Ο ηλίθιος.
- Σκάσε ρε μόγγο!
Ο ηλίθιος.
- Σκάσε ρε μόγγο!
Got a better definition? Add it!
Ο σακάτης. Αυτός που κουτσαίνει.
-Τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε ήθελα να 'ξερα. Αυτός είναι κούτσαυλος.
Got a better definition? Add it!
Published
Το χρήμα. Χρησιμοποιείται μόνο κατά την έλλειψή του με την έκφραση «δεν υπάρχει σάλιο».
-Θα τσοντάρεις τίποτα για την βενζίνη ή πάλι εγώ ο μαλάκας θα πληρώσω; -Τι να τσοντάρω ρε φίλε, αφού το ξέρεις πως δεν υπάρχει σάλιο. Από τότε που κατάλαβε ο πατέρας πως δεν έχω περάσει ούτε ένα μάθημα, κόπηκε η επιχορήγηση!
Got a better definition? Add it!
Κάποιος «κάνει τον Κινέζο» ή «το παίζει Κινέζος» όταν προσποιείται τον ανήξερο, μην καταλαβαίνοντας αυτό που του λένε, όπως θα έκανε ένας Κινέζος αν του μίλαγαν ελληνικά.
Συνώνυμα (συντάσσονται με τα ρήματα κάνω και παίζω):
- μαλάκας
- μαλέκος
- Αλέκος
- πάπια
- Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ ρε Τάσο;
- Μ' έδιωξε η Σούλα απ' το σπίτι...
- Γιατί;
- Κατούρησα με το καπάκι του καμπινέ κάτω κι όταν μου ζήτησε τα ρέστα έκανα τον Κινέζο...
Got a better definition? Add it!
Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.
- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!
Got a better definition? Add it!
(επίρρημα, και φατσικώς): Γνωρίζω ή αναγνωρίζω εξ' όψεως.
-Πού τον ξέρεις το Μπάμπη εσύ;
-Δεν τον ξέρω, φατσικά μόνο απ' την παρέα του Λάκη.
Got a better definition? Add it!
O δειλός, αυτός που κλάνει μέντες, κλάνει πόμολα, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ... που φοβάται γενικότερα.
Όπως καθόμασταν και βλέπαμε το θρίλερ, του έκλεισα τα φώτα και τότε άρχισε να ουρλιάζει. Σκέτη κλασομπανιέρα ο τύπος!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σκ, σουκού, σου κου
Το Σαββατοκύριακο.
Περίμενα πώς και πώς να έρθει το σου κου να πάω για κανένα μπάνιο, και Παρασκευή μεσημέρι μου λένε πως θα δουλεύω και Σάββατο και Κυριακή! Φταίω εγώ που τους διαολόστειλα;
Got a better definition? Add it!
Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.
- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...
Got a better definition? Add it!
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!