Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.
-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!
Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.
-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)
-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!
Got a better definition? Add it!
Σχετικά: ρασάκι
Έλα μωρέ, φοβάσαι τα νιούμπια; Ένα ντου τα έχουμε.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται με προστακτική και δηλώνει έντονα σε κάποιον να φύγει.
Συνώνυμα: αμόλα
Σε άλλες γλώσσες: scram, fuck off (αγγλικά), schleich di (αυστριακά), casse-toi (γαλλικά), hau ab, verpiss dich (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Κοροϊδεύω, εκμεταλλεύομαι.
– Παραλίγο να γίνω πλούσιος σήμερα στον ιππόδρομο! Μου είπε ένας τύπος εκεί για ένα άλογο που θα κέρδιζε σίγουρα, έπαιξα εγώ όλα μου τα λεφτά και τελικά βγήκε τελευταίο το ψωράλογο! – Πάλι κότσο σε έπιασαν ρε Γρηγόρη; Πόσες φορές σου έχω πει να μην τους ακούς αυτούς;
Got a better definition? Add it!
Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου
Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος
- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...
- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.
-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα όταν διώχνω κάποιον.
Εξαφανίσου! Χάσου από 'δώ! Αμόλα! Ουστ!
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.
Τι μπόχα είναι αυτή;
Got a better definition? Add it!