Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικό και ιδιαίτερα προσεγμένο μανικιούρ που ανακαλεί μνήμες μανδαρίνων της αυτοκρατορικής Κίνας, ασφαλώς δεν ταιριάζει σε εργαζόμενη αφού δεν της επιτρέπει να χρησιμοποιεί αποδοτικά τα χέρια της, τουλάχιστον στα περισσότερα επαγγέλματα.

Εξ' ου η απαξιωτική μομφή της έκφρασης που στόχο έχει συνήθως φυγόπονες που την είδαν πολύ μα πολύ Κυρίες και πέραν της εμφάνισής τους δεν ασχολούνται και με πολλά πράγματα, έχοντας μια στάση ζωής που δυστυχώς μεταλαμπαδεύουν στις απογόνους τους. Χαρακτηριστικό είναι πως εκτοξεύεται συχνότατα από άλλες γυναίκες αλλεργικές στο φαινόμενο μπάρμπι που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς να κωλύονται από ανδρικά ταμπού ως προς τη συμπεριφορά προς το αδύνατο φύλλο.

Παίρνει ακόμη προσβλητικότερη χροιά όταν απευθύνεται σε άντρες, αφού θίγει τον ανδρισμό τους σε πολλά επίπεδα μια και τόσο η τεμπελιά, όσο κι η φροντίδα της εμφάνισης δεν ταιριάζουν σε αρσενικό με τα όλα του, ακόμη και σήμερα που πολλοί προσπαθούν να επιβάλλουν το βαμμένο νυχάκι σαν αθώα μόδα.

  1. - Πείτε καλύτερα στις κυράδες σας να πιάσουν το σφουγγαρόπανο από το να δίνουν για πλάκα το 50ευρo στην αλβανίδα καθαρίστρια για να μη χαλάσει το μανικιούρ και φεύγει τσάμπα συνάλλαγμα.

  2. - Για τα χιόνια, τοπ επιλογή το δερμάτινο μπουφάν που δεν λερώνει! Τα γάντια που έρχονται με τις κουβέρτες, είναι απαραίτητα σε όσους δεν έχουν χώρο στον θόλο για κανονικό γάντι σαν κι εμένα!
    -Α, εγώ σηκώνω το μανίκι, δεν φοβάμαι μη χαλάσει το μανικιούρ μου και βρωμιστεί ο πήχης μου.

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρότερη μορφή της έκφρασης «θα δεις του κώλου σου την τρύπα» = θα σε γαμήσω (κυριολ. ή μεταφ.) με τρόπο που δεν παραδέχεται η Εκκλησία μας.

Συναφείς εκφράσεις της μοδιστρικής του κώλου εδώ. Αυτά.

- Ρε μαλακιασμένο, σου’ δωσα καινούριο αμάξι να πας μια βόλτα και μου’ φερες πίσω τέντζερη;
- Να, ήτανε ένας μπροστά που σταμάτησε απότομα και...
- Για κατέβα, να δεις του κώλου σου τη φόδρα!
- Θα πληρώσω ό,τι είναι...
- Κατέβα τώρα, να φας λίγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία λέγεται σε περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής σου δε σου δίνει καμία σημασία -όχι απαραίτητα εκ πεποιθήσεως, αλλά επειδή απλά μπορεί να έχει αφαιρεθεί- με σκοπό να τον αφυπνίσεις άλλα και να τον ταράξεις, ευελπιστώντας ότι θα κερδίσεις την προσοχή του.

Πιο αναλυτικά, όταν κάποιες φορές προσπαθείς να αναπτύξεις ένα θέμα και έρχεσαι αντιμέτωπος με την αδιαφορία, συμβαίνει ή ο συνομιλητής σου να είναι στον κόσμο του και να μη σε παρακολουθεί γιατί σκέφτεται τα δικά του (π.χ. παρ.1), ή να σε διακόπτει λέγοντάς σε σένα ή σε όποιον κάτι άσχετο (π.χ. παρ.3), ή να είναι παγερά αδιάφορα αυτά που ακούει με αποτέλεσμα να ρίξει μια ωραιότατη γείωση (π.χ. παρ.2).

Για να κερδίσεις την προσοχή του, η πιο συνηθισμένη, αλλά όχι και η καλύτερη κίνηση, είναι να τον ρωτήσεις αν σε προσέχει, λαμβάνοντας κατά 99% μια θετική απάντηση, ασχέτως αν είναι ολοφάνερο ότι τίποτα δεν έχει ακούσει, με αποτέλεσμα να μην έχεις καταφέρει απολύτως τίποτα. Αν αυτό γίνει τόσες φορές ώστε τελικά να σε προσέξει, πιθανότατα θα έχεις εκνευριστεί και δε θα θες να συνεχίσεις, όσο και αν ο άλλος επιμένει. Αν τελικά ενδώσεις και συνεχίσεις, ή θα σε διακόψει, ή θα συνεχίσει να μη σε προσέχει.

Μια καλή κίνηση λοιπόν είναι να κάνεις την ερώτηση αυτή, έχοντας σαν αποτέλεσμα δύο πιθανότητες -ή να σε πιστέψει ή να μην- οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες με το πόσο καλά σε γνωρίζει.

Αν πιστέψει ότι πραγματικά άκουσες κάτι τέτοιο (δηλ. ότι τον άκουσες να λέει «στ' αρχίδια μου», που είναι και το ιδανικότερο) τότε τον έχεις ψαρώσει-και παίρνεις κατά κάποιο τρόπο το αίμα σου πίσω για το γράψιμο που έφαγες- ενώ, προσπαθώντας να λύσει την και καλά μεταξύ σας παρεξήγα, έχει στρέψει την προσοχή του πάνω σου, κάτι που σε βοηθάει να συνεχίσεις απρόσκοπτα τον λόγο σου (π.χ. παρ.1). Το να τον πείσεις όμως ότι η ερώτηση που έκανες είναι πέρα για πέρα αληθινή, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλει χάρη, μπρίο, υποκριτικές έως και δικολαβικές ικανότητες.

Μια άλλη περίπτωση είναι να μην πιστέψει ότι τον άκουσες να λέει «στ' αρχίδια μου», γιατί απλά αποκλείεται να έχει πει κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταλάβει ότι το πας στο χαβαλέ. Αυτό μπορεί να είναι πολύ θετικό, διότι προσδίδει, τις περισσότερες φορές, κύρος και ανωτερότητα, μιας και την πράξη της διακοπής του λόγου σου εσύ την περνάς στο έτσι, ενώ κάποιος άλλος πιθανότατα θα μανούριαζε και απ' την άλλη έχει καταλάβει ότι στ' αρχίδια σου κιόλας, οπότε σε παρακολουθεί τιμής ένεκεν (είναι κάτι σαν την ιστορία με τον σκύλο, που αν τρέξεις θα σε κυνηγήσει, ενώ αν είσαι χαλαρός και αδιάφορος ο σκύλος θα σε γράψει στ' αρχίδια του).

Τέλος, υπάρχει η (χειρότερη) περίπτωση, να καταλάβει ότι την ερώτηση σαφώς και δεν την εννοείς κάνοντας σκέψεις τ. «αφού εσύ δεν προσδίδεις σοβαρότητα στην κουβέντα σου θα κάτσω να ασχοληθώ εγώ μαζί της;», με αποτέλεσμα τελικά να μη σου δώσει το ελάχιστο δήγμα προσοχής.

Εκεί όμως που δε σε σώζει τίποτα (αν και είναι εκτός θέματος) είναι αν, καθώς μιλάς και αναπτύσσεις ένα σκεπτικό, ο συνομιλητής σου σε διακόψει λέγοντας ορθά κοφτά και με θράσος «στ' αρχίδια μου». Πιστεύω πως η κουβέντα πρέπει να τελειώσει εκεί (άσχετο αλλά βλ. π.χ. παρ.4).

Με λίγα λόγια, αυτή η μεταξύ σοβαρού και αστείου ερώτηση είναι ένας καλός τρόπος με τον οποίο έχεις πολλές πιθανότητες να επαναφέρεις την κουβέντα, να ξαναπάρεις τον λόγο και να κερδίσεις την προσοχή των συνομιλητών σου. Νομίζω είναι η απέλπιδα προσπάθεια, γιατί αν και αυτό δεν πιάσει δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να επανέλθουν ευπρεπώς σ' αυτά που λες (λέω ευπρεπώς γιατί τελικά μπορεί να σε ακούσουν αν τους πλακώσεις στα μπινελίκια και στις φάπες).

  1. - ...με προσέχεις;
    - μμμ.
    - Και έρχεται που λες και με αρχίζει στα μπινελίκια! Και τα παίρνω κι εγώ και τι του λέω ρε μάγκα;
    - μμμ.
    - Στ' αρχίδια σου είπες;!
    - Τι;! όχι ρε! είσαι καλά; Εγώ εδώ...
    - Καλά, καλά, χαλάρωσε μην πάθεις κανά εγκεφαλικό.

  2. - ...είπα κι εγώ να πάω τελικά...
    - Είπα είπες φάε πίπες!
    - Στ' αρχίδια σου είπες;

  3. - Εγώ πάντως, όσον αφορά το μεσανατολικό, πιστεύω...
    - Να ρε μαλάκα! Αυτή είναι η Νίνα που σου 'λεγα!
    - Στ' αρχίδια σου είπες;
    - Δεν είναι φοβερό μουνί;
    - Στ' αρχίδια σου είπες;
    - Ναι ρε μαλάκα! στ' αρχίδια μου είπα!!

  4. - Έχω την εντύπωση πως όχι μόνον έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δολοφονία αμάχων, αλλά έχει εξελιχθεί και σε ενεργό μαχητή στον...
    - Στ' αρχίδια μου!
    - .

βλ. και γειώσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι κακής ποιότητος.

Επίσης γνωστή ως έκφραση και ως: «για τον πουτσάκο», «πουτσέ».

  1. Αγόρασα ένα κινέζικο mouse για το pc τελείως πουτσέ!

  2. Μου έφερε μία κολώνια δώρο άθλια! Για τον πουτσάκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified