Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.

Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που το να πηγαίνει σε οίκους ανοχής έχει καταστεί σημαντικό και οργανικό μέρος της ζωής του.

Ενδέχεται το ότι διαλέγει το μπουρδέλο ως διέξοδο στη σεξουαλική του ανησυχία να οδηγεί σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο καύλο κύκλο, κατά τον οποίο δεν μπορεί αλλά από ένα σημείο και πέρα και δεν επιζητεί να κάνει μία σχέση. Ή απλώς είναι τόσο λούζερ, άσχημος και ανίκανος που ούτε να γαμήσει μπορεί, ούτε όμως και να πάει για ψάρεμα επιθυμεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει στους οίκους ανοχής. Ωσεκτουτού, το μπουρδελόβιος έχει κατ' αρχήν μία αρνητική σημασία για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι μονίμως μπακούρης και δεν τον θέλει καμία. Εναλλακτικώς, μπορεί να σημάνει κάποιον που είναι ρεμάλι, που συνηθίζει τον μπουρδελικό βίο έτσι για το ροκ.

Θετικό πρόσημο μπορεί να έχει κυρίως σε διαλόγους μεταξύ συναγωνιστών μπουρδελιάρηδων, όπου ο μπουρδελόβιος σε αντίστιξη λ.χ. προς τον κωλομπαρόβιο, τον στουντιάκια ή τον λάτρη των σιτιτουριών, είναι αυτός που έχει κάνει οικοσύστημά του ό,τι φτηνότερο και άρα παρακμιακότερο υπάρχει στον (ζ)αγοραίο έρωτα, ήτοι τα τσαρδιά του εικοσάρικου. Επομένως, ο μπουρδελόβιος είναι αυτός που για να ικανοποιήσει το σκοτεινό του πάθος δεν διστάζει να γίνει αδίστακτος μπαζοφονιάς φτηνοπουτάνων, να φάει στη μάπα σοβά από την οροφή ετοιμόρροπων ντέλων στους δρόμους του Μεταξιού, να επιδείξει ηρωισμό και να παρασημοφορηθεί για αυτόν. Είναι, επομένως, το μεγαλύτερο μαχίμι ανάμεσα στους μπουρδελιάρηδες, ο λιγότερο φλώρος σε αντίστιξη με τους ακριβοπουτανιάρηδες, αυτός που έχει εγκύψει περισσότερο στην αηδιαστική πλευρά της ζωής. Εν κατακαυλείδι, σε ενδομπουρδελιαρικά συμφραζόμενα το μπουρδελόβιος βγάζει μια μεγαλύτερη αυθεντικίλα.

  1. Η Νανα δεν χρειαζεται συστασεις. Ολοι μα ολοι οι μπουρδελιαρηδες την γνωριζουν/ εχουν περάσει/ την εχουν δει. Οποιος δεν την εχει δει τουλαχιστον, δεν μπορει να θεωρηθει γνησιος μπουρδελοβιος!!! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Το τέρας που διέπραξε αυτή την πράξη δεν ήταν μόνος η κοινωνία επί πολλά χρόνια ήταν δίπλα του.Τον θαύμαζε για τον τρόπο ζωής του. Ήταν τσαμπουκάς, χαρτοπαίκτης, ζαροπαίκτης μπουρδελόβιος κ.λ.π . Εκλέγεται εκ των πρώτων δημοτικών συμβούλων στο Αμπελάκι και φυσικά καταλαμβάνει την θέση του αντιδημάρχου. Αυτή η κοινωνία σήμερα λογικό είναι να προβληματίζεται και να διαμαρτύρεται, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από την ένοχη της που έθρεψε, μεγάλωσε και δημιούργησε ένα έκτρωμα. (Εδώ).
  3. Αντίθετα άμα κάποιος "αποτυχημένος" στο αντίθετο φύλο πει κάτι τέτοιο (κανας μπάκουρος, κανάς πέφτουλας, κανάς μπουρδελόβιος, μαύρο φίδι που τον έφαγε! (Εδώ).
  4. Ο άντρας είναι αυτός που διανύει την πιο τραγική του περίοδο. Διότι αν δεν έχει λεφτά= αποτυχημένος, αν δεν έχει γκόμενα= μπακούρι και μπουρδελόβιος, αν δεν έχει φίλους= ανώμαλος, περίεργος. Πες μου εσύ αν η γυναίκα, που κατα τ'αλλα όλα είναι εναντίον της, χρειάζεται όλα αυτά για να κάνει σχέσεις και όχι απλώς ωραίο κώλο... (Σχέσεις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που το ότι συχνάζει σε κωλόμπαρα έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Ο κωλομπαρόβιος ψάχνει στα κωλόμπαρα σεχ, έστω υπό τη μορφή φραπέ ή χουρού, ή και ως φουλ μπριζόλα (στην καυλύτερη περίπτωση), ψάχνει όμως και γυναικεία συντροφικότητα υπό τη μορφή πουτού. Αυτοί που είναι πραγματικά κωλομπαρόβιοι (εκτός αν έχουμε να κάνουμε με γεροντόπαιδα με χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας αντάρηδες θαμώνες ζαχοπουλάδικων που λόγω μοναξιάς ή αποξένωσης στη συζυγική ζωή ξεβράζονται στο vivere periκωλομπαροsamente.

  1. Ως πεπειραμένος μακροχρόνια κωλομπαρόβιος έχω να πω άπειρα: Μου έχουν πάρει πίπες, έχω πηδήξει, έχουν παίξει ισπανικά cumshots, facials, ανατάξεις πέους από βίαιες παλινδρομήσεις, αλληλοαυνανισμοί δικοί μου και κωλομπαρούς ταυτόχρονα και γενικά τα πάντα!! Σε πρωτάρα (πρώτη μέρα στη δουλειά) έχω τύχει που της εξηγούσα τι κάνουν στα prive και γενικά τον έρωτα, τηλέφωνο έχω πάρει κι έχω βγει για καφέ με κωλομπαρού και μια φίλη της (!!) και γενικά όλα είναι πιθανότητες... Από την άλλη μεριά, σε ποσοστό πλέον γύρω στο 40%, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια αποκτάει κανείς πείρα φυσιογνωμιστική, οι prive χοροί είναι ένα άνευρο κρυανάλατο νερομπούλι χωρίς πολλές φορές το ματζαφλάρι να σηκώνεται καν. Οι δε απλοί χοροί δεν αξίζουν καν τον κόπο, εκτός αν είσαι παρθένος αφγανός απ'το βουνό και δεν έχεις πιάσει ποτέ γυναικείο κώλο. (Από το Μπου).
  2. Να σου κάνει ανάλυση ο μέσος Έλλην μπορδελάκιας/ κωλομπαρόβιος για τα πόδια των Ουκρανάιζερ, τα γλυκόλογα των Ρωσίδων, το ξελόγιασμα της Ρουμάνας, την αλαβάστρινη επιδερμίδα και τα μάτια της Λευκορωσίδας, να πάθεις την πλάκα της ζωής σου. Ακούς εκεί λέει δεν έχουμε δουλέψει με ξένους (Εδώ).
  3. Ο Τεστοστερόνης μπουρτζόβλαχος κωλομπαρόβιος, με το που βλέπει την "Μ" και καταλαβαίνει ότι είναι γυναίκα απομακρύνεται. Δεν του αρέσουν μάλλον οι γυναίκες. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:

  • οιονεί χαρακτηριολογική τυπολογία

Ελληναράς ΜΠΑΛΟΚΡΙΤΙΚΟς σουβλακοβιος. (Εδώ).

  • ως εθνικό τυπολογικό χαρακτηριστικό

Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).

  • και, ασφαλώς ως παρατσούκλι του Κώστα Καραμανλή (ανηψιού).

Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).

Αιώνιος σουβλακόβιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρασόβιος, τρασοκαβλιάρης

Δημιουργική εξτένσιον της τρασιάς προς ποκίλες εκφραστικές κατευθύνσεις.
Να ζεις μεταφορικώς με τα σκουπίδια (τρασόβιος -κατά το λαθρόβιος), να την βρίσκεις με την 'σκουπιδιά' και την τρασίλα που ευδοκιμεί σε όλους τους τομείς της τρασοκαβλιάρας σουργελλάδας και θάλλει -με αξιοσημείωτη ζωτικότητα - σε όλες τις κοινωνικές τάξεις δημοκρατικά, από το λουμπεναριό στους προλεφτάριους κι από τους μικροαστείους στην λματ (3ηρέ ΕΛΕΗCΟΝ).

  1. - μα που ειναι αυτή η χρύσπα που μας έχετε ζαλίσει τ' αρχίδια;
    - Στον Άλφα. Αλλά γενικά στη καρδιά μας με τέτοιες εμφανίσεις :p
    - τρασόβιο κτήνος! :P (εδώ)
  2. - Εννοείται, Κανάλι9 φορ έβα!
    - Ή τέμπο ακόμα πιο παλια, ή extra παλιότερα
    - τρασόβια; φαινόσουν εξ αρχής σοβαρό άτομο, τώρα ανέβηκες μίλια στην εκτίμησή μου! (εδώ)
  3. - Τζάκρη-Βόζεμμπεργκ-Δένδιας στον Πρετεντέρη. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει ο συνεπής τρασόβιος;
    - Αγάπη ρε μουνιά! (εδώ)
  4. - ξενέρα είσαι, ο σκοπός είναι να σου σηκωνόταν όταν μάζευες τα στρινγκάκια από τα άπλυτα να τα βάλεις στο πλυντήριο..
    - Μαρκο, γιατι δε σε ακολουθουσα εσενα;
    - γιατί είσαι ντιπ ξενέρωτος, ο @Markos ειναι ο πιό τρασοκαβλιάρης αριστερούλης
    - μετα απ την ατακα του λες να χρειαζομαι ρεφερενσηζ απο καμελ φακερς ρε;
    - δε τόπα γιά σένα ρε τρασόβιε νιουμπά! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συναναστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά δασπίτες, δηλαδή μέλη της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ. Συνάπτουν στενές φιλικές σχέσεις, ακόμη και ερωτικές.

Πολιτική ορθότητα και αποστάσεις από ακραίες τοποθετήσεις, κονφορμισμός και γενικότερη λατρεία προς και από το κοπάδι, ψυχή τε και σώματι. Συνήθως συγγενής κατάσταση με σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα το θετικό οικογενειακό ιστορικό.

Πιο πωρωμένη βερσιόν των απλών δασπόφιλων, άλλωστε στην κλασική πλέον κατάταξη των ειδών κατά Καθηγητή Όακ η εξέλιξη είναι η εξής: δασπόφιλος (λέβελ 1) > δασπόβιος (κώλος και βρακί & προσωπική σχέση με δασπίτη) > δασπίτης (επίσημα εγγεγραμμένο μέλος στην ΔΑΣΠ)

- Άσε, μεγάλε, βγήκε η κυτταρολογική. Έμπλεξες με δασπόβια...
- Όχι, ρε φίλε. Πώς τα πετάς έτσι; Με τι στοιχεία; Θα πιαστούμε δηλαδή, πρόσεχε!
- Δυστυχώς, δε σου λέω ψέμματα. Ανέβασε φώτοζ από το Dream City αγκαλιά με τουλάχιστον τρεις διαβόητους δασπίτες της σχολής. Αν κοιτάξεις το προφίλ της αυτό δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται κατά συρροή εδώ και χρόνια.
- ...
- Λυπάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πιο κλασικούς -όβιους, πρόκειται βέβαια για αυτόν που έχει τέτοιο πάθος με τις μηχανές, ώστε κυριολεκτικά διάγει όλον τον βίο του πάνω τους.

  1. Ο πρώην «Μηχανόβιος» και νυν Μοναχός πατήρ Σωφρόνιος ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη, μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές. (Εδώ).

  2. Αστυνομικός - «μηχανόβιος» έκλεβε εξατμίσεις από μοτοσικλέτες. Χειροπέδες σε συνάδελφό τους πέρασαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. Στην περιοχή της Λάρισας, καθώς, ο 27χρονος αστυφύλακας συνελήφθη για κλοπή δύο εξατμίσεων από μοτοσικλέτα. (Εδώ).

  3. Τι μπορεί να συμβεί αν συναντήσει ένας μηχανόβιος ένα κριάρι; (Εδώ)

  4. Σε αλλαγές στον ορισμό της λέξης «μηχανόβιος» προχωρά το γνωστό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μετά από παράπονα μοτοσικλετών που βρήκαν τον ορισμό ανακριβή και προσβλητικό! [...]
    Μέχρι πρότινος στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ο μηχανόβιος οριζόταν ως: «Ο μοτοσικλετιστής, ειδικά εκείνος που είναι μέλος μιας συμμορίας: ένας μηχανόβιος με μακριά μαλλιά και βρώμικα denims». [...]
    Αντιθέτως, η έρευνα της βρετανικής ασφαλιστικής, περιέγραφε τον μέσο μοντέρνο μοτοσικλετιστή ως ένα άτομο «πιθανώς άνω των 35 ετών, που ανήκει στη μεσαία τάξη, εργάζεται για μια εταιρία πληροφορικής ή τηλεπικοινωνιών και κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί Honda». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πλέον, μόνο ένας στους δέκα μοτοσικλετιστές έχουν μακριά μαλλιά. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο Παλλάς όταν ήταν κινηματογράφος και έκανε ατελείωτα φεστιβάλια. Τότε ο παλλαδόβιος ήταν ο πάσχων από οξεία υπερκουλτουρίαση, καθώς κυριολεκτικά ζούσε μέσα στο Παλλάς, βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα, κατά προτίμηση ιρανικού κινηματογράφου, τρώγοντας μέσα στο Παλλάς, ψάχνοντας για χεσοκαβάντζα κ.ο.κ.

Σήμερα το Παλλάς ως χώρος για θεατρικές/ χορευτικές παραστάσεις και συναυλίες έχει πάει κύριο κύμα, καθώς τα εισιτήρια φτάνουν μέχρι και τα 150 γιούρια την βραδιά, και όποτε πας σκοντάφτεις πάνω σε Προέδρους Δημοκρατίας, πολιτικούς, δημοσιοκάφρους και ταλιμπάν. Το παλλαδόβιος μάλλον θα χαρακτήριζε κάποιον που επιδεικνύεται σε κοσμικές συναθροίσεις. Χώρος υπερκουλτουρίασης είναι μάλλον ο Ιανός, που φιλοδοξεί να αναστήσει τα λογοτεχνικά καφενεία, καθώς και άλλοι πολυχώροι κατσιμηχέσω, αλλά δεν έχω ακούσει αντίστοιχη έκφραση. Αν είχαμε ακόμα τον athensasitreallyis...

Η Δεβώρα η παλλαδόβια μου ακύρωσε το ραντεβού των 19.30 στο Παλλάς στο διάλειμμα μεταξύ Κιαροστάμι και Καουρισμάκι, γιατί τότε θα έβλεπε την Μαριλού, και με έβαλε στις 23.00 μεταξύ Σοκούροφ και Μπέλα Ταρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Απόλυτος λάτρης της μπύρας.Στην παραγματικότητα, ο μπυρόβιος είναι τόσο εθισμένος στο ζύθο που η ζωή του θα ήταν ανούσια χωρίς αυτό το αγαπημένο ποτό. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου στην πιο ακραία έκδοσή του:

(1) Επίσημη ορολογία της νόσου: Ακατάσχετος εθισμός στην μπυρωίνη.

(2) Αγαπημένο άθλημα: Το Μπύρινγκ.

(3) Αγαπημένη θρησκευτική εκδήλωση: Τα Μπυρίτσουαλς.

(4) Αγαπήμενη σωματική άσκηση: Χτίσιμο μπυροκοιλιακών.

(5) Αγαπημένες φιγούρες χορού: Οι μπυρουέτες.

(6) Μεγαλύτερη φοβία: Η έλλειψη μπυρασφάλειας.

(7) Αγαπημένο κοκτέιλ: Το μπυρούζο.

(8) Μεγαλύτερο προσόν: Η εμπυρία του.

(9) Αγαπημένη παροιμία: όπου φτωχός κι η μπύρα του.

(10) Αγαπημένη ατάκα: two beer or not two beer.

(11) Αγαπημένη χώρα: Μπιρλανδία

Και ο κατάλογος συνεχίζεται...

ΥΓ Πολύ παράδοξο ότι έλειπε.

  1. Ο Γκαρσία είναι μπυροβιος φάση Μπέρλιν και ο Κοντρέρας είναι φάση γύφτος με λεφτά. (www.metropolisradio.gr).

  2. Ο ξανθός άπο αριστερά ο χοντρούλης είναι ο βοηθός μου(γνωστός μπυροβιος - δεν έχει αφήσει pub για pub) στον οποίον θα πρέπει να βασιστώ σε διάφορες παρατηρήσεις του στην διάρκεια των αγώνων (το μόνο που δεν ξέρω είναι αν θα είναι νηφάλιος η θα έχει πιεί τα αντερά του και θα μου λέει άλλα ντ'άλλων) (http://www.fmgreece.gr)

Ακόμη: μπυροκίνητος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified