Selected tags

Further tags

Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας. Συνώνυμα: μουνί (και όλα τα παράγωγά του), τούμπανο, γοργόνα, μανίτσα.

- Ήταν ένα μωρό χτες στο club άλλο πράγμα! Ξανθιά, πράσινα μάτια, καμπύλες... Τι να σου λέω τώρα; - Και; Τη γνώρισες; - Προσπάθησα, αλλά η τύπισσα ήταν παγόμουνο και δεν μου μίλαγε καν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι. Το παθαίνει το ψάρι όταν του κάνουν πλάκα ή τον κοροϊδεύουν.

- Τα’μαθες; Θα πάρουμε τον Ρονάλντο, το ανακοίνωσε ο πρόεδρος ότι συμφώνησαν! - Απίστευτο! Θα πάω να πάρω διαρκείας! - Μην ψαρώνεις ρε βλάκα, ό,τι και να σου πούμε το πιστεύεις!

Χρησιμοποιείται και με ενεργητική σημασία και σημαίνει ότι πιάνω κάποιον κορόιδο ή τον κάνω να φοβηθεί.

- Τους ψάρωσα τους νέους σήμερα και μου βαρούσαν προσοχές!

Βλέπε και μασάω, τσιμπάω. Δες και ψαρώνω στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος ή κατάσταση όπου συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα -όπως στο γάμο της Κανά όπου 1ον: παρευρέθη ο Ιησούς και 2ον: έγιναν θαύματα...

Προχθές ήμουν στου Χρήστου και έγινε της Κανά....

(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκουπίδι, ο τιποτένιος. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που υποδηλώνει είτε χαμηλή νοημοσύνη είτε (πιο συχνά) ασχήμια.

- Γνώρισα την γκόμενα του Κυριάκου που μας την παρουσίαζε ως μοντέλο... Φρόκαλο είναι τελικά όπως το φανταζόμουν. - Αφού είναι μπαζοφονιάς ο άνθρωπος!

0.57. Τώρα που ακρίβηνε το μπρόκολο, παραδέχομαι πως ήσουν φρόκαλο. (από Khan, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.

- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!

"...χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση" (από Galadriel, 01/03/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.

(α) -Σου είπα να έρθεις μαζί μας χτες στο club αλλά δεν ήθελες! Εμείς χτυπήσαμε γκομενάκια και συ καθόσουν στο σπίτι! Καλά να πάθεις!

(β) -Έλα ρε το βράδυ, θα είναι καλά, θα χτυπήσουμε και γκομενάκια. -Άσε ρε Γιώργο, αφού όλο έτσι λέμε και ποτέ δεν γίνεται τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.

- Κοίτα να δεις ρε τι γίνεται στον κόσμο! Είχαμε βγει όλη η παρέα και τελικά ποιος έβγαλε γκόμενα; Ο ασχημομούρης ο Νίκος! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published

Κατεψυγμένο στρατιωτικό κρέας.

- Τι φαγητό έχει σήμερα Δεκανέα;
- Άστα να πάνε!
- Ψάρι;
- Ακόμα χειρότερα, γκοτζίλα κοκκινιστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που εκφράζει τα συναισθήματά της έντονα, φωνάζοντας ουρλιάζοντας και τονίζοντας επιδεικτικά κάθε της κίνηση ... όπως ακριβώς κάνει η χήρα στο κρεβάτι.

Πώς κάνει έτσι αυτή Λίτσα μωρέ παιδί μου, λες και δεν έχει ξαναδεί τσαπού στην τηλεόραση, σαν τη χήρα στο κρεβάτι κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified