Πρόσφατα ασχολήθηκα με την ομοηχία των λέξεων καραμπουζουκλής και μπουζούκι, εξηγώντας εδώ: 1, 2, 3, πως ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αφού το καραμπουζουκλής σημαίνει «μαυρομούστακος» (kara-biyik-li), το μπουζούκι είναι έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαίας ανατολικομεσογειακής περιφέρειας, της ευρύτερης οικογένειας των λαουτοειδών / πανδουροειδών / ταμπουροειδών και σημαίνει «μεγάλος (bozorg-i στα Περσικά) ταμπουράς» και ουδεμία σχέση έχει με το bozuk («χαλασμένο, κατεστραμμένο» στα τουρκικά), παρότι η ελληνοποιημένη λέξη μπουζούκι φαίνεται να συνηχεί καλύτερα (καλλίτερα) με το τουρκικό bozuk παρά με το πέρσικο bozorg-i, πλην όμως η ουσία και η αλήθεια είναι διαφορετικές από την απλή ομοηχία λέξεων.

Το ίδιο συνέβη και εδώ: 1, 2, όπου ανέλυσα πως ουδεμία σχέση έχει το υπόδημα (παπούτσι) του τύπου τσαρούχι, με το ομόηχο cirah-i που σημαίνει «πληγή» στα οθωμανικά/τουρκικά, και πως όταν οι παλαιότεροι έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», ουσιαστικά εννοούσαν πως «το στόμα μου έγινε cirah-i, δηλ. πληγή» και όχι φυσικά κάτι σαν το παπούτσι/τσαρούχι!

Σήμερα επανέρχομαι με κάτι πιο εξειδικευμένο που ομοίως λόγω της φαινομενικής ομοηχίας των λέξεων μάλλον δημιουργεί λάθος συμπεράσματα. Ειδικότερα, μια φίλη μου που διάβασε για το χαρέμι της οθωμανικής αυλής, εντόπισε τη λέξη χαλβέτ-ι και επ' ευκαιρία ανοίξαμε μια συζήτηση για το τι σημαίνει ετυμολογικο-ιστορικά, ποια η σχέση της λέξης με τον χαλβά που αρέσκοντο στο Τοπ-Καπί και τελικά με την λαϊκή λέξη χαλβάδιασμα;

Ας τα πάρουμε με την σειρά. Η khalwati (επίσης γνωστή ως khalwatiyya, khalwatiya, ή halveti, όπως είναι γνωστή στην Τουρκία) ήταν (είναι;) ισλαμική αδελφότητα των Sufi (tariqa), εξ ίσου δημοφιλής με τις αδελφότητες Naqshbandi, Qadiri και Shadhili. Το όνομά της προέρχεται από την αραβική λέξη khalwa, που σημαίνει: «μέθοδος της απόσυρσης ή απομόνωσης, αναχώρησης από τον κόσμο για μυστικιστικούς λόγους».

Η αδελφότητα ιδρύθηκε από τον Umar al-Khalwati στην πόλη Χεράτ, της μεσαιωνικής Khorasan (σήμερα δυτικό Αφγανιστάν). Ωστόσο ο Umar ήταν μαθητής του Umar Shirvani Yahya, ο οποίος ίδρυσε το «Way Khalwati» και είχε γράψει το λατρευτικό κείμενο Khalwatiyya. Η αδελφότητα αυτή ήταν πολύ ασκητική και μοναχική, σχεδόν ατομικιστική (zuhd), και ενίσχυε την αποχώρηση / αναχώρηση (khalwa) από τον κόσμο, γεγονός που τη διαφοροποιούσε από τις άλλες Σούφικες αδελφότητες (βλ. και το χρονολογικά προγενέστερο κίνημα των χριστιανών αναχωρητών στην έρημο).

Ας δούμε και το έτυμον της λέξεως, σε διάφορες αραβικές παραλλαγές:
1) عزلة : απομόνωση, προστασία της ιδιωτικής ζωής, μοναξιά, αποξένωση, μοναξιά
2) حدة: σοβαρότητα, ένταση, ευκρίνεια, εντατικοποίηση, οξύτητα, μοναξιά
3) وحدة: μονάδα, ενότητα, μοναξιά, κοινότητα
4) توحد: ομοιομορφία, μοναξιά, αλλά και συνταξιοδότηση
5) انعزال :απομόνωση, διαχωρισμός, μόνωση, αποκόλληση, απόσχιση, μοναξιά και
6) وحشة: μέριμνα, μοναξιά

Στο Σουφισμό, khalwa ήταν επίσης to μοναχικό καταφύγιο, στο οποίο ένας μαθητής / Σούφι (murid), αναχωρούσε για 40 ημέρες προκειμένου να κάνει εκτεταμένες πνευματικές ασκήσεις υπό την καθοδήγηση του δασκάλου του Shaykh, απ' όπου έβγαινε μόνον για να προσευχηθεί μαζί με το δάσκαλό του, για να συζητήσουν τα όνειρα και τα οράματά του. Αλλά και οι Δρούζοι μουσουλμάνοι το κύριο ιερό τους το ονομάζουν Khalwat al-Bayada.

Στην τουρκική προφορά και ορθογραφία η λέξη έγινε halvet, χαλβέτ-ι, και το λεξικό της τουρκικής γλώσσας, αφού παραπέμπει στις αραβικές ρίζες της λέξης, αναφέρει:

  • issız yerde yalnız kalma: μοναχική θέση, για να είναι κάποιος/α μόνος/η
  • issız ve kapalı yer: μοναχική και κλειστή θέση
  • hamamlarda çok sıcak küçük yer: μικρό μέρος, αλλά και πολύ ζεστό χαμάμ!

Την οθωμανική όμως περίοδο και ειδικά στο χαρέμι, όταν ο αρχιευνούχος ετοίμαζε μία κοπέλα για χαλβέτι με τον Σουλτάνο, εννοούσε μία ολόκληρη διαδικασία που είχε να κάνει με ζεστό μπάνιο στο χαμάμ και στη συνέχεια απομόνωση με το σουλτάνο, προκειμένου να ενωθούν εις σάρκαν μίαν και εάν ήταν «τυχερή» να μείνει έγκυος, θα αναβαθμιζόταν από haseki (επιλεγμένη) σε hatun (σύζυγο) και ενδεχομένως σε μητέρα διαδόχου valide (βασιλομήτωρ), οπότε ενδεχομένως να διοικούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία κάποια στιγμή. Επομένως η μόνη διέξοδος για μία ταλαίπωρη κοπέλα, που είχε αρπαχτεί και πωληθεί για το χαρέμι, ήταν είτε ο θάνατος, είτε να μείνει απλά «δούλη / kul» του χαρεμιού, είτε να προσπαθήσει να αναδυθεί μέσα από τη διαδικασία του χαλβέτ, όσο και εάν απεχθανόταν το μέρος που την είχε ρίξει η τύχη της (όμως δεν ίσχυε για όλες αυτό· πολλές όχι μόνον έμεναν με τη θέλησή τους, αλλά επεδίωκαν να ενταχθούν στο χαρέμι και από εκεί με σειρά από ίντριγκες, δολοπλοκίες και δολοφονίες να γίνουν Σουλτάνες αυτοκράτειρες).

Μία άλλη αραβικής προέλευσης λέξης που ομοηχεί με το χαλβέτ, είναι ο γνωστός μας χαλβάς, ή halawa, alva, halwo, haleweh, helwa, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa, حلاوة, γλυκό πασίγνωστο σε όλη τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία, την Κεντρική Ασία, τη Δυτική Ασία, τη Βόρεια Αφρική, το Κέρας της Αφρικής, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, τη Μάλτα και τον εβραϊκό κόσμο.

Η λέξη χαλβάς (αραβικά: حلوى / halwa), σημαίνει «γλυκό», και χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένα είδη επιδορπίων που δεν είναι του παρόντος η παράθεση των συνταγών τους. Όμως συχνά λέμε και ακούμε το ρήμα και το ουσιαστικό: χαλβαδιάζω και χαλβάδιασμα εννοώντας: «κοιτάζω κάτι με θαυμασμό, το λιγουρεύομαι, ή ακόμα και παρατηρώ κάποιο άτομο με ερωτικές διαθέσεις, το ζαχαρώνω, το γλυκοκοιτάζω».

Αν ισχύει το έτυμον του χαλβαδιάσματος από τον χαλβά (γλυκό), τότε όντως η έκφραση σημαίνει πως «γλυκοκοιτάζω». Γιατί όμως «γλυκοκοιτάζω ερωτικά»; μήπως εμπλέκεται και ο σχεδόν ομόηχος όρος χαλβέτ, που κατ' επέκταση σημαίνει πως γλυκοκοιτάζω, αλλά με διάθεση απομόνωσης του ατόμου γιατί έχω ερωτικές προσδοκίες από την απομόνωση αυτή, όπως είχε ο εκάστοτε σουλτάνος με τις haseki / επιλεγμένες; Ή μήπως οι λέξεις και οι εκφράσεις χαλβαδιάζω, χαλβάδιασμα κ.λ.π είναι ο απόηχος των οθωμανικών helva sohberlri (κουβέντες του χαλβά) που ήταν γνωστή συνήθεια των συντεχνιών φουτουββέτ και είχε διαδοθεί περαιτέρω στους αξιωματούχους του κράτους και στα ανώτερα και μέσα κοινωνικά στρώματα, όταν έκαναν βεγγέρες στα σπίτια ιδιαίτερα τον χειμώνα;

Από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τα τέλη Mαρτίου (περίοδος ερμπαΐν, 40 μέρες μετά την 21 Δεκεμβρίου, και χαμσίν, άλλες 50 μέρες) οι εύποροι μουσουλμάνοι έκαναν υπέρ της υγείας τους θυσίες (κουρμπάν) -συνήθως προβάτων- και επιδίδονταν στην οργάνωση νυκτερινών συγκεντρώσεων που αποκαλούνταν «κουβέντες του χαλβά». Περισσότερο μεγαλόπρεπες ήταν οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνταν σε κονάκια των βεζίρηδων και ανώτατων αξιωματούχων, δεδομένου ότι θεωρούνταν μεγάλο κοσμικό γεγονός.

Mε τον τρόπο οργάνωσης αλλά και με τα μέσα διασκέδασης και τα εδέσματα που προσέφεραν, ορισμένες από τις συγκεντρώσεις αυτές, ήταν πιο σημαντικές και από τις γαμήλιες γιορτές ή τις γιορτές περιτομής (σουνέτ). Προσκαλούνταν ποιητές, στοχαστές, μουσικοσυνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές και ήταν ευκαιρία για πολλούς ευγενείς την καταγωγή και τους τρόπους (κιμπάρηδες) να επιδείξουν τα πλούτη τους, συναγωνιζόμενοι μεταξύ τους και ψάχνοντας, χαλβαδιάζοντας νύφη!

Οι ποιητές που παρευρίσκονταν, συνέθεταν ειδικά στιχουργήματα (κασιντέ) για κάθε μια από τις συγκεντρώσεις που καλούνταν να συμμετάσχουν. Ενίοτε «κουβέντες του χαλβά» διοργάνωνε και ο ίδιος ο σουλτάνος στα ανάκτορα, στις οποίες προσέρχονταν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Στα κονάκια και τα σαράγια των πλουσίων μεταξύ των καλεσμένων παιζόταν το παιχνίδι που αποκαλούνταν «μετακόμισε το χωριό», αλλά και το «δακτυλίδι», ο «μύλος» κ.ά.

Κατά περίπτωση, συγκεντρώσεις γίνονταν και προς τιμή ξένων πρεσβευτών, προς εντυπωσιασμό των οποίων υπήρχε ορχήστρα με 50-60 μουσικά όργανα. Στο τέλος της εκδήλωσης δίδονταν στους προσκαλεσμένους και τους αναμένοντες στην πόρτα τσαούσηδες και λοιπά μέλη της συνοδείας του πρεσβευτή σαν δώρα, γούνες.

«Κουβέντες του χαλβά» γίνονταν αποκλειστικά και για γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή τις δαπάνες οργάνωσης μπορεί να τις αναδεχόταν ένα άτομο, η οικοδέσποινα, μπορεί όμως και να κατανέμονταν μεταξύ των οργανωτριών. Στις συγκεντρώσεις αυτές προσφέρονταν διάφορα εύγευστα εδέσματα, παραγεμιστές γαλοπούλες, μπουρέκια (διάφορες πίττες) και γλυκά όπως ρεβανί, κανταΐφι, μπακλαβάς, εκμέκ με καϊμάκι, σερμπέτια και η σπεσιαλιτέ της Κωνσταντινούπολης ο περίφημος μποζάς (παχύρρευστο παρασκεύασμα από εκχύλισμα κριθαριού).

Πραγματική ιεροτελεστία ήταν η παρασκευή με μεγάλη επιδεξιότητα του χαλβά που προσφερόταν και από αυτόν είχαν λάβει το όνομά τους οι συγκεντρώσεις αυτές. Επρόκειτο για τον περιώνυμο κετέν χαλβά (ψιλός χαλβάς του λιναρόσπορου) από ζάχαρη. Άρχιζε από μια δοξαστική ωδή και συνέχιζε κατά τη διάρκεια της παρασκευής με τραγούδια των παρισταμένων και αινίγματα που έλυναν μεταξύ τους, σαν το παρακάτω τραγούδι που είχε ηχογραφήσει η περίφημη Ζεχρά Μπιλήρ το 1935 και βρήκα σε cd της KALAΝ:

Κάτω απ' τα τσαντήρια είναι ωραία,
έγνεψα στην αγάπη την παλιά.
Θυσία η μάνα μου, θυσία κι εγώ
για την αγάπη με τα ρούχα τα καλά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Το μαύρο πρόβατο έχει κρέας με την οκά,
όταν το καβουρντίζεις έχει νοστιμιά
και η κόρη που παντρεύεται τον χήρο
δεν πεθαίνει αλλά πονάει στην καρδιά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Του σπιτιού είναι η κολόνα,
καρπός πιο λευκός κι από τα χιόνια
Κι εκείνος που χωρίζει απ' την αγάπη του,
η καρδιά του καίγεται στα χρόνια.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά

Στις συγκεντρώσεις αυτές που οργάνωναν, όπως ήταν επόμενο και οι αδελφότητες των συντεχνιών, εκμισθώνονταν και οργανοπαίχτες, μίμοι, παραμυθάδες κ.ά. Γι' αυτό οι «κουβέντες του χαλβά» συνεχίστηκαν μέχρι την οριστική κατάργηση των συντεχνιών και το ατόνισμα του συνοικεσίου με επίδειξη της νύφης προς τον καλοβαλμένο γαμπρό!


Βιβλ.: N. Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα III, Πανεπ. Παραδόσεις, Πάντειο
Δημ. Σταθακόπουλος, Ιστορικές και κοινωνικές δομές του μουσικού θεάματος και ακροάματος στην οθωμανική αυτοκρατορία – η συμβολή των ρωμιών, Πάντειο 2009

  1. Είσαι για χαλβέτι ;-)

  2. Μα τι χαλβάς είσαι;

  3. Την/τον/το χαλβαδιάζω συνεχώς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτιά, ο αναπτήρας.

- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίνι πορτάκι που ανοίγουμε σε μια κανονική πόρτα (ή στο τζάμι ενός παραθύρου, αρκεί να μην είναι διπλό) ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει από κει η γάτα μας.

Λέγεται φλαπ από τα αγγλικά (flap door), ονομασία που προκύπτει από τον ήχο που κάνει όταν ανοιγοκλείνει.

Υπάρχουν τα απλά, καθώς και αυτά που λειτουργούν με βάση το μικρο-τσιπ που ενδεχομένως φοράει η γάτα / ο γάτος μας, ώστε μόνο αυτή /-ός να μπορεί να μπει και όχι κανας ανεπιθύμητος επισκέπτης του είδους κι έχουμε καυγάδες γιατί μας τρώει το φαΐ μας ή μας ψεκάζει τον χώρο...

Επισήμως λέγεται «πορτάκι για γάτες» ή «πορτάκι γάτας». Κάνει και για μικρόσωμους σκύλους.

- Ρε μαλάκα, έχεις κήπο και είναι όλη την ώρα μέσα κλεισμένη η γάτα σου;
- Όχι ρε, έχω βάλει ένα φλαπ στην πόρτα και πηγαινοέρχεται ελεύθερα.

(από ironick, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Από την αγγλική λέξη junk που σημαίνει χίλια δυο, κυρίως το σκουπίδι, το του πεταματού, το άχρηστο. Ο χαρακτηρισμός κολλάει παντού. Ναι μεν το λέμε κυρίως για φαγητό (πχ για τα Goody's ή για κανα βρώμικο), αλλά παίζει και για καταστάσεις, εκπομπές τηλεόρασης, ένδυση, γενικά για οτιδήποτε φτηνιάρικο.

- Πάμε να δούμε την καινούργια ταινία του Λαρς;
- Ωχ όχι απόψε! Προτιμώ να κάτσω να δω κανα τζανκ στην τηλεόραση να χαζέψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόλπο / τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κάποιον, με υστεροβουλία και πονηριά.

Ρίζα από τα τουρκικά [τουρκ. tertip -ι], πιθανώς προέλευση από τα φαρσί.

Συχνότατα χρησιμοποιείται σε συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρος, περιγράφοντας τα ψέματα και τις κενές υποσχέσεις πολιτικών.

  1. Τίτλος άρθρου της Ελευθεροτυπίας:
    «Χορτάσαμε από τερτίπια μεταμοντερνισμού»

  2. Τίτλος επαρχιακής εφημερίδας:
    «ΝΑΣ: καταγγέλει τα πολιτικά τερτίπια στην πλάτη των κατοίκων Χριστού Βαρβασίου»

Στα πρώτα δέκα δεύτερα τα "τηρτίπια". (από Hank, 30/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλέφωνο, ειρωνικά. Χιούμορ περασμένων δεκαετιών, όταν δεν είχαν όλα τα σπίτια τηλέφωνο. Εμπνευσμένο από την ονομασία της γερμανικής μάρκας Telefunken.

Πατέρας:
- Γιααα πιάσε μου το τελεφούνκεν ρε συ Αντώνη, να πάρω τη μάνα σου να δω αν έρχεται;...
Αντώνης (στην εφηβεία, ντρέπεται πολύ όταν ο πατέρας του λέει κοτσάνες):
- Αμάν ρε μπαμπά, πάψε να το λες έτσι, μπλάκμπερι το λένε σου έχω πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified