Further tags

Η πολύ άσχημα γυναίκα, το μπάζο.

Άσε μη φέρεις εσύ γκόμενες, όλο κάτι πατσαβούρια φέρνεις, θα πούμε στο Νίκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσιστική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου, τουρκικής προέλευσης.

Μπορεί να σημάνει τον μικρό, γλυκούλη και χαϊδεμένο. Μερικές φορές ο τζουτζούκος είναι υπέρ το δέον χαϊδεμένος, οπότε είναι μαμόθρεφτος και μπουμπούκος. Άλλωστε πρόκειται για έκφραση που μπορεί μια μαμά να απευθύνει προς τον κανακάρη της, ή που μπορούμε να απευθύνουμε και προς ένα χαριτωμένο κατοικίδιο ζωάκι, και κατ' επέκταση προς ερωτικό σύντροφο γουτσιστικώς. Οπότε πολλές φορές χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομο φλώρο και μπουχέσα.

Ομοίως η τζουτζούκα είναι η αγαπημένη, η γλυκιά, αλλά μπορεί να είναι και η ζουμπουρλού.

  1. Η γλυκούλα κι ο τζουτζούκος (ερωτικό διήγημα):
    [...] Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε να ανοίξει, αφού έβαλε πρώτα στο αυτί δύο σταγόνες από το νέο Σανέλ, που ήταν τόσο μεθυστικό, όσο έλεγε και η διαφήμιση. - Τζουτζούκο μου! - Γλυκούλα μου! Φιλήθηκαν με πάθος και της έδωσε τα λουλούδια και τα σοκολατάκια. - Αυτά για σένα, γλυκούλα μου! - Αχ, τζουτζούκο μου, δεν έπρεπε να το κάνεις! (ένας ξαφνικός βήχας έπιασε απότομα την ανθοπώλη και τον ζαχαροπλάστη...) (Η ανατρεπτική συνέχεια εδώ).

2. Κάτω η τζουτζούκα!
«Εδω εχουμε αρχισει να μην ακουμε κανονικα το ονομα μας. Σε λενε » κοριτσακι, τζουτζουκα, Λουλου « και δεν μπορουν να πουνε » καλημερα Χαρουλα !« . Ξερετε ποσο σπουδαιο ειναι να μπορεις να μιλησεις στον κολλητο σου με το κανονικο του ονομα και να μην χρειαζεται να το παραλλαξεις;» (Από συνέντευξη της Χαρούλας Αλεξίου στην «Ελευθεροτυπία») [...]
Αρκει ο συντροφος σου ναναι...μονο δικος σου και να μη λειτουργει ...η κοινοκτημοσυνη . Να μην εισαι δηλ. μια τζουτζουκα αναμεσα σε πολλες αλλες τζουτζουκες του ιδιου ατομου. Αυτονοητο αυτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο βρικόλακας. Λέγεται και για σκιαχτικούς ανθρώπους που τρομάζουν με την εμφάνισή τους. Και για όταν προβάλλονται καταστροφές που θα έρθουν, για να τρομάξει ο κόσμος, όπως όταν τρομάζουν τα μικρά παιδιά με τον βουρδούλακα για να φάνε το φαΐ τους.

  1. Κακογέρασε ο Θωμάς. Τον είδα τις προάλλες κι έχει γίνει σαν βουρδούλακας. Και δεν έχει περάσει καν τα εβδομήντα...

  2. Αυτήν την επιγραφή ότι όποιος καταστρέψει σήμα της τροχαίας θα πάει δυο χρόνια φυλακή τι μας την βάλανε σαν βουρδούλακα;

Ο βουρδούλακας του δημόσιου χρέους (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη, σημαίνει τον θεομπαίχτη, αυτόν που μπορεί να τουμπάρει ακόμη και τον Θεό.

Με αυτό το ψευδώνυμο υπέγραφε και ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης κείμενα στη σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος» κατά τα έτη 1875-1876. Βλ. και εδώ.

Ο θεοτούμπης ο ψευδογιατρός για να πουλήσει το όζον το διαφημίζει ότι γιατρεύει από την φαλάκρα μέχρι την πρόωρη εκσπερμάτιση.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαριτολογώντας και σαν πείραγμα προς μια τσαχπίνα και χαριτωμένη γυναίκα που προκαλεί αναστάτωση στον αντρικό πληθυσμό.

- Της γυάλισε της ξωτικίνας ο νάνος.
- Α την σουρτούκω!

Got a better definition? Add it!

Published

Τσίφτης στα αρβανίτικα, σημαίνει το γεράκι στα ελληνικά.

Μεταφορικά, ο πανέξυπνος άνθρωπος, τα πιάνει όλα αμέσως.

Είσαι τσίφτης, αητός, τόπιασες με τη πρώτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα του να είναι κάποιος φλώρος, φλώρι, φλωρεντζέτουλας, φλωρεντία ή κάτι φλώρικο, ή μια πράξη φλώρικη, ή μια ομάδα ή σύνολο από φλώρους.

1. Έχουμε αράξει στο σπίτι σου μετά το σχολείο, μου βάζεις ν' ακούσω το «Turn! Turn! Turn!» των Byrds. «Τι φλωριά είναι αυτή ρε;» σου λέω. Ναι, κι όμως, είμαι τόσο βλάκας και άγουστος.

2. Η πλειοψηφία των Ελλήνων απορρίπτει το TEDx Athens. Δεν πάνε –λέει– γιατί είναι «φλωριά», «φιλελέ», «ακριβό». Ευτυχώς!

3. Και τώρα αγοράζεις το πιο φτηνό εβαπορέ, που δεν έχει κρικάκια και φλωριές, είναι για τον άντρα τον νταβραντισμένο, τον πολλά βαρύ.

Got a better definition? Add it!

Published

Κνίτης ονομάζεται το εγγεγραμμένο μέλος στην νεολαία του Κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδος.

- Ο Γιώργος τώρα τελευταία έχει ιδιαίτερη ενασχόληση με τα κόμματα.
- Ε ναι ρε, η αδερφή του μου είπε ότι είναι κνίτης εδώ και καιρό.

(από Khan, 06/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified