Selected tags

Further tags

Ρίχνω μπινελίκια.

- Πουστη, μαλάκ...
- Χώσε ρε πούστη, γουστάρω να ανάβεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον.

- Αφού είσαι βλακάκος...
- Μη μου την μπαίνεις έτσι τώρα ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράβα και γαμήσου. Μάλλον υπερθετικός του «σύρσου και γαμήσου».

α. (gorgonotaverna.blogspot.com) - Σάλτα και γαμήσου ρε φλώρε που τολμάς και σηκώνεις τα μάτια σου πάνω μου, καράβλαχε.

β. (Λέντης) -Σάλτα και γαμήσου και γάμα και την είσπραξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδεικνύει ύπαρξη / ανυπαρξία ανδρισμού ή τόλμης ή μαγκιάς.

  1. - Έχεις αρχίδια ρε μαλάκα;
    - Ναι ρε!
    - Ρε βάλτα στο κώλο σου.

  2. (σπιρτόκουτο) - Και το εστιατόριο θ'ανοίξω, και τ'αρχίδια μου θα δείτε, και θα μου τα φιλάτε κιόλας!!!

  3. (unclejack.blog.com) - Κατεβάστε τον στρατό σας με το καλημέρα δείχνοντας σε όλους τα ανύπαρκτα αρχίδια σας...

  4. (manifestogr.blogspot.com) - Γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να παραιτηθώ, γιατί συνεχίζω να είμαι σε μια σχέση που δεν με καλύπτει, γιατί δεν έχω τ αρχίδια να την τελειώσω...

  5. (vatraxokoritso.blogspot.com) - Μόλις εσύ βρεις τα αρχίδια, να αποκτήσεις δική σου ζωή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένδειξη άγνοιας (καθότι και σταρχιδισμός).

  1. - Ξέρεις... Εγώ σε αγαπάω
    - Στ 'αρχίδια μου τα τριχωτά.

  2. - Κι έλεγα γιατί με φαγουρίζανε τ' αρχίδια μου...
    (tamystikatoukolpou.blogspot.com)

  3. - Ναι, ξέρεις, και με έτρωγαν τόσο καιρό τα αρχίδια μου αν θα έρθει ο Κονσεισάο...
    (shmmy.ntua.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.

- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρόχειρη δουλειά.

Έπρεπε να γράψω την διπλωματική μου για να πάρω πτυχίο, όποτε έκανα εκεί ένα παπατζιλίκι και ξεμπέρδεψα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπουνιά στα μούτρα.

Του 'πα ότι του γαμιέται η μάνα και αυτός με άρχισε στα μπουκέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.

α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

John Doe στα Ελληνικά, ο τάδε. Ανάλογα με την πρόταση, το μικρό / επίθετο παραλείπεται.

α. (shmmy.ntua.gr) -Τά 'χω με τον Νίκο! -Ποιόν μωρή, τον Νίκο τον Ταδόπουλο;

β. (xpsilikatzoy.wordpress.com) -Δηλαδή να βγω εγώ, να πω δημοσίως ότι ο κύριος τάδε ταδόπουλος είναι κλέφτης και απατεώνας και μετά να κάνω τουμπεκί.

Δες και -όπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified