Selected tags

Further tags

Μαλακία.

Πέταξε μια κοτσάνα η Γιώτα, έγινε ρεζίλι σε όλο το σχολείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που κόβει το μυαλό του.

-Ξυράφι ο Κώστας, όλα τα απάντησε στα μαθηματικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Αποφεύγω να πατάω πάνω στο πόδι παρευρισκόμενου ατόμου.

Μας ξενύχιασες ρε φίλε, πάτα και λίγο Ελλάδα να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γραβάτα, που λόγω του σχήματος και της διεύθυνσής της παραπέμπει σε βέλος που δείχνει το πέος.

-Θα με βοηθήσεις να δέσω τη γραβάτα μου;
-Καλά 30 χρονών μαντράχαλος και δεν ξέρεις να τη δένεις;
-Ε δεν συνηθίζω να φοράω πεοδείκτες και μαλακίες...

Ασημένιος πεοδείκτης, διατίθεται και καλά ως "συνδετήρας χαρτονομισμάτων" στο πωληρήριο του Μουσείου Μπενάκη.  (από Vrastaman, 16/05/09)Ωραία γραβάτα, αράπη μου! (από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικό, εμπνευσμένο από την ξερή. Ο άσχετος αμυντικός.

- Καλό το σέντερ μπακ του Πανακρατηριακού;
- Μπά, δεν κόβει μπάλα ούτε με βαλέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Το μούτρο, η μούρη.

- Θα βγούμε απόψε μωρό μου;
- Μπά θα βγώ με τα μουτσούνια...

- Πού'σαι μούτρο;
- Πού'στε μουτσούνια;

Got a better definition? Add it!

Published

Λεφτά. Συνήθως χρησιμοποιούνταν επι δραχμών για το εκατομμύριο.

- Πόσο πήγε το κοκορέτσι;
- Μισό χαρτί το κιλό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρ.: εντελώς, υπερβολικά.

- Ο Λιακόπουλος λέει πως το 2011 οι Έλληνες θα είναι 150.000.000 σε πληθυσμό! Τέζα βλάκας ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.

Συγκεκριμένα στην ακατέργαστη μορφή του, όπως κόβεται απ' το αντίστοιχο δενδρύλλιο.

-Μάγκες, υπάρχει καθόλου φούντα, να ψωνίσουμε; -Όχι, μόνο σοκολάτα υπάρχει. -Αυτή να την πιείτε εσείς.

Ζωνιανά live (από GATZMAN, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(γίνομαι)

Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.

Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.

βλ. και τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified