Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός

- Όχι να μπούμε κι' εδώ ρε μαλάκα, όλο αδερφές μαζεύει το μέρος.
- Έλα τότε και βολεύει: κατουριέμαι σαν πούστης.

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παραδοσιακό ελληνικό σουβλάκι (αν και οι ρίζες του είναι ανατολικές), τυλιγμένο σε πίτα. Συνήθως με τζατζίκι και κρεμμύδι, αλλά υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στα διάφορα μέρη τις Ελλάδας.

- Τι κρέπες και μαλακίες μωρέ; Πάμε να φάμε τίποτα πιτόγυρα, να πιούμε και μια δυο μπύρες να χορτάσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».

- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!

Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσπιστίας έναντι επικαλουμένων ιδιοτήτων κομπορρήμονα συνομιλητή. Δηλαδή, εννοείται «πού τα 'χεις δει αυτά που λες», «πού γίνονται αυτά» κ.λπ., αντικαθιστώντας την ανύπαρκτη χρονική διάσταση των εικαζομένων επιτευγμάτων «πότε;», το οποίον υφίσταται μόνον ως απάντηση (βλ. παλιά στο Τέξας κ.λπ.) με αναφορά σε τοπική αναρμοδιότητα. Συνήθως, χρησιμοποιείται με το πρόσφυμα «μωρέ», ενώ το «πού» μπορεί να επαναλαμβάνεται.

Χαρακτηριστικά, η επίθεση τόνου στην αντωνυμία «πού», την τρέπει από αναφορική σε ερωτηματική, αλλάζοντας εντελώς το νόημα της πρότασης. Π.χ. (Καββαδίας 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia): «Ραμάν αλλήθωρε τρελέ, που λύνεις μάγια» σε «Ρε αμάν αλλήθωρε τρελέ, πού λύνεις μάγια;» (δηλαδή σιγά μη λύνεις και μάγια τρομάρα σου, δεν κοιτάς την τύφλα σου)...

  1. - Εγώ που λες αυτήν εκεί πέρα, την έχω γαμήσει!
    - Πού μωρέ σκουράτζο; Πού;

  2. - Όταν ήμουν λοιπόν σημαιοφόρος στο σχολείο...
    - Άσε ρε βίδα! Πού βρε; Σε σχολείο πυγμαίων πήγες;

εδώ Τσάρος (από johnblack, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δωροδοκώ κάποιον για να κερδίσω κάτι μη αξιοκρατικά. Στην Ελλάδα ειδικά αυτό γίνεται κατά κόρον από πολιτικούς και business μέχρι και εξετάσεις οδήγησης (και μη). Εξ ου και λάδι, το ουσιαστικό.

- Καλά, ο ξάδερφός σου είναι τελείως σκράπας οδηγός... αναρωτιέμαι πώς πήρε το δίπλωμα.
- Ε, αφού ξέρεις τώρα, λάδωσε και το πήρε νύχτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα

- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βρισιές, οι βωμολοχίες, τα μπινελίκια. Η Γαλλική γλώσσα πάντα ήταν η γλώσσα των σαλονιών. Έτσι τα «γαλλικά» δικαιωματικά είναι η γλώσσα των αλωνιών...

- Ακούς εκεί να με πει μουνόπανο το αρχίδι...
- Μετά τη μαλακία που έκανες να περάσεις με κόκκινο, δικαιολογημένα άρχισε τα γαλλικά Τάκη μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται: 'γκαα-τάλαβα. Σημαίνει: «δεν κατάλαβα».
Στην έκφραση αυτή προφέρεται και η απόστροφος σαν κόμπος στο λαιμό, σαν μικρό σταμάτημα προτού ξεκινήσει η επόμενη λέξη. Αυτό συμβαίνει επειδή η απόστροφος αντικαθιστά τη λέξη δεν που, λόγω μαγκιάς, παραλείπεται. Ό,τι απομένει από το δεν είναι η προφορά του , γι αυτό και το κατάλαβα γίνεται γκατάλαβα. Η συλλαβή -γκα- τραβιέται λίγο στον χρόνο, με μάγκικη προφορά του -α- (λίγο προς /ε/). Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος μας δουλεύει ή μας προσβάλλει και θέλουμε να του δείξουμε (προτού του σπάσουμε τα μούτρα) ότι δεν το δεχόμαστε.

- Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
- ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
- Σε σένα ρε αρχίδι!
(και γίνεται της πουτάνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified