Further tags

Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.

Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός και ο μεσάζοντας για κάποια αξιόποινη πράξη ή για κάτι για το οποίο πρέπει να κουνηθούν τα νήματα, συχνά κάτω από το τραπέζι.

  1. - Έχεις καμιά άκρη να βρούμε τραπέζι σήμερα το βράδυ στον Μαζωνάκη; Σήμερα είναι η πρώτη μέρα και είναι όλα κλεισμένα.

  2. - Θέλω να ψωνίσω μαύρο αλλά η άκρη που έχω λείπει διακοπές, έχεις εσύ καμιά άκρη να βρούμε;

Βλέπε ακόμη βύσμα και δόντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να υπολειτουργείς.

Σχετικά λήμματα: μπαφοκατάσταση, άραγμα.

-Θα μαζευτούμε απόψε το βράδυ να δούμε τον αγώνα και να λιώσουμε. Είσαι μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από τη νεολαία αλλά πλέον χρησιμοποιείται και από τους πιο γέρους. Ψήνεσαι; σημαίνει «θέλεις;» Συνήθως το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να έρθει μαζί μας κυρίως σε κλαμπάκια ή για να κάνουμε κοπάνες.

- Ρε μαλάκα, ψήνεσαι την τελευταία ώρα να μην μπούμε για μάθημα;; Έλα ψήσου, ψήσου. - Εντάξει ρε.

(από Khan, 04/03/14)

Δες και ψήνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ασταμάτητη πολυλογία, το πολύ μπλα μπλα, η λογοδιάρροια, η ακατάπαυστη κουβέντα. Συνήθως είναι για θέματα άνευ σημασίας και κουτσομπολιά.

Εμένα με είχε κόψει η πείνα και η Νατάσσα είχε πιάσει το μπίρι-μπίρι με την Μαρία και δεν έλεγε να σηκωθεί να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.

Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια του δημοτικού, σύννεφο είναι η διαδικασία που κάποιος τρώει μαζεμένες φάπες από όλη την τάξη. Συνήθως σύννεφο «τρώνε» οι φρεσκοκουρεμένοι. Το φατούρο. Το μπούγιο.

-Συ-συ-συνεφο, ε-ε-έπεσε, 5-4-3-2-1-0! παφ πλατς μπουφ* -Αααααααααα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μιλητό = προκαταρκτική κουβεντούλα πριν το sex..! Και την λέμε για να σταματήσουμε τη φλυαρία και να περάσουμε στο κύριο πράγμα..!!

Στο μιλητό θα την βγάλουμε..;;;

βλ. και λεκτικό σεξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχωρίζω. Όταν δεν μπορώ να κρύψω κάτι όσο και να προσπαθώ.

- Κοίτα αυτούς εκεί ρε πώς μας κοιτάνε. - Ω ρε γαμώτο, ασφαλίτες είναι. - Λες ε; - Σίγουρα σου λέω, κάνουν μπαμ. Ετοίμαζε την ταυτότητα, θα έρθουν για εξακρίβωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.

Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified