Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».
- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».
- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...
Βλ. και φλατζοκαμμένος.
Got a better definition? Add it!
Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.
Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.
- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).
- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον ανεγκέφαλο, τον πανίβλακα, τον εντελώς ηλίθιο. Ισοδύναμο της έκφρασης άι κιού ραδικιού. Η προέλευση της φράσης είναι προφανής: το άτομο για το οποίο μιλάμε, έχει τόσο μυαλό στο κεφάλι του όσο μυαλό έχει ένα κεφάλι πούτσας, δηλαδή καθόλου.
Καλά ρε συ, τι κάθεσαι και συζητάς μαζί του; Αυτός έχει μυαλό πούτσας, είναι πανηλίθιος!
Got a better definition? Add it!
Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".
Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.
Got a better definition? Add it!
Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.
Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.
Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.
Got a better definition? Add it!