Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.
Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα
Πάσα (Δ.Π.): Vikar
Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.
Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα
Πάσα (Δ.Π.): Vikar
Got a better definition? Add it!
Έκφραση, σημαίνει «ο ένας και ο άλλος», όταν δεν θέλουμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα ονόματα. Κυρίως το χρησιμοποιεί κάποιος θυμωμένος που απειλεί κάποιον άλλον.
Δε θα μου πει εμένα ο δείξιος και ο πείξιος τι να κάνω.
Έλα δω, θα σου δείξω εγώ ποιος είναι ο δείξιος και ο πείξιος.
βλ. και ο πάσα ένας
Got a better definition? Add it!
Σεληνιάζομαι σημαίνει ψιλά-χοντρά τρελαίνομαι. Δεν είναι απόλυτο, και γενικότερα περιγράφει καταστάσεις και άτομα που είναι εκτός ελέγχου, τον παίρνουν κλαρίνο που λέμε.
Όταν λέμε οτι κάποιος σεληνιάστηκε εννοούμε ότι συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απρόσμενα, τρελά τόσο που ξεπερνά τα όρια του λογικού και αγγίζει τα όρια του παραφυσικού, της εξέλιξης δηλαδή του ανθρώπου σε λυκάνθρωπο υπό το σεληνόφως. Με άλλα λόγια όταν κάποιος τον παίρνει και συμπεριφέρεται τρελά άνευ προηγουμένου που παραπέμπει σε εξωγήινη συμπεριφορά λέμε ότι σεληνιάστηκε.
Να σεληνιαστεί κανείς μπορεί στο σχολείο, στο παιχνίδι, στο γάμο (κυρίως στην κατάσταση του γάμου και σπανίως και στο μυστήριο) στο αυτοκίνητο, στο γήπεδο και γενικότερα. Βαθιά σλανγκιά που δηλώνει απερίγραπτη για τα γήινα δεδομένα τρέλα.
Μερικές φορές, αξίζει να σημειωθεί, ενδέχεται να εννοείται ότι το άτομο έπαθε είτε κρίση πανικού είτε επιληψίας.
- Μαλάκα χθες με το γκολ στο γήπεδο χαμός έγινε. Σεληνιαστήκαμε.
- Εεμ πάει τρένο η ομάδα.
- Ρε το είδες το τυπάκι χθες στο πάρτυ το τρελό;
- Λες να μη τον είδα, αφού είχε σεληνιαστεί, ήταν αλλού.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαριτολογώντας και σαν πείραγμα προς μια τσαχπίνα και χαριτωμένη γυναίκα που προκαλεί αναστάτωση στον αντρικό πληθυσμό.
- Της γυάλισε της ξωτικίνας ο νάνος.
- Α την σουρτούκω!
Got a better definition? Add it!
Τσίφτης στα αρβανίτικα, σημαίνει το γεράκι στα ελληνικά.
Μεταφορικά, ο πανέξυπνος άνθρωπος, τα πιάνει όλα αμέσως.
Είσαι τσίφτης, αητός, τόπιασες με τη πρώτη.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι όλα τα πράγματα για κάποιον κυλάνε ομαλά, χωρίς ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα στο πρόσφατο παρελθόν, συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση όταν χαιρετάμε κάποιον και τον ρωτάμε πως τα περνάει.
- Τι κάνεις, πώς τα περνάς; - Εδώ, όπως τα ήξερες, ησυχία, τάξη και ασφάλεια.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει σπάω κάποιον στο ξύλο, κοψομεσιάζω = κόβω + μέση.
Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δείξει υπερβολική κούραση όταν κάποιος σηκώνει βάρος.
Άμα σε πιάσω, θα σε κοψομεσιάσω!
Άσε, σήκωσα το σακί με τις ελιές στην πλάτη και κοψομεσιάστηκα...
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε κάποιον για να επισημάνουμε ότι έχασε πολλά κιλά. Προέρχεται από το ότι κάποιος που χάνει κιλά είναι άσπρος σαν το φεγγάρι που φέγγει.
Σιγά ρε φουκαρά μου,ε ίπαμε να κάνεις δίαιτα, αλλά εσύ έφεξες, το παράκανες.
Got a better definition? Add it!
Της πουτάνας, της Πόπης, της Πιπίτσας, της κακομοίρας κλπ.
Έμαθε ότι παντρεύεται την αρχιτσουλάρα κι έγινε της Κυρίας.
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.
Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.
- Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
- Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...
- Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
- Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
- Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....
Got a better definition? Add it!