Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.
- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!
Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.
- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος, ο εξηνταβελόνης. Αυτός που συνήθως έχει χρήματα αλλά τα ξοδεύει με πολύ φειδώ. Η πλήρης έκφραση είναι «έχει καβούρια στις τσέπες», τα οποία όταν βάζει το χέρι να βγάλει και να δώσει κάνα φράγκον τον δαγκώνουν και αναγκάζεται να το τραβήξει και τελικά γλιτώνει τα περιττά έξοδα... Γνωστός στην ιστορία καβουράκιας είναι ο ήρωας των Comix Σκρουτζ Μακ Ντακ και ο ήρωας των γηπέδων και πρώην πρόεδρος του Παναθηναϊκού Καπετάνιος-Γιώργος Βαρδινογιάννης.
- Τον μαλάκα τόσες φορές έχουμε πάει για καφέ και ούτε μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει. Καλά καβούρια έχει;
- Άσ' τον μωρέ τον τσιγκούναρο, τώρα θα τον μάθεις;
Βλ. και τσίπης, Σπαγκάϊ Λάμα, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όσον αφορά τα αθλητικά, ποντίκια ονομάζουν οι Σουπεράδες τα μη μέλη του Super 3. Πρόκειται για σαφώς μικρότερο αριθμό οπαδών οι οποίοι ασκούν, όσο μπορούν, αντιπολίτευση στο παρόν διοικητικό συμβούλιο. Αποτελούνται από μέλη των Ιερολοχιτών, έτερου συνδέσμου του Άρεως που κάνει κερκίδα στη θύρα 1 του Κλ. Βικελίδης.
- Ο Σκόρδας κάνει κακό στον Άρη.
- Ποντίκι είσαι ρε και το λες αυτό;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το εκπαιδευμένο σκυλί, κυνηγόσκυλο, που τρέχει και φέρνει τα πουλιά για το αφεντικό του. Το καλό πουλόσκυλο ανιχνεύει, ξετρυπώνει και κουβαλάει τα θηράματα.
Το πουλόσκυλό του έχει εξαιρετική όσφρηση. Την βρίσκει πάντα την μπεκάτσα.
Τον Γιάννη έτσι ασχημομούρης που είναι τον έχει απλά για πουλόσκυλο. Βρίσκει και ψήνει τα γκομενάκια και στο τέλος έρχεται αυτός ως μορφονιός στη στημένη φάση.
Got a better definition? Add it!
Το καλοκαίρι με την ευρεία έννοια της καλοκαιρίας που μπαίνει μέσα στο φθινόπωρο διαψεύδοντας (δεν τον χάλασε) τη φούρια κάθε καλοχειμωνάκια να το κηρύξει νεκρό. Με τη στενή έννοια, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι καλές μέρες μέσα στον Οκτώβριο γύρω από την εορτή του αγίου Δημητρίου, ή ακόμη και μέσα στον Νοέμβριο. Σαν να λέμε μια υποτιθέμενη σειρά ημερών που κάνει παραδόξως λατσοτέμπα στην καρδιά του φθινοπώρου, αντίστοιχα με τις Αλκυονίδες μέρες τον Ιανουάριο. Με την ευρεία σήμερα, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι κάθε εντυπωσιακή καλοκαιρία, και με καύσωνες ακόμη, μέσα στο φθινόπωρο, όπως τώρα καλή ώρα.
Ως προς την προέλευση, πιθανόν είναι αυτό που φαίνεται. Φανταζόμαστε το καλοκαίρι σαν ένα πεισματικό γάιδαρο ή μουλάρι να τα έχει στυλώσει και να μη φεύγει, προς μεγάλη απογοήτευση των καλοχειμωνάκηδων. Εκτός αν παπαρετυμολογώ και υπάρχει κάποια πιο προσγειωμένη, λ.χ. λαογραφική εξήγηση της ονομασίας, την οποία αγνοώ.
Στα αγγλικά λέγεται Indian summer ή été indien που λέει κι ο Joe Dassin (γαλλικά).
Στα ελληνικά, το βρίσκω στην Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα, σε ένα συγκινητικό απόσπασμα, που περιγράφει το πώς αυτοί που θα φύγουν από ένα μέρος (όπως λ.χ. οι Αιγυπτιώτες Έλληνες) μπορούν να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους, αλλά δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους την αγάπη τους για τον τόπο, και για ένα ζενεσεκουά που περιλαμβάνει μυρωδιές, το γαϊδουροκαλόκαιρο, εμπειρίες, αναμνήσεις...
Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα τη νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζύ σας; Τίποτα!
Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 115
Άλλα παραδείγματα:
Και λίγο ξενόγλωσση μουσική:
Got a better definition? Add it!
Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.
Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:
«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Πήγε και παντρεύτηκε αυτόν τον βοϊδαλά.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Νταλάκι είναι είδος ερπετού και νταλάκας είναι αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά, αυτός που νταλακιάζει. Η προέλευση δεν είναι σαφής. Μπορεί να αναφέρεται στην επίδραση δηλητηρίου του ερπετού ή στην εικόνα ερπετού, που βαρυστομαχιάζει ύστερα από την κατανάλωση άλλου ζώου, ή σε κοιλιά σαν βάτραχου.
Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).
Got a better definition? Add it!