Further tags

Ο εκφραστικότατος αυτός όρος, που κλείνει καλά μια μπούτσα μέσα του, προέρχεται από το μπουρμπούτσαλο, το οποίο είναι έντομο. Πιο συγκεκριμένα, έτσι αποκαλείται σε ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας το σκαθάρι.

Οι μικροσκοπικές διαστάσεις του παραπέμπουν σε:

  1. Λεγόμενα που χαρακτηρίζονται από ελάχιστη ως μηδενική αξία. Μιλάμε δηλαδή για λόγια του αέρα, για λόγια της καραβάνας (π.χ: για ανοησίες, για αναξιόπιστες και μουσαντένιες πληροφορίες, κλπ) (βλ. παρ 1, 2).

  2. Καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από ελάχιστη ως μηδενική αποτελεσματικότητα (μιλάμε δηλαδή για κακά ποιοτικά ή/και κακά ποσοτικά αποτελέσματα). Βλ. παρ. 3, 4.

  3. Διάφορα μικροαντικείμενα (βλ. παρ. 5).

Θα μπορούσε να ειπωθεί επίσης, πως ο όρος είναι απαξιωτικός, γιατί περικλείει το στοιχείο της ειρωνείας και της κοροϊδίας, καθώς και την έντονη αποστροφή στο βλέμμα και στην όλη έκφραση του ομιλούντος.

Βλ. λήμματα: πίπες, πούτσες μπλε

Βλ. επίσης λήμμα μπαρμπούτσαλα

  1. Οταν πήρε το λόγο, ο Απόστολος Γκλέτσος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας «αν θέλετε να λέμε μπουρμπούτσαλα, να λέμε». Ετσι ξεκίνησε ένα κεφάλαιο γόνιμου και δημιουργικού διαλόγου. Για να μετατραπεί λίγο αργότερα σε αληθινή κόλαση. Δες εδώ

  2. Θυμάμαι φράση Χάρρυ Κλυνν «αυτά είναι μπουρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά». Την έλεγε στο ίδιο άσμα που έλεγε «κι όσα μας λες κινέζικα, κι αρχίδια καλαβρέζικα». Δες το σχόλιο του Χάνκου Δράκου, στο λήμμα: αρχίδια καλαβρέζικα

  3. Internet είχα πρόσβαση σχεδόν αμέσως, αλλά από ποιότητα μπουρμπούτσαλα!!Δες εδω

  4. Εχω προβλήματα και με έναν εκτυπωτή τον canon ip3000 που τον βρίσκει στις λίστες του αλλά δεν τον δουλεύει καθόλου και με το πολυμηχάνημα - φαξ Epson BX300F που δεν τον βρίσκει πουθενά. Ούτε σαν scanner. Και τυπώνει μπουρμπούτσαλα και δεν ταιριάζει κανένας άλλος από τους Epson.
    Δες

  5. - Καλά είσαι σοβαρός παιδάκι μου, που πήγες και αποσυναρμολόγησες τη μηχανή σου μέσα στο σαλόνι; Όπου κοιτάξω, βλέπω μπουρμπούτσαλα... Ωχ!... Γέμισες με μουτζούρες τους καναπέδες... Ωχ... Ωχ... Καλά το νιώθω να μου 'ρχεται το εγκεφαλικό. Καλά ρε παπάρα, μέχρι στην κούνια του μωρού έβαλες σκατολοΐδια ;
    - Α... όχι να με κατηγορήσεις και για αυτό. Αφού δεν έχουμε χώρο. Που να 'βαζα το καρμπυρατέρ και τα... Πρόο...σεχε, πατάς λάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμπιά αποκαλούνται κωδικοποιημένα σε κλειστές ομάδες ανθρώπων, όπως οι φαντάροι ή οι χρήστες / περιθωριακοί, τα χάπια - ταμπλέτες και μάλιστα συγκεκριμένες κατηγορίες αυτών, τα λεγόμενα ψυχοφάρμακα, ήτοι ονομαστικά (κυρίως) τα κάτωθι:

=> Βενζοδιαζεπίνες: Έχουν αντιαγχώδη, ηρεμιστική, υπαναγωγό δράση που ξεκινά ανάλογα με τη δοσολογία τους και την απάντηση του λήπτη μισή έως δυο ώρες από τη λήψη τους και διαρκεί (χρόνος ημίσειας ζωής) 6-18 ώρες. «Δημοφιλέστεροι» εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι τα Λεξοτανίλ (γνωστό στις τάξεις του Ε.Σ. με το παραπλανητικό ευφημισμό Παλεβοτανίλ), Ταβόρ, Ζάναξ, Σεντράκ κ.λπ. Στα συν τους είναι η χαμηλή λιανική τιμή τους όταν τα προμηθεύεται κανείς από φαρμακείο με ειδική ιατρική συνταγή (όχι παραπάνω από 2.5 γιούρια για ένα κουτί με 20-30 χάπια) που όμως όταν πωλούνται ένα-ένα ως «κουμπιά» π.χ. σε ένα φυλάκιο πιάνουν 2 με 3 ευρώ το κάθε κουμπί ξεχωριστά. Στα μείον είναι το γεγονός ότι οι βενζοδιαζεπίνες πολύ γρήγορα (εντός 20 μόλις ημερών καθημερινής χρήσης) προκαλούν εθισμό, ανοχή και εξάρτηση.

- εθισμός: το άτομο δεν την παλεύει χωρίς αυτές και τις επιζητά πάση θυσία - ανοχή: χρειάζεται προοδευτικά όλο και μεγαλύτερη δόση προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (ζαβλάκωμα) - εξάρτηση: η στέρησή τους επιφέρει συμπτώματα όπως άγχος, τρέμουλο χεριών κ.α.

Έχει μείνει ιστορική η ρήση του τ. προπονητή του ΠΑΟΚ Άγγελου Αναστασιάδη ότι ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Περουβιανός Πέρσι Ολιβάρεζ ερχόταν στις προπονήσεις μάστουρας από τη λήψη Λοξοτανίλ (ναι με «Λο»).

=> Βουτυροφαινόνες: Προκαλούν καταστολή της ψυχοκινητικής διέγερσης και του παραληρήματος των ψυχωσικών (π.χ. παρανοϊκές ιδέες διώξεως: Ο Επιλόχ εχθρεύεται εμένα προσωπικά από όλο τον Λόχο, γι΄αυτό με χώνει συνέχεια, επιδράσεως: Η γκόμενά μου μου έχει κάνει μάγια για να σκέφτομαι μόνο αυτή, συσχετίσεως: Εκείνο το ψόφιο σπουργίτι δεν βρέθηκε τυχαία πίσω απ΄τη σκοπιά μου, κάποιοι το έβαλαν σαν απειλή / προειδοποίηση). Δεν σε «φτιάχνουν», αλλά μπορούν να σε απαλλάξουν / απελευθερώσουν από έμμονες ιδέες, και να σε ζαβλακώσουν βαθιά. Δεν προκαλούν εξάρτηση ή εθισμό, αλλά έχουν πλήθος από ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως π.χ. «μάγκωμα» μυών κορμού και προσώπου που σε κάνουν να μη μπορείς να στρίψεις και να μοιάζεις με χαλκομανία, ή την εμφάνιση παραληρήματος καθ΄εαυτού σε νορμάλ μέχρι τότε άτομο. Και αυτά είναι φτηνά (τουλάχιστον τα παλαιάς κοπής), με κύριους εκπροσώπους τα Αλοπεριντίν και Ζουλεντίν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, προ ολίγων ετών, διαβολικός νους τις σε αγώνα ομάδας του Λεκανοπεδίου εναντίον του Ηρακλή, τρύπησε με σύριγγα και «εμπλούτισε» με Αλοπεριντίν τα νερά των φιλοξενουμένων, με σκοπό να θέσει νοκ-άουτ τους παίχτες τους, κάτι που επέτυχε αφού πολλοί εξ αυτών εμφάνισαν κοιλιακά άλγη και καταβολή δυνάμεων και τελικά δεν αγωνίστηκαν.

Και τα δυο άμα συνδυαστούν με αλκοόλ, σε κάνουν σκατά και μπορούν να σε οδηγήσουν μέχρι και την απογείωση, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι ου μπλέξεις καθότι μεγάλο χάσιμο.

  1. Δίκας, που ξέρει τι του γίνεται σε πρωινή αναφορά:
    - Αν πιάσω φαν να σπρώχνει κουμπιά μες στο Τάγμα, θα τον στείλω Στρατοδικείο!

  2. - Φίλε, έχω κουμπιά. Είσαι;
    - Ρε α πάαινε απέ δω.

κουμπιά (από allivegp, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλοίο/φέρρυ με μεγάλη ηλικία, που θα βλαστημάς την ώρα που το διάλεξες για να σώσεις λίγα Ευρώ.

- Πώς ήταν το ταξίδι σου;
- Άσε, η φίλη μου έκλεισε εισιτήρια σε σκυλοπνίχτη. Πήρε 10 ώρες και βρώμαγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.

Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;

Ασίστ: BuBis

  1. - (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

  2. - Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ' τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

  1. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι...
Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.
  1. - Ασσέοι πολλοί!
    - Πώς θα τους παίξεις;
    - Εγώ!
    - Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης...

  2. Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ' τη μέσα τσέπη.

Βλέπε και παίκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published

Αργκό της ψαροταβέρνας.

Ψάρι πλατύ σεβαστού μεγέθους. Παντόφλες χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα οι γλώσσες, ενίοτε και οι τσιπούρες. Σε μπόι παντόφλας, πανάκριβα είδη πλέον.

Παραπέμπει στην κλασική σπιτική παντόφλα, ξώφτερνη αλλά κλειστή μπροστά, χωρίς τακούνι.

- Πήγαμε με τον Αρίστο στον Καζικτσίογλου προχτές... φάγαμε κάτι παντόφλες, δε σου λέω τίποτα, κατσεκαλάν...
- Μπράβο, ρε... Και τι πλήρώσατε;
- Α, δεν πληρώσαμε ...
- Ορίστε;;;
- Ναι, ναι, δεν πληρώσαμε... αφήσαμε την μεγάλη την κόρη του Αρίστου... ε, τρεις μήνες μεροκάματα να κάνει, ξοφλήσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε υπερμεγέθες και ειδικότερα, στην αργκό της ερασιτεχνικής αλιείας, το μεγάλο ψάρι.

ΟΚ, το πολύ μεγάλο ψάρι. Το ψάρι για φωτογραφία. Το ψάρι που πήρε το Νόμπελ το '54 μαζί με τον Γέρο και τη Θάλασσα. Τηρουμένων των αναλογιών για τα Ελληνικά νερά.

Περιέχει, εξ ορισμού, την υπερβολή. Τέρας είναι το Κράκεν και ο Λεβιαθάν, άντε και το γατόψαρο των 293 κιλών που έπιασαν (και έφαγαν) στην Ταϊλάνδη. Μια συναγρίδα, έστω οχτάκιλη, τέρας δεν είναι. Είναι ένα καθώς πρέπει γεύμα.

Απαντάται και ως τέρατο.

- Καλά δε σου λέω Σαμοθράκη περάσαμε φανταστικά φανταστική παραλία μπητς μπαρ φανταστικό και καλά με φαντάζεσαι εμένα σκηνή κι έτσι και όλο ψάρια έτρωγα απίστευτο; και ο Νότης φοβερός ψαροντούφεκο κι έτσι και χτύπησε ΤΑ φοβερά ψάρια και έναν ροφό τέρας πόσα κιλά ήταν τέρας τέρας...
- Ναι, ε... ψάρια κι έτσι... μπράβο, μπράβο... Φένια, νααα σου πω και κάτι... πάμε λίγο από το σπίτι να σου δείξω τη συλλογή με τ'αγκιστράκια μου και να σε γνωρίσω και σ' ένα τέρας που έχω κι εγώ; - Α, να χαθείς, βλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified