Ο μελαχρινός άνθρωπος. Λέγεται και μαυροκούραδο (για παιδιά συνήθως).
- Ηρθε με τα παιδιά του, και τα τρία μελαχρινά, ίδια η μάνα τους... Μαυροτσούκαλα!
Ο μελαχρινός άνθρωπος. Λέγεται και μαυροκούραδο (για παιδιά συνήθως).
- Ηρθε με τα παιδιά του, και τα τρία μελαχρινά, ίδια η μάνα τους... Μαυροτσούκαλα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοράει φράκο.
(επειδή το φράκο είναι σχιστό πίσω, σαν την ουρά του χελιδονιού).
Όλη η ορχήστρα ντυμένη στα μαύρα και ο μαέστρος ψαλιδόκωλος. Επίσημα πράγματα!
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.
Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Γελοίος, θλιβερός, που επισύρει την κοροϊδία ή τον οίκτο. Συχνά, για άτομα που μόλις έχουν αλλάξει την εμφάνισή τους προς το χειρότερο (κατά τον ομιλητή).
- Θυμάσαι ρε τον παπα-Τάσο της διπλανής ενορίας;
- Αυτόν που την έπεφτε στα δωδεκάχρονα δε λες;
- Α να μπράβο. Ε, τον είδα σήμερα στον δρόμο, πρώτη φορά από τότε που τον διώξανε. Έχει ξυριστεί ρε και έχει γίνει σαν μουνί κλαμένο!
Βλ. και κλαμμένο μουνί
Got a better definition? Add it!
Είναι συνήθης χαρακτηρισμός άσχημων, μη περιποιημένων και γενικότερα ανθρώπων οι οποίοι έχουν κακή εξωτερική εμφάνιση και προκαλούν αποστροφή.
- Πάρε δω κοπέλα, σαν ανάποδο γαμώτο είναι, που αυτοχαρακτηρίζεται και Princess τρομάρα της.
- Βγήκατε ραντεβού μ' αυτήν την ωραία γκομενίτσα που γνώρισες στο Myspace; - Ναι, άσε, τελικά σαν ανάποδο γαμώτο είναι! Σκέτη φακλάνα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.
- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της κωλοχαράδρας, χρησιμοποιείται συχνότερα για άτομα του αντίθετου φύλου...
- Καλά μαχλέπες, δεν θα το πιστέψετε...
- Τι θες ρε κατεστραμμένε;
- Άσε, έσκυψε η Σοφία και φάνηκε η μισή κωλοσχισμή της!! Έμεινα μαλάκας...
Βλ. και κωλοχαράδρα, χαράδρα, χωρίστρα
Got a better definition? Add it!
Παλαιάς κοπής γκόμενα, παλαιοκνίτισσα, που επιμένει να φοράει φαρδιές μακριές φούστες, ίσιο βελούδινο παπουτσάκι με λουράκι, ριχτά πουλόβερ ή μπλούζες, έχει μακριά αχτένιστα μαλλιά (ένα μήκος και τυχαία χωρίστρα στη μέση), θυμίζει Φαραντούρη στη μούρη ή στα χρώματα, έχει μεγάλα πεσμένα βυζιά και το παίζει αξύριστος γυμνισμός τα καλοκαίρια. Τον παίρνει δε αγρίως για να μας πείσει ότι είναι σεξουαλικώς απελευθερωμένη. Αντί τσάντας φέρει απαραιτήτως ταγάρι ή κάτι παρόμοιο, εξ ού και ο όρος.
Έχει κάτι παρέες αυτό το κορίτσι... Τη μια ταγάρω μετά την άλλη... Ενώ η ίδια, καμία σχέση...
Got a better definition? Add it!
Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.
Χτικιό = η φυματίωση.
Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!
Got a better definition? Add it!