Απο την εποχή της Τουρκοκρατίας ξεκινάει αυτή η ατάκα και συγκεκριμένα από το κρέμασμα και το παλούκωμα που επιβαλλόταν ως θανατική ποινή σε ορισμένους κατάδικους. Ηταν φρικτό μαρτύριο και για να θανατωθεί κάποιος έτσι σήμαινε πως ήταν άξιος βασανιστικού και ατιμωτικού θανάτου. Ενός θανάτου που ταίριαζε σε έναν ανυπόληπτο άνθρωπο.

Αργότερα θεωρήθηκαν ως ανυπόληπτοι οι γελωτοποιοί, οι ηθοποιοί, οι ζογκλέρ, κλπ γιατί θεωρείτο πως δεν είχαν υπόληψη όταν έφταναν στο σημείο να κάνουν πράγματα που ήταν έξω από τον πολιτισμικό κώδικα δεοντολογίας που ίσχυε (π.χ. πηδούσαν παλούκια, κοντάρια, κλπ)

Η φράση είναι ανάλογη της φράσης «εξώλης και προώλης» και αναφέρεται για άνθρωπο που υποκειμενικά θεωρούμε βάσει του πολιτισμικού συστήματος αξιών που υιοθετούμε, πως είναι εντελώς διεφθαρμένος.

Το σύστημα αυτό επηρεάζεται από τις ισχύουσες κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες (περιοχής/εποχής) και μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Ο Μένιος συστήνει τη Λάουρα στην αδερφή του, την Ιουστίνη, που είναι μοναχή. Η Λάουρα είναι ντυμένη στο στύλ ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Οταν τα αδέλφια μένουν μόνα τους, ο Μένιος τη ρωτάει:

Μένιος: - Πώς σου φαίνεται η Λάουρα; Λέω να την παντρευτώ και θέλω τη γνώμη σου.

Ιουστίνη: - Πώς να μου φανεί; Τού σκοινιού και του παλουκιού είναι. Οτι και να σου πω λίγο είναι. Εσύ πρέπει να πάρεις παρθένα. Κι αυτή ...το πολύ πολύ να 'ναι Παρθένος ... στο ζώδιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: κουσούρι < τουρκική (kusur) < αραβική كسور (küsûr).

Κυριολεκτικά είναι το ελάττωμα, το μειονέκτημα, η αναπηρία, η κακή συνήθεια.

Στην σλαγκ, το κουσούρι, όπου δεν διευκρινίζεται, είναι η ομοφυλοφιλία.

Παλιότερα η χρήση περιοριζόταν σε ευσεβείς αλλά ψυχοπονιάρες θειές, που αν και δεν μπορούν να αντικρούσουν τον παπά της ενορίας και τις γραφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, νιώθουν μια κάποια συμπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους -ή μάλλον στις οικογένειές τους.

Ως καλές γειτόνισσες, γνωρίζουν τα άπλυτα ολάκερης της γειτονιάς, και αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια που της «έλαχε το κακό» δεν είναι χειρότερη απ' τις άλλες, δεν κουβαλάει πολλά κρίματα ώστε να τους τιμωρήσει ο θεός με τόσο σκληρό τρόπο και κάπου μέσα τους νιώθουν και μία ανακούφιση, γιατί αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί ή εγγόνι.

Για την συμπάθεια που δείχνουν, συνηγορεί και η συμπεριφορά του «καημένου του παιδιού», που δεν είναι όπως το φαντάζονταν όταν άκουγαν τους πύρινους λόγους του παπά, αλλά είναι ένα -κατά τα άλλα- φυσιολογικό παιδί.

Προφέρεται δε με χαμηλή φωνή, συνωμοτικά, και πιθανόν να συνοδεύεται από την φράση: τι φταίει κι αυτό το καημένο, έτσι τόφτιαξε ο θεός

Στην μέινστριμ σλαγκ μπήκε το 2004, όταν ο Μακαριστός Χουντόδουλος δήλωσε για την ομοφυλοφιλία: «Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα θέλει να το καλύψει. Να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί που έχουν το κουσούρι».
Του γύρισε όμως μπούμερανγκ, όταν δημοσιεύματα αφιερωμένα στην ιδιωτική του ζωή είχαν σαν τίτλο «το κουσούρι του Χριστόδουλου» πχ εδώ, και εδώ.

  1. @ιρον : άντε βρε νούμερο που θα βάλω και σικ. α στο διάλο.
    (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). τζίζους, εδώ (απ' όπου πήρα και την πάσα)

  2. Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους. Αίας, εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση μας έρχεται απ' το Βυζάντιο και σχετίζεται με τη διαπόμπευση των τιμωρημένων (μέθυσοι, αντάρτες, μοιχοί, λαμόγια της εποχής, κλπ) στο γάιδαρο καβάλα, όπου τους διαπόμπευαν χτυπώντας τους. Όσο για τους βυζαντινούς, την έβρισκαν άγρια να πηγαίνουν στις πλατείες και να παρακολουθούν τέτοιες «πολιτιστικές εκδηλώσεις».

Επειδή το κούρεμα ήταν δηλωτικό μεγάλης προσβολής, οι πρωταγωνιστές αυτών των παραστάσεων (οι τιμωρημένοι... ντε) κουρεύονταν πριν διαπομπευτούν.

[I]Πότε λέγεται η ατάκα [/i];
Όταν μια λεκτική αντιπαράθεση καταλήγει σε αδιέξοδο. Είναι σαν να καταδικάζουμε κάποιον επειδή είπε κάτι προσκρούει στην δεοντολογία μας και του αξίζει η διαπόμπευση ... Λέμε τώρα! Για αυτό και του λέμε να πάει να κουρευτεί.

[I]Γιατί εκφέρεται η συγκεκριμένη ατάκα[/i];
Για να απαξιώσουμε τις συγκεκριμένες απόψεις του. Γι αυτό θέλουμε και καλά να απαλλαγούμε από την επίδραση του, εγκλωβίζοντας την (φυλακίζοντας την) και καλά ώστε να μην επιδρά πλέον πάνω μας. Παράλληλα εκτονωνόμαστε. (βλ. παρ. 1,2).

[I]Πώς μπορεί ο άλλος να αντιδράσει όταν ακούσει την ατάκα;[/i];
Παίζεται. Εξαρτιέται από το χαρακτήρα, την ηλικία, την προηγούμενη σχέση των εμπλεκομένων αλλά και από τη σημαντικότητα του θέματος. Έτσι:

Παρατήρηση: Δεν είναι απίθανο αργότερα, να σκεφτούμε αλλά και να ξανασκεφτούμε την προηγούμενη συμπεριφορά του. Οπότε, ο εγκλωβισμός της αρνητικής επίδρασης, που λέγαμε παραπάνω, πάει περίπατο.

Σημείωση:
1. Εναλλακτικά, μπορεί να λεχθεί ως: «άει να κουρεύεσαι!», «πήγαινε κουρέψου», «τράβα κουρέψου» κ.α..

  1. Η έκφραση «άστον να κουρεύεται» έχει ανάλογη σημασία, δηλαδή: Παράτα τον τον μαλάκα, χες' τον, γράφτον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, μην του δίνεις σημασία, ησύχασε εγκλωβίζοντας (φυλακίζοντας) την όποια κακή επίδραση του πάνω σου, ώστε να ησυχάσεις και να ηρεμήσεις. (βλ. παρ. 3).

Ωστόσο ενδέχεται επίσης να λέμε εμμέσως και στο συνομιλητή μας: Νταξ... έχεις πρόβλημα με το μαλάκα, μας τα πες, σ' ακούσαμε, αλλά πλιζ μη μας τα πρήζεις άλλο.

  1. - Ίσα μωρή αδερφή Τερέζα.... άσε τα παλικάρια να σφαχτούν με την ησυχία τους. Κάτι τέτοια έκαναν και οι Λουδοβίκοι, με τα σεις και τα σας και όταν ήρθαν οι βάρβαροι, κατέβασαν τα βρακιά....
    - Ρε άντε κουρέψου.
    Δες

  2. Άντε κουρέψου που θα πουλήσεις και εξυπνάδα. Κνώδαλο.
    Δες

  3. Ρε εσύ... πολύ σκοτίστηκες με το μαλάκα. Ας' τον να κουρεύεται... Νισάφι πια!

Ταινία: Νόμος 4000. Η φάση του κουρέματος του τεντιμπόη (από GATZMAN, 08/11/09)Άντε cut your hair, ρε (από Jonas, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να είναι αμετάβατο, δηλαδή σκέτο «σου γαμώ», μπορεί και να είναι μεταβατικό, με αντικείμενα, όπως «την μάνα», «την θεία», «την γιαγιά», «την κουμπάρα», «την συνυφάδα», «την συμπεθέρα», ή μετωνυμικά «της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο», «της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο» κ.τ.λ, με προτίμηση σε γηραιά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος του συνομιλητή, με το οποίο δείχνουμε ότι «δεν γαμάω για ευχαρίστηση, αλλά για την φουκαριάρα τη μάνα ΣΟΥ»...

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο Συντακτικό. Το «σου» του «σου γαμώ» δεν είναι ούτε Αντικείμενο, ούτε Γενική Κτητική, αλλά επιβιώνει / απορροφάται σε αυτό η αρχαία Δοτική Προσωπική Ηθική, που δηλώνει το πρόσωπο εις δυσαρέσκεια του οποίου τελείται η πράξη (λ.χ. «ως καλός μοι ο πάππος!»), ή η Δοτική Προσωπική Αντιχαριστική, που δηλώνει το πρόσωπο, προς ζημίαν του οποίου τελείται η πράξη. Αυτά για τους αρχαιόκαυλους της σλανγκ.

Τέλος βρις-οφ αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα πρόσωπα του σογιού και τα αξεσουάρ τους:
-Σου γαμώ... (απλά και αμετάβατα)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση δεν απευθύνεται κατ' ανάγκη προς άτομα που τον παίρνουν κι απ' τ' αυτιά. Είναι ένας λεπταίσθητος τρόπος να διαμαρτυρηθείς για την μπουνταλάδικη μειωμένη ακουστική αντίληψη του συνομιλητή σου, ιδίως στην περίπτωση που η προσπάθεια χαμηλόφωνης επικοινωνίας σε κρίσιμο ζήτημα αποτυγχάνει επανειλημμένα.

Συνώνυμη φράση: βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά.

Ηχηρή (...) βρισιά γιατί θίγει σωματικό έλλειμμα του υβριζομένου - όπως μας μαθαίνανε να πραγματολογούμε και τον Οιδίποδα στο σχολειό (τη φάση που λέει ο Οιδίποδας στον Τειρεσία «τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τ' όμματ' ει»).

- (χαμηλόφωνα) Κόψ' τις ρε φίλε που σηκώνονται να πάνε στη μπάρα και καλά...
- Τι;
- Πίσω σου ρε μαλάκα λέω, πάνε...
- Τι μου λες ρε μαλάκα....
- Ε γαμώ τ' αυτιά σου ρε Κρέοντα...

(από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάκα, σε μεσήλικες ή άνω των 30 (κοροϊδευτικά) άνδρες.

Κάτι ο μεταβολισμός που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, κάτι η σαβουροφαγία, κάτι η έλλειψη άσκησης, όλα αυτά συνηγορούν στην αύξηση της λεγόμενης σαμπρέλας. Φαινόμενο ωστόσο που οι γνώστες και οι καταρτισμένοι αποδίδουν καθαρά στην ηλικία.

- Τι χάλι είναι αυτό ρε; Εσύ δεν ήσουν έτσι....
- Εεε, γεροντόπαχα!

- Μάλλον ξεφούσκωμα γίνεται με το ποδήλατο. Εγώ όσο περισσότερο κάνω τόσο στεγνώνω, εκτός από τα γεροντόπαχα στη μέση που φεύγουν τελευταία. (από cyclist-friends.gr)

(από joe909, 05/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified