τι λες ρε φίλε, με τίναξε στο πορδοκλανίδι η άτιμη!!

  2. - Ρε εσύ κλάνεις με το καρπούζι;
    - Εννοείται ρε! Το τι πορδοκλανίδια πέφτουνε κάθε καλοκαίρι, να τρελαίνεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αντίθεσης όταν ακούμε ένα βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα είτε που πρόκειται να μας αναθέσουν ή που κάποιος άλλος έχει.
Σημαίνει δηλαδή ότι εμείς βαριόμαστε πάρα πολύ, είμαστε τεμπέληδες ενώ ο άλλος μας μοιάζει Βέγγος.

Παρόμοια με την δεν παίζω ούτε τα βλέφαρά μου.

Μπορούμε επίσης να αλλάξουμε υποκείμενο αν μιλάμε για κάποιον άλλο.

- Μανόλη πήγαινε ρε συ αύριο να πληρώσεις τις τράπεζες! Με το δίκαννο θα μας κυνηγάνε.
- Τι λε ρε... εδώ εγώ βαριέμαι να κλάσω! όχι που θα τρέχω να ξεπληρώνω και τους μαλάκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνονθύλευμα σιχαμερών πραγμάτων, πχ τασάκι με αποτσίγαρα, σκουπίδια πεταμένα σε παραλία, και τα λοιπά.

- Ρε μαλάκα, μάζεψε τον εμετό πριν έρθει η μάνα σου και αρχίσει πάλι την κατήχηση για το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία σημαίνει ότι για να πετύχει κάποιος κάτι, πρέπει να οργανωθεί και να προσπαθήσει σκληρά. Το καλό και επιθυμητό αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που έρχεται ξαφνικά και εύκολα. Ουσιαστικά προσεγγίζει την έκφραση «τα αγαθά κόποις κτώνται». Για να βάψει κανείς αυγά, πρέπει να ακολουθήσει μία ορισμένη διαδικασία, η οποία δεν έχει τίποτα κοινό με το κλάσιμο.
Η έκφραση υπάρχει και στα Αλβανικά «Vezët, nuk ngjyhen me pordhë».

- Πατέρα, αποφάσισα να δώσω για ιατρική. Θα ξεκινήσω διάβασμα σε ένα μήνα, πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
- Χαίρομαι αγόρι μου, αλλά ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Να θυμάσαι πάντα στη ζωή σου, ότι με πορδές δεν βάφονται αυγά!

(από Khan, 06/04/14)

Επίσης και mit porden nicht vafen avgen.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικειμενικός και σαφής όρος που περιγράφει ό,τι και οι ανούσια εξευγενισμένοι όροι χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας κτλ. Εφόσον η χρήση περιορίζεται σε κάτι τόσο συγκεκριμένο, τι χρειάζονται οι ευγένειες;

Πάντως το κωλόχαρτο χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1880 στην Αγγλία όχι ως ρολό αλλά ως φύλλα χαρτιού σε κουτί. Παλιότερα υπήρχαν οι εξής μέθοδοι καθαρισμού:

  • Φύλλα ή κλαδιά.
  • Εφημερίδες.
  • Το αριστερό χέρι (παραδοσιακή μέθοδος Ινδίας).

Σε δύσκολες περιπτώσεις ο μέσος πολιτισμένος άνθρωπος επανέρχεται στις πρωτόγονες μεθόδους.

Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.).

Πληροφορίες: http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=222430

Παρακαλώ όποιος βρεθεί πρωινή ώρα στο Πολυτεχνείο να περάσει από την υπηρεσία καθαρισμού και να τους πει ότι τελείωσε το κωλόχαρτο.
Αν δεν είναι κάποιος εκεί να το πει στην επιστασία.
Και οι δύο υπηρεσίες βρίσκονται στο ισόγειο της πρυτανείας.
Όποιος το κάνει να με ενημερώσει μετά.
(την επόμενη φορά θα στείλω στη λίστα του αναξιοπρεπούς!)

(https://theatre.ntua.gr/pipermail/zucco/2008-April/000053.html)

Δες και πατόχαρτο, σκατόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση για το κάνω εμετό, κυρίως από ναυτία προερχόμενη από κούνημα του καραβιού. Ξερνάω στη θάλασσα ό,τι έχω φάει και το προσφέρω με αυτόν τον απαίσιο πλην όμως αυθόρμητο τρόπο στα άδολα ψαράκια.

- Πώς περάσατε το Σαββατοκύριακο;
- Είχε ο μαλάκας ο Νότης την ιδέα να πάμε με ιστιοπλοϊκό στην Ύδρα και μας τό' παιζε και σκίπερ ο άσχετος ... ιστιοφλωρία σκέτη, σου λέω. Άσε που μαζί μας είχαμε κι ένα μπουζουκομούνι που όλη την ώρα καθόταν στην πρύμνη και τάιζε τα ψάρια...
- Όχι ρε πούστη! Και τι έκανες;
- Την έβγαλα μέσα, στη λάντζα, να μην την βλέπω και να μην την ακούω -και μόλις πιάσαμε Ύδρα πήρα το πρώτο καταμαράν για πατρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published

Απλή και περιεκτική έκφραση ώστε τα αρσενικά να βρουν την δικαιολογία, ή μάλλον να βρουν την αιτία, του γιατί το μπροστινό μέρος του εσωρούχου αλλάζει χρώμα όσο το φοράνε. Ό,τι και να έχει σκαρφιστεί ο νους του άνδρα, ό, τι τάμα και να έχει κάνει, όσο και να συλλογίζεται τις φωνές της μάνας/συζύγου, όταν πάει για το ψιλό του η τελευταία σταγόνα αναπόδραστα, ανερυθρίαστα, ατελέσφορα, ανήθικα θα πέσει πάνω στο εσώρουχο. Όσες φορές και να την έχεις τινάξει, σε συνέχεια των παραπάνω προσπαθειών, απλά δεν μετράει. Σκέφτεσαι και πως πάνω από 3 τινάγματα θεωρείται μαλακία και τα παρατάς. Βρε αδερφέ πάρ' το απόφαση πως μια ζωή μία σταγόνα θα περιμένει υπομονετικά μέσα, θα κάνει του κεφαλιού σου (το πιάσατε το υπονοούμενο ε;) για να νιώσει τη θαλπωρή του εσωρούχου σου.

Επειδή πολλά πονηρά γύναια θα αντιπαραβάλλουν τον νόμο αυτό με τους νόμους του κράτους πρέπει να ειπωθεί ότι η λέξη νόμος στην έκφραση έχει το νόημα του Νόμου της Βαρύτητας, του Νόμου του Μέρφυ, του Νόμου Αχαΐας (είχα κάνει κάποτε λάθος στον τονισμό στο δημοτικό και ο δάσκαλος μου έβαλε τιμωρία αλλά τώρα παίρνω την εκδίκηση μου!) οπότε απλά δεν παρακάμπτεται. Άρα από εδώ και στο εξής σταματήστε άνδρες απανταχού της γης να ντρέπεστε! Είναι κάτι που τονώνει τον ανδρισμό σας! Είναι στο DNA πώς να το κάνουμε!

(Η καψερή μάνα ξεχωρίζει τα σώβρακα του ανεπρόκοπου γιου της και κάτι της κάνει εντύπωση...)
- Γιωργάκηηηηηηηηηηη, αχ! 20 χρονών είσαι βρε παλιόπαιδο ακόμη με τις ταινίες που έχεις κρυμμένες πίσω από την εγκυκλοπαίδεια ασχολείσαι; Θα τυφλωθείς πουλάκι μου!
- Όχι ρε μάνα, είναι ο νόμος της τελευταίας σταγόνας. Ό,τι και να κάνω πάντα μια σταγόνα θα πέφτει... Δεν φταίω εγώ, η φύση. Άστα να μουλιάσουν πρώτα μπας και καθαρίσουν.

To καλό το παλλικάρι...φοράει κίτρινα σώβρακα (από Vrastaman, 07/11/08)Οι μελλοθάνατοι την τινάζουν > 3 φορές! (από Vrastaman, 07/11/08)Αυτός χέκλασε (q.v.) (από Vrastaman, 07/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified