Από την εταιρεία Peugeot, αναφέρεται σε διαδρομή με τα (δύο) πόδια.

- Με ποιο αυτοκίνητο θα πάμε;
- Με πεζό δύο. Έχει πολλή κίνηση ρε 'συ.

Πεζώ με καλές ζάντες. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός της Κυριακής. Το είδος του ανθρώπου που, όταν ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα, φορτώνει το αυτοκίνητο του (συνήθως sedan-μαούνα) με τη γυναίκα του, τα δυο του παιδιά, το σκύλο του, την πεθερά του, το φίκο απ'το σαλόνι κι άλλα τιμαλφή και «βγαίνει βόλτα να ξεσκάσει».
Οδηγάει με 20 χλμ/ώρα στην Αθήνα (και τους περιφερειακούς σ'αυτήν δρόμους) θαυμάζοντας τα λιγοστά δέντρα, τα σπίτια, τους κάδους του Δήμου Αθηναίων και άλλα αξιοπερίεργα, δημιουργώντας πίσω του μια τεράστια ουρά αυτοκινήτων που οι οδηγοί τους αναρωτιούνται αν τελικά έκαναν λάθος και είναι στο δακτύλιο πρωί Δευτέρας.
Αν δώσετε πολλή προσοχή, μπορεί να ακούσετε και τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα νεύρα όταν σπάνε.

- Άντε ρε κυριαγόοοοοο, ξημερώσαμε βρεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεοεμφανισθείσα συνομοταξία πλασμάτων που κυκλοφορούν μόνο σε ολιγομελείς ομάδες και απαρτίζονται πάντοτε από: 1 άντρα με τουπέ, 1 γυναίκα απαραιτήτως ξανθιά, επίσης με τουπέ, μικρή ποικιλία παιδιών, 1 τζιποειδές τροχοφόρο με κίνηση 4x4. Τα πλάσματα αυτά πολλαπλασιάζονται επικινδύνως και ενδημούν σε εύκρατα κλίματα, ειδικά δε σε ήσυχα και σχετικά άσπιλα μέρη της φύσης, τα οποία φυσικά παύουν να είναι ήσυχα και άσπιλα μόλις ενσκήψουν οι τζιπηγένειες. Ας τονιστεί ότι στις τζιπηγένειες τα πόδια είναι διακοσμητικά και δεν λειτουργούν, γι' αυτό οι καημένες πρέπει να πηγαίνουν ώς την άκρη της λίμνης, της θάλασσας, του βουνού με το τζιποειδές τουτού τους.

Ορισμός σαφής.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος ελεεινής μουσικής που σε κρατά ξύπνιο σε νυχτερινά ταξίδια με τα ΚΤΕΛ. Το μεγαλύτερο μέρος της άγρυπνης νύχτας το περνάς αναρωτώμενος πώς είναι δυνατόν ο οδηγός να είναι στα ντουζένια του στις 4 η ώρα το πρωί.

4 η ώρα ξημερώματα, ακόμα 2 ώρες ήθελα να φτάσω. Και βάζει ο οδηγός ένα κτελοντούρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.

-Ε, πού πας ρεεε, θα μας σκοτώσεις; Κόκκινο είναι! Αφαναροψία έχεις;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιατόρειο στη μέση του πουθενά που έχει σύμβαση αορίστου χρόνου με τα ΚΤΕΛ και σερβίρει φαγητά αμφιβόλου ποιότητας και γεύσης.

Καθώς περνάγαμε από το Τραγοπήδημα, ο οδηγός σταμάτησε σε ένα ΚΤΕΛιατόρειο κι έφαγα έναν μουσακά μέσα στο γράσο... Ποτέ ξανά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.

- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!

"...χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση" (από Galadriel, 01/03/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified