Ρίχνω μπινελίκια.
- Πουστη, μαλάκ...
- Χώσε ρε πούστη, γουστάρω να ανάβεις.
Ρίχνω μπινελίκια.
- Πουστη, μαλάκ...
- Χώσε ρε πούστη, γουστάρω να ανάβεις.
Got a better definition? Add it!
Τη λέω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον.
- Αφού είσαι βλακάκος...
- Μη μου την μπαίνεις έτσι τώρα ρε μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Τράβα και γαμήσου. Μάλλον υπερθετικός του «σύρσου και γαμήσου».
Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, σάλτσα και γαμήσου
Got a better definition? Add it!
Υποδεικνύει ύπαρξη / ανυπαρξία ανδρισμού ή τόλμης ή μαγκιάς.
- Έχεις αρχίδια ρε μαλάκα;
- Ναι ρε!
- Ρε βάλτα στο κώλο σου.
(σπιρτόκουτο) - Και το εστιατόριο θ'ανοίξω, και τ'αρχίδια μου θα δείτε, και θα μου τα φιλάτε κιόλας!!!
(unclejack.blog.com) - Κατεβάστε τον στρατό σας με το καλημέρα δείχνοντας σε όλους τα ανύπαρκτα αρχίδια σας...
(manifestogr.blogspot.com) - Γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να παραιτηθώ, γιατί συνεχίζω να είμαι σε μια σχέση που δεν με καλύπτει, γιατί δεν έχω τ αρχίδια να την τελειώσω...
(vatraxokoritso.blogspot.com) - Μόλις εσύ βρεις τα αρχίδια, να αποκτήσεις δική σου ζωή.
Got a better definition? Add it!
Ένδειξη άγνοιας (καθότι και σταρχιδισμός).
- Ξέρεις... Εγώ σε αγαπάω
- Στ 'αρχίδια μου τα τριχωτά.
- Κι έλεγα γιατί με φαγουρίζανε τ' αρχίδια μου...
(tamystikatoukolpou.blogspot.com)
- Ναι, ξέρεις, και με έτρωγαν τόσο καιρό τα αρχίδια μου αν θα έρθει ο Κονσεισάο...
(shmmy.ntua.gr)
Got a better definition? Add it!
Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.
- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Η πρόχειρη δουλειά.
Έπρεπε να γράψω την διπλωματική μου για να πάρω πτυχίο, όποτε έκανα εκεί ένα παπατζιλίκι και ξεμπέρδεψα.
Got a better definition? Add it!
Η μπουνιά στα μούτρα.
Του 'πα ότι του γαμιέται η μάνα και αυτός με άρχισε στα μπουκέτα.
Βλ. σχετικά: ξύλο, τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, ταβερνόξυλο, βαράτε, κλωτσομπουνίδι, τριομφίδι.
Got a better definition? Add it!
Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.
α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.
Got a better definition? Add it!
John Doe στα Ελληνικά, ο τάδε. Ανάλογα με την πρόταση, το μικρό / επίθετο παραλείπεται.
α. (shmmy.ntua.gr) -Τά 'χω με τον Νίκο! -Ποιόν μωρή, τον Νίκο τον Ταδόπουλο;
β. (xpsilikatzoy.wordpress.com) -Δηλαδή να βγω εγώ, να πω δημοσίως ότι ο κύριος τάδε ταδόπουλος είναι κλέφτης και απατεώνας και μετά να κάνω τουμπεκί.
Δες και -όπουλος.
Got a better definition? Add it!